Ο Θανάσης Σκρουμπέλος είναι ιδιότυπη περίπτωση συγγραφέα και σκηνοθέτη. Εκκινώντας από τη γενέτειρά του, τον Κολωνό, και ανήκοντας στις δύσκολες γενιές που ενηλικιώθηκαν μετά τον πόλεμο, είναι σαν να έχει χρεωθεί άτυπα την ξενάγησή μας σε όλες τις όψεις και πτυχώσεις του τότε λαϊκού κόσμου.
Στα βιβλία του διαπραγματεύεται πέραν των σκληρών ιστοριών, των λαϊκών παιδιών του Κολωνού (σαν τα Παιδιά της Ζωής του Παζολίνι), όλη του την περιπέτεια στην Αριστερά, από την ΕΔΑ, τον Ρήγα Φεραίο, την παρανομία αλλά και την Αριστερά της Μεταπολίτευσης.
Εδώ, στα γραπτά του, θα μυηθεί κάποιος στο παρακράτος του ’50, στο πρώτο γκέι μπαρ ή λαϊκή ταβέρνα με παρενδυτικούς του ’60, την περίφημη Χαβάη, αλλά και τη Μακρόνησο, τους Λαμπράκηδες, τον αγαπημένο του Ολυμπιακό, τον Μπούκοβι και όλα του τα προσφιλή θέματα. Πιο νωπό του πόνημα είναι από τις εκδόσεις Τόπος το «1969: το Μπαράζ, Καλλιθέα αγάπη μου». Doc fiction πάνω σε ένα πραγματικό και αθέατο γεγονός.
Πώς ένας αγώνας μπαράζ ποδοσφαίρου έλαβε χαρακτηριστικά μίας από τις πρώτες έμμεσες αντιδικτατορικές εκφράσεις. Μου τα διηγείται όλα αυτά ένα απόγευμα στην Καλλιδρομίου, εδώ κοντά διαμένει εξάλλου. Και παρότι καθόμαστε σε καφέ των Εξαρχείων, όλη η κουβέντα (διήγησή του μάλλον και μάλιστα απολαυστική) είναι σαν να γίνεται στον αγαπημένο του Κολωνό αλλά και στα σκληρά μα συναρπαστικά 60s.
Ξεκινώ από τη γειτονιά και επειδή είστε ένας συγγραφέας, έχω την αίσθηση, με βαθιά την αίσθηση της γειτονιάς, δηλαδή του τοπόσημου. Είναι και μια δική σας εκκίνηση η καταγραφή, όχι μόνο των παιδικών χρόνων, αλλά και της γειτονιάς σας;
Θα σου εξηγήσω. Επειδή έχω κάνει πολλά ταξίδια, και είχα μείνει για καιρό στην Ισπανία, εκεί κατανόησα τον Λόρκα και γιατί αντλούσε τη δύναμή του από τον τόπο του, δηλαδή και σε «Γέρμα» και σε «Ματωμένο γάμο». Ολα αυτά είναι καθαρή Ισπανία. Είχα μεταφράσει τον «Ματωμένο γάμο» για έναν ερασιτεχνικό θίασο στην Αρτα για τον φίλο μου τον ηθοποιό Τραϊφόρο. Οι Αρτινοί νόμιζαν πως είναι δικό τους έργο. Ακριβώς γιατί άγγιζε τα ήθη και τα έθιμα. Εγώ το λέω «το αθάνατο νερό»…
Γιατί το λέτε αυτό;
Θα σου εξηγήσω τι εννοώ: όταν πήγα Αγγλία φευγάτος από εδώ λόγω Χούντας πήρα μια υποτροφία από τη Διεθνή Αμνηστία ως διωκόμενος και σπούδασα σκηνοθεσία. Είχα τον φίλο μου τον Δημήτρη Νόλλα και τον Κώστα Χρονόπουλο εκεί. Εγώ τότε ένας νέος από τον Κολωνό, ήταν μια επαρχία ουσιαστικά σε σχέση με την Ευρώπη, όπως κι όλη η Αθήνα. Ξαφνικά βρέθηκα στο Λονδίνο βλαχάκι εγώ, έλεγα πως είμαι από τον Κολωνό, όχι από την Αθήνα. Και οι μισοί καλλιτέχνες εκεί ήξεραν τη γειτονιά μου λόγω του Οιδίποδα. Εκεί κατανόησα τι δύναμη έχει να κουβαλάς τον τόπο σου στην πλάτη σου.
Τι ωραίο αυτό!
Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που εμείς παίζαμε μπάλα και βάζαμε δοκάρια τις σαρκοφάγους. Εκεί όπως περνάει ο Κηφισός ήταν τα περιβόλια της Κολοκυνθούς. Η λάσπη αυτή ήταν από άργιλο. Και οι περιβολάρηδες αυτοί πούλαγαν το χώμα. Και σε αυτές τις ανασκαφές βρισκόντουσαν σαρκοφάγοι.
Είστε εξοικειωμένος με τα αρχαία.
Παίζαμε μπάλα στις χωματερές. Στο «Επί Κολωνώ», του Λευτέρη Ξανθόπουλου, που κάναμε έβαλε τις σαρκοφάγους μέσα στο ντοκιμαντέρ που κρύβαμε το τάβλι.
Γεννηθήκατε εκεί.
Γεννήθηκα καραμπινάτο Κολωνό, ναι. Στην οδό Διστόμου. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ ως γιος μεταναστών και ο πατέρας του το 1938 τους έφερε εδώ. Στο Μεταξουργείο άνοιξε εμπόριο κάρβουνου και ξύλου. Δίπλα απ’ το καφενείο του Μωριά που είχε ναργιλέδες ήταν η μάντρα μας. Ο παππούς μου είχε φύγει από τη Λακωνία. Το 1944 γεννήθηκα.
Τι Κολωνό έχουμε τότε;
Ενα κέντρο φοβερό που ήταν η παιδική χαρά που την είχε φτιάξει το 1936 ο Κοτζιάς στα πλαίσια τότε και ως αντίγραφο των μουσολινικών κέντρων άθλησης της νεολαίας και με τα κέντρα νεότητας. Αυτά γίνονται στον Κολωνό λόγω και της κατάστασης εκεί και της φτώχειας. Τρία γήπεδα βόλεϊ, κολυμβητήριο – εξ ου και ο Κολωνός έβγαλε μεγάλους βολεϊμπολίστες. Λοιπόν τα παιδιά μαζευόμαστε εκεί πέρα στην πλατεία, στο ένα κέντρο. Το δεύτερο ήταν ο Λόφος του Κολωνού επάνω για τα ραντεβουδάκια σαν έφηβοι. Αυτός ήταν ο εφηβικός μου κόσμος. Με το 9ο σχολείο επίσης είχαμε και ομάδα χάντμπολ και ποδοσφαίρου και παίζαμε. Από τη Λένορμαν και πάνω ο Κολωνός ήταν πιο μικροαστική γειτονιά, από τη Λένορμαν και κάτω ο Πλάτωνας ήταν πιο εργατική, λαϊκή γειτονιά. Εκεί λοιπόν είχα φιλαράκια λόγω και του πατέρα μου, όπως τους αδελφούς Θεοδωρίδηδες που ήταν αριστεροί, ενταγμένοι. Στην ΕΔΑ. Ενας άλλος, ο Πέτρος ο τσαγκάρης, επίσης. Μου έφερνε και βιβλία. Σιγά-σιγά σώθηκα επειδή μπήκα στην Αριστερά.
Γιατί το λέτε;
Οι μύθοι στην πλατεία ήταν πως «αυτός βγήκε από φυλακή, ο άλλος έκανε αυτό». Οι ήρωές μας ήταν παιδιά που είχαν κάνει φυλακή. Τα παιδιά των αριστερών δε, μας βούταγε η Ασφάλεια για εξακρίβωση συνέχεια. Σου έφτιαχνε αυτό μια αντικρατική αντίληψη. Το Σύνταγμα του ’56 ήταν ελληνοκεντρικό. Η ΕΔΑ ήταν μια πόρτα σε όλα αυτά. Κυρίως πολιτιστική. Γιατί σαν παιδί τότε ιδεολογία δεν καταλάβαινες. Με τον Μίκη η πόρτα έγινε διάπλατη. Στο γήπεδο Ατρομήτου έβλεπες συναυλία του Μίκη με 40 χιλιάδες κόσμο και δεν αισθανόσουν πια ένα αλητάκι του Κολωνού αλλά ένιωθες μια πλάτη τεράστια πίσω σου!
Στον Κολωνό όμως όπως είχατε ας πούμε το λαϊκό και αριστερό κομμάτι, υπήρχε και παρακρατικό κομμάτι;
Το έχω βάλει στα βιβλία μου. Πάρα πολύ, αλλά υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στον κόσμο αυτόν, όπως νομίζω και στις περισσότερες γειτονιές: υπάρχουν οι συνεκτικοί δεσμοί της πλατείας. Εκεί θα βρεθείς με τον άλλον στο γήπεδο, στο σινεμά, στο καφενείο, στην πρέφα. Δεν σε χωρίζει κάτι. Με τα χρόνια κράτησα φιλίες με ανθρώπους αντίθετης ιδεολογίας από τη δική μου. Το χωνευτήρι αυτό της γειτονιάς χώραγε τις αντιθέσεις.
Στέκια γνωστά ποια είναι εκείνη την περίοδο, το ’50 – ’60 δηλαδή;
Ο Κολωνός έχει τότε κυρίως ταβέρνες και καφενεία. Το καφενείο του Λουκά που ήταν νονός μου, γωνία όπως είναι η πλατεία Κολωνού, τότε δεν είχε ακόμη το σιντριβάνι Επιδαύρου και Λένορμαν. Και απέναντι ήταν το καφενείο του Μαμάη. Στο δεύτερο σύχναζαν οι πιο νέοι. Του Λουκά επειδή ήταν από κάτω η ομάδα του Αττικού πήγαιναν οι παράγοντες της ομάδας. Και υπήρχε και ο Νηρέας, η ομάδα του βόλεϊ. Πολλοί παίκτες του Νηρέα τροφοδότησαν τις μεγάλες ομάδες. Εξι αρχηγοί της Εθνικής βόλεϊ ήταν Κολωνιώτες.
Μου κάνει εντύπωση πως, αν και λαϊκή συνοικία, είχατε βόλεϊ…
Το γήπεδό του βόλεϊ είναι μικρό. Βολεύει.
Πάμε στα «Μπλε Καστόρινα Παπούτσια», το μυθιστόρημά σας, που αποτυπώνει αυτό το κλίμα, και έχει στο κέντρο του το θρυλικό γκέι μπαρ Χαβάη, κάτω από το Περοκέ.
Υπάρχουν οι Κατελάνοι, κουμανταδόροι τότε. Θρυλική οικογένεια. Εμεναν Μεταξουργείο, ένας από τα αδέλφια έμενε Κολωνό. Σαν θρύλοι τότε άνοιξαν τη Χαβάη. Γύρω στο ’60-’61 ανοίγει. Η εποχή εκείνη δεν έχει σχέση με καμπαρέ ή μέρη με τραβεστί, ήταν κλασική υπόγεια ταβέρνα που είχε αγόρια που ντύνονταν κορίτσια. Κάτω από το Περοκέ ήταν. Πηγαίναμε εκεί για χαβαλέ. Ερχονταν εκεί νέοι και πίνανε το κρασί τους. Είχε τζουκ μποξ, χορεύανε τανγκό, τσιφτετέλια. Υπεύθυνος του μαγαζιού ήταν η Βασίλω. Είχαν μαζευτεί μια φορά παπάδες να αφορίσουν τη Χαβάη. Η μυθολογία λέει πως όταν είχε έλθει ο Τένεσι Ουίλιαμς και ο Τρούμαν Καπότε στην Αθήνα, πήγαν στη Χαβάη. Πήρα τα Ημερολόγια του πρώτου αλλά δεν βρήκα κάτι, περιγράφει δε την Αθήνα σαν επαρχιακή πόλη.
Πώς είναι το κλίμα της εποχής;
Το ’60 είχαμε μια σκληρή οκταετία Καραμανλή, μόλις είχαμε βγει από τον Εμφύλιο, σκληρό κράτος. Αυτά τα παιδιά, πολλοί εξ αυτών δωσίλογοι, επανδρώνουν το κράτος.
Πώς εμπνέεστε να γράψετε για τη Χαβάη;
Δυο άξονες είχα στον νου μου: Το παρακράτος, τις παραφυάδες του και το πρόσωπό του το λαϊκό. Ο άλλος είναι η Αριστερά. Ηξερα και τις δύο πλευρές. Η πλατεία – είπαμε – είναι χωνευτήρι.
Η Αριστερά τότε είχε εξορίσει τη λαϊκότητα;
Θα σου πω, εγώ το ξέρω από τον πατέρα μου, μετά την ήττα έπρεπε να είσαι άψογος. Ο πατέρας μου μού έλεγε να είμαι ο καλύτερος στην τάξη, τύπος στην πλατεία. Ησουν ηττημένος, ήσουν στο μάτι. Αυτό διατηρούσε μια κατάσταση να αποφεύγεις τα λούμπεν.
Καταφέρατε να το συνδυάσετε όμως εσείς. Και αριστερός και με βαθιά γνώση του λαϊκού.
Εζησα τη σκληρή οκταετία Καραμανλή, και λόγω γηπέδου συγχρωτίστηκα με όλους. Ημουν και είμαι φανατικός Ολυμπιακός. Το κόκκινο έπαιξε ρόλο. «Καραϊσκάκη» πηγαίναμε και πρόλαβα Ρωσίδη, Μουράτη, Μπέμπη. Ο πατέρας μου ήταν και παράγοντας στον Αττικό και μετά τη μακαρονάδα την Κυριακή πηγαίναμε «Καραϊσκάκη» ή στον Αττικό. Ηταν λαϊκή γιορτή η μπάλα. Οφείλω όμως στην Αριστερά πολλά. Αν δεν έμπαινα στον Ρήγα Φεραίο θα ήμουν ένα παιδί του Κολωνού, κουτσαβάκι.
Η γενιά σας;
Ενα παράπονο το ‘χα. Δεν έβρισκα ποτέ Κολωνιώτες στις δουλειές μου, τα περισσότερα παιδιά έγιναν της πιάτσας.
Μετά το σχολείο τι κάνατε;
Είχα τρέλα με ζωγραφική και γλυπτική. Το είπα στον πατέρα μου και ξεκίνησα φροντιστήριο στου Σαραφιανού, ο οποίος προετοίμαζε για την ΑΣΚΤ κόσμο. Σκάει η Χούντα και δεν μπορώ να δώσω εδώ. Η νεολαία αρχικά δεν πειράχτηκε, κυρίως πιάσανε τους παλιούς. Εγινε το ΠΑΜ με Μίκη, Μανωλάκο, Βότση. Ενταχθήκαμε με κανόνες παρανομίας. Και έρχεται ο Γιάννης Καούνης και φτιάχνουμε τον Ρήγα. Λίγο μετά το πρώτο χτύπημα αρχίζουν να κυνηγούν κι εμένα. Μπαίνω στην παρανομία το ’68. Μέχρι το ’70 κάθομαι στην Ελλάδα και άλλαζα σπίτια. Και ήμουν υπεύθυνος με τον Δημήτρη Λογοθέτη σε πολύγραφο και τυπώναμε τον Θούριο. Γινόμαστε μια ομάδα και φτιάχνω και τις περίφημες αφίσες του Ρήγα. Το ’68 έγινε η διάσπαση του ΚΚΕ, ο Μπάμπης ο Θεοδωρίδης είναι ο σύνδεσμό μας, μας φέρνει τη γραμμή πως έγινε η διάσπαση. Μέχρι το 1969 η κύρια οργάνωση ήταν ο Ρήγας Φεραίος. Σαν νέοι, επειδή είχαμε την επαφή με ΕΔΑ, πήγαμε με το Εσωτερικό. Υπάρχει μια διαφορά: όταν έγινε ο Ρήγας δεν έγινε ως μέρος του Εσωτερικού. Ηταν βασικά αντιδικτατορικός. Μετά το ’70 έγινε κομμάτι του Εσωτερικού. Από Ελλάδα έφυγα τελευταίος το ’70 από την τότε ομάδα. Πάω αρχικά στη Ρώμη.
Και από εκεί πάτε στο Λονδίνο;
Οχι, από την Ιταλία ξαναμπαίνω Ελλάδα και την ξανακοπανάω για Βέλγιο και μετά πάω Λονδίνο. Το ’70 μπαίνω στη σχολή κινηματογράφου με υποτροφία της Αμνηστίας ως καταδιωκόμενος. Ξαναμπαίνουμε στην Ελλάδα σαν παράνομη ομάδα Αρης του Ρήγα. Εγώ με βάση το Μιλάνο. Είχε μεγάλη οργάνωση εκεί και τότε με φιλοξενούσε στο σπίτι του ο Αντώνης ο Καρράς. Ξαναμπήκα στην Ελλάδα λίγο πριν πέσει η Χούντα – δυο μήνες. Είχαμε ακόμη παράνομη δράση. Βγάζαμε του Μαριγκέλα το βιβλίο με εξώφυλλο της Βίβλου.
Μετά τη Μεταπολίτευση τι κάνετε;
Είπαμε, το σαράκι δεν φεύγει! Επιστρέφω πια νόμιμα στη γειτονιά μου και εκεί οργανώνουμε το ΚΚΕ εσωτ. Δουλεύω σαν σκηνοθέτης και κάνω μερικά Παρασκήνια – επεισόδια με Ζαννίνο, Νάσο Πατέτσο. Με Παπαστάθη και Χατζόπουλο πάντα. Δουλεύω ταυτόχρονα με τον Μίμη τον Μανωλάκο στο «Αθηνόραμα». Ημουν ο πρώτος που κάνει τη στήλη του κινηματογράφου. Σαν ομάδα των 4 κάνουμε τον Νέο Παρθενώνα. Είναι ντοκιμαντέρ για τους τόπους εξορίας. Είμαστε οι πρώτοι που πάμε Μακρόνησο ζούλα με καΐκι λίγο πριν πέσει η Χούντα. Πήγαμε και Γιούρα, οι πρώτοι πάντα.
Και το πρώτο βιβλίο σας;
Μέχρι το ’80 ήμουνα ενεργός, μα αν δεν κάτσεις δεν γίνεται να γράψεις. Τότε δούλευα στην Αυγή κι έκατσα και έγραψα τα Φίδια στον Κολωνό στις εκδόσεις Ανδρομέδα. Εγραψε για μένα ο Βουρνάς. Με την «Αυγή» είχαμε πάει με τον Καούνη αποστολή για ρεπορτάζ στον πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Αρα ξεκινάτε τότε και γράφετε.
Εχω πάρει το κολάι, είναι αρρώστια το γράψιμο. Μετά από δέκα χρόνια βγάζω τον Αϊ-Γιώργη των Γραικών.
Και από το ’90 γράφετε και καταπιάνεστε με τα προσφιλή σας πεδία: λαϊκότητα και ποδόσφαιρο.
Πιστεύω ότι οι νεότεροι στη λογοτεχνία μαϊμούδισαν τους ξένους. Εγώ διάβαζα πάρα πολύ αλλά ήταν τόσο έντονο το βίωμα, αυτά που είχα μέσα μου ήταν δυνατά. Γράφεις για αυτά που σε καίνε. Ολα σχεδόν τα βιβλία μου έχουν τον Κολωνό μέσα.
Τώρα πάντως γράψατε στο βιβλίο σας «Μπαράζ για την Καλλιθέα».
Το «Μπαράζ» το έχω ζήσει κι αυτό. Είναι το ’68 – ’69, έχουμε Χούντα, κανείς δεν μιλάει, φοβάται ο κόσμος. Αυτοί για να αποκτήσουν δημοφιλία στον λαό κάνουν και χρησιμοποιούν αυτό που κάνει ο κάθε τύραννος: το ποδόσφαιρο. Τότε το Κορωπί είναι ο μεγάλος δήμος στα Μεσόγεια. Ο Ασλανίδης έχει κάποια σχέση. Οπότε βάζει με φετφά το Κορωπί στην Α Αθηνών κατευθείαν χωρίς αγώνες και θέλουν να το προωθήσουν στη Β Εθνική. Πληρώνουνε, τα γνωστά. Και το Κορωπί σιγά-σιγά καταφέρνει με νίκες από δω και από κει να διεκδικήσει την άνοδό του στη Β Εθνική αλλά ισοβαθμεί με την Καλλιθέα και πάνε μπαράζ. Υπάρχει αγώνας πριν από τον τελικό με Καλλιθέα και ΑΕΚ Φαλήρου, όπου με δάχτυλο Ασλανίδη αποβάλλονται παίκτες και από τις δύο ομάδες. Η Καλλιθέα όμως έχει τα αδέλφια Ηλιόπουλους, ταγματάρχες και ανακαλούνται οι αποβληθέντες όλοι. Πάνε μετά να χώσουν τον Ζλατάνο διαιτητή. Ομως δεν γίνεται αυτό. Κι έρχεται η μέρα του μπαράζ. Και γίνεται στη Χαλκίδα. Ξεκινάνε 10.000 Καλλιθιώτες για εκεί. Χαμός. Κέρδισε η Καλλιθέα ένα μηδέν στην παράταση. Γυρίζοντας πίσω κι ενώ απαγορεύονται πάνω από 2 άτομα στον δρόμο, μαζεύεται πολύς λαός έξω. Σαν διαδήλωση. Λίγο αντιδικτατορική είναι έμμεσα διότι αυτός που βοήθησε τη συγχώνευση των πέντε ομάδων για να γίνει η Καλλιθέα ήταν ο δημοκρατικός της ΕΔΑ δήμαρχος, ο Γάλλος, ο οποίος την εποχή που γίνεται αυτό είναι εξορία. Το BBC μιλάει για την πρώτη ποδοσφαιρική ήττα της Χούντας.
Πώς το θυμάστε;
Εμείς παράνομοι τότε, αλλάζαμε σπίτια. Ενα βράδυ τότε κοιμάμαι σε ένα σπίτι στην Καλλιθέα. Και ακούω το ξημέρωμα «England! England!» και «Καλλιθέα αγάπη μου!» Και μου καρφώθηκε αυτό. Ως μια βασική πρώτη – ή εκ των πρώτων μαζί με κηδεία Γέρου και Σεφέρη – αντίθεση στη Χούντα από τον λαϊκό κόσμο.