Το ιστορικό αρχέτυπο της γυναίκας κατασκόπου είναι η Μάτα Χάρι, η ολλανδή εταίρα που κατηγορήθηκε ότι συγκέντρωνε πληροφορίες για τους Γερμανούς στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εκτελέστηκε τελικά από τους Γάλλους.

Ηδη από το 1945, βέβαια, ο βρετανός αρχικατάσκοπος Μάξγουελ Νάιτ – λέγεται πως ήταν το πρότυπο πάνω στο οποίο έπλασε ο Ιαν Φλέμινγκ τον χαρακτήρα του «Μ», του αρχηγού της MI6, στη σειρά κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων του Τζέιμς Μποντ – δήλωνε πεπεισμένος πως «περισσότερες πληροφορίες έχουν αποκτηθεί από γυναίκες πράκτορες με το να μένουν μακριά από την αγκαλιά ενός άνδρα παρά με το να βυθίζονται υπερβολικά πρόθυμα σε αυτήν». Οι κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του Φλέμινγκ, ωστόσο, έκαναν διάσημα μία ολόκληρη σειρά από «κορίτσια του Μποντ», περισσότερο κατακτήσεις παρά ολοκληρωμένα ανθρώπινα πλάσματα.

Οσο για τα βιβλία ενός άλλου πρώην κατασκόπου, του Τζον Λε Καρέ, οι γυναίκες είναι συνήθως σε αυτά σειρήνες που ασκούν έναν ισχυρό σεξουαλικό έλεγχο στους άνδρες πρωταγωνιστές, λίγα πράγματα έχουν όμως να πουν για τον εαυτό τους.

Το πλήθος των κλισέ

Είναι, με δυο λόγια, πολλά τα κλισέ που συνοδεύουν τις γυναίκες κατασκόπους, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στη φαντασία ή τη μυθοπλασία. Στους κόλπους των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών, της ΜΙ6 ή και της ΜΙ5, παρότι απέδειξαν και τα ταλέντα και το θάρρος τους στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γυναίκες περιορίζονταν κατά κανόνα σε υποδεέστερους ρόλους και δεν άρχισαν να στρατολογούνται συστηματικά παρά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει, σε κάποιον βαθμό. Ενα 47% των εργαζομένων, σήμερα, στην MI5 και ένα 37% των εργαζόμενων στην MI6 είναι γυναίκες.

Και για πρώτη φορά στην ιστορία της τελευταίας, οι τρεις στους τέσσερις γενικούς διευθυντές είναι γυναίκες. Η δημοσιογράφος των «Financial Times» Χέλεν Γουόρελ πέρασε έξι μήνες παίρνοντας συνεντεύξεις από αυτές τις τρεις αρχικατασκόπους, θέλοντας να μάθει πώς έφτασαν (σχεδόν) στην κορυφή (και οι τέσσερις αναφέρονται στον επικεφαλής, που είναι γνωστός ως «C») σε έναν παραδοσιακά ανδροκρατούμενο κόσμο και να καταλάβει πώς είναι πραγματικά η ζωή μίας κατασκόπου.

Δεν είναι ανδρικό παιχνίδι

Είναι η πρώτη φορά που γυναίκες αξιωματούχοι της MI6, ή SIS (Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), μιλούν επίσημα, έστω και με αλλαγμένα τα ονόματά τους και πολλές ακόμα λεπτομέρειες, για λόγους προστασίας των ίδιων και των πηγών με τις οποίες δουλεύουν. Συμφώνησαν να το κάνουν αφενός προκειμένου να ενθαρρύνουν και άλλες γυναίκες να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο, αφετέρου για να διορθώσουν την εικόνα της κατασκοπίας ως «ανδρικού παιχνιδιού». Και οι τρεις άλλωστε συμφωνούν στο εξής: οι γυναίκες συχνά γίνονται οι καλύτεροι κατάσκοποι. Αλλωστε οι βασικοί αντίπαλοι της Βρετανίας σήμερα – η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα – είναι κατασταλτικές κοινωνίες με λίγες γυναίκες σε θέσεις εξουσίας. Και για τη γυναίκα κατάσκοπο αυτή η αδυναμία στον εχθρό είναι εκμεταλλεύσιμη. Ακριβώς επειδή παραβλέπονται ή υποτιμούνται, οι γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να γίνουν οι καλύτεροι 007.

Κάθι, Ρεμπέκα, Εϊντα

Η «Κάθι» είναι διευθύντρια επιχειρήσεων στην MI6, η «Ρεμπέκα» είναι η υπαρχηγός του «C» και υπεύθυνη στρατηγικής, και η «Εϊντα» είναι επικεφαλής τεχνολογίας – ή «Q», από τον φλεγματικό επιστήμονα-πράκτορα των ταινιών «Τζέιμς Μποντ» που σχεδιάζει τα αυτοκίνητα που πετάνε, τα ρολόγια που πυροβολούν, τα παπούτσια που μαχαιρώνουν κ.ο.κ.

«Μην ανησυχείς, δεν θα χρειαστεί να πυροβολείς ή να πηδάς από ελικόπτερα. Δεν ψάχνουμε για Τζέιμς Μποντ εδώ» είπε στην Κάθι ο πρώτος άνθρωπος που της πήρε συνέντευξη στο αρχηγείο της SIS πριν από τρεις δεκαετίες, ενώ αναρωτιόταν αν αυτή, μία διδάκτωρ Λογοτεχνίας που ήθελε πάντα να γίνει πρεσβευτής, έκανε για τη δουλειά. Στη συνέχεια βέβαια την έστειλαν σε μία πολεμική ζώνη να δουλέψει στο πλευρό του στρατού και εκπαιδεύτηκε στον χειρισμό όπλων για λόγους αυτοάμυνας. Γύρισε όλο τον κόσμο πριν επιστρέψει στην έδρα της MI6, ακόμα και σήμερα, ωστόσο οι περισσότεροι στενοί της φίλοι νομίζουν ότι κάνει μία πάρα πολύ βαρετή δουλειά στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών – μόνο η στενή οικογένεια σου επιτρέπεται να γνωρίζει τον πραγματικό σου εργοδότη, και αυτή ακόμα δεν επιτρέπεται να γνωρίζει τίποτα για τις καθημερινές σου δραστηριότητες.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ

«Εχω ζήσει φριχτές μέρες, αλλά ούτε μία βαρετή»

Οι τρεις γυναίκες περιγράφουν τρεις πολύ διαφορετικές πορείες. Η Εϊντα ονειρευόταν να γίνει κατάσκοπος από μικρό παιδί, ενώ η Ρεμπέκα λέει πως εκείνο που την τράβηξε στην MI6 ήταν η περιέργειά της για τους ανθρώπους, η ψυχολογία του όλου πράγματος, το γεγονός ότι καλείσαι να γεφυρώσεις πολιτισμικές διαφορές και να πείσεις ξένους να σου πουν πράγματα που δεν θα έλεγαν σε έναν διπλωμάτη, και όχι το θέατρο, η εξαπάτηση, οι μεταμφιέσεις – θεωρεί μάλιστα την έμφαση που δίνεται σε αυτά τα τελευταία στις κατασκοπευτικές ταινίες «τόσο βαρετή… η πραγματικότητα είναι ένα εκατομμύριο φορές πιο ενδιαφέρουσα!» λέει. Με τους (τις) κατασκόπους, βέβαια, τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα είναι εκείνα που δεν σου λένε – τα ρίσκα που έχουν πάρει, οι κίνδυνοι που αντιμετώπισαν, οι ηθικοί συμβιβασμοί που έχουν κάνει, οι επιχειρήσεις για τις οποίες είναι περισσότερο ή λιγότερο υπερήφανες. Πολλές επιτυχημένες κατάσκοποι, πληροφορήθηκε η αρθρογράφος των «Financial Times», είναι single. Αλλες παλεύουν να ισορροπήσουν τις απαιτήσεις μιας ζωής στο εξωτερικό με τις καριέρες των συντρόφων τους και τη μόρφωση των παιδιών τους. Ακόμα και αν οι γυναίκες γίνονται άριστες κατάσκοποι, αναρωτιέται η Χέλεν Γουόρελ, πόσες θα ήθελαν να κάνουν αυτή τη δουλειά; Σίγουρα δεν είναι μια δουλειά για όλες, όπως δεν είναι και μια δουλειά για όλους. «Εχω ζήσει φριχτές μέρες» της είπε η Ρεμπέκα, «αλλά δεν έχω ζήσει ούτε μία βαρετή μέρα».