Η Αριάδνη Βοζάνη συνδυάζει τη θεωρία της αρχιτεκτονικής με την πράξη, αντιμετωπίζοντας τη θεατρικότητα του χώρου μέσα στον οποίο σχεδιάζει. Διδάσκουσα στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, συγγραφέας άρθρων για το χτισμένο περιβάλλον, συμμετείχε στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την ανάπλαση της πλατείας Αριστοτέλους και η μελέτη των συνεργατών της κέρδισε το πρώτο βραβείο. Απαιτητική με τον εαυτό της για παραγωγή ιδεών και έργων, πίνει τον γαλλικό καφέ της στο αστικό πράσινο περιβάλλον ενός κεντρικού αθηναϊκού δρόμου ετοιμάζοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες για επιστροφή στη γενέτειρά της. Επιθυμία της να δώσει με το έργο της έναν καθρέφτη στη Θεσσαλονίκη.
Υστερα από πολύ καιρό ξεκινά ένα έργο αρχιτεκτονικής υπαίθριου δημόσιου χώρου μεγάλης σχετικά κλίμακας αλλά και σημασίας.
Είμαστε ακόμη στη διαδικασία ανάθεσης της μελέτης μετά την αποστολή των 140 εγγράφων που απαιτεί η νομοθεσία (!), αλλά ελπίζω να ξεκινήσουμε τη μελέτη σύντομα. Πρόκειται για ένα έργο που θέλω να του αφιερωθώ με όλες μου τις δυνάμεις. Εναν μοναδικό δημόσιο χώρο του κέντρου της Θεσσαλονίκης που περιλαμβάνει την πλατεία Αριστοτέλους και τον ομώνυμο άξονα που εκκινεί από την οδό Εγνατίας. Πολυαγαπημένο τμήμα της πόλης, φορτισμένο με παιδικές μνήμες, καθώς γεννήθηκα εκεί κι έπαιζα καθημερινά στην πλατεία. Αποφάσισα να λαβώ μέρος στον διαγωνισμό με βασική επιθυμία να μην αλλάξει ριζικά ο χαρακτήρας της περιοχής αλλά να αναδειχθούν τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Πάνω από όλα να μην αλλοιωθεί αυτή η καταπληκτική σχέση που έχει τόσο η πλατεία όσο και ο άξονας περιπάτου με το απόλυτο θέαμα προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού.
Πώς ήταν η εμπειρία της συμμετοχής σε έναν τόσο σημαντικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό στη διάρκεια της πανδημίας;
Ηταν απαιτητικός διαγωνισμός με πολλά παραδοτέα, μεταξύ των οποίων και βίντεο της πρότασης, κάτι που δυσκόλεψε όλους τους συμμετέχοντες, πιστεύω. Λόγω πανδημίας δουλέψαμε με τους συνεργάτες μου Εβίτα Φανού, Ντορέτ Παναγιωτοπούλου, Γρηγόρη Βουτουφιανάκη, Γιώργο Ρέτσο σχεδόν εξ ολοκλήρου διαδικτυακά. Μια πρωτοφανής εμπειρία για αρχιτέκτονες. Το ότι μας ψήφισε ομόφωνα επταμελής επιτροπή για το πρώτο βραβείο ήταν μεγάλη τιμή και έκπληξη. Είναι απογοητευτικό όμως ότι έχει μειωθεί το ενδιαφέρον των συναδέλφων για τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς τα τελευταία χρόνια, ακόμη κι όταν αφορούν μεγάλης σημασίας και προϋπολογισμού έργα. Στον διαγωνισμό της Αριστοτέλους κατατέθηκαν δεκατέσσερις συμμετοχές, ενώ στον πρόσφατο διαγωνισμό ανάπλασης δημόσιων χώρων του Δήμου Ψυχικού λιγότερες από δέκα! Μοιάζει να απαξιώνεται στην Ελλάδα ο πιο έγκυρος διεθνώς θεσμός για την παραγωγή δημόσιας αρχιτεκτονικής και είναι βέβαια ερμηνεύσιμο. Γιατί πέρα από τις παθογένειες της διαδικασίας που οφείλει να αντιμετωπίσει η πολιτεία, η ανάθεση των μελετών και η υλοποίηση των έργων είναι εξαιρετικά αμφίβολες στη χώρα μας. Είναι πολύ σημαντικό να υλοποιούνται τα βραβευμένα έργα, χωρίς «έξωθεν» αλλοιώσεις της μελέτης και με ποιοτικές και άρτιες κατασκευές.
Ο κορωνοϊός χτύπησε το καμπανάκι και έδειξε ότι επείγει ο επανασχεδιασμός του δημόσιου χώρου;
Στη διάρκεια της πανδημίας έγιναν πολλές συζητήσεις διεθνώς σχετικά με την αξία του αστικού σχεδιασμού και τη σημασία του δημόσιου χώρου για τη ζωή μας. Πρόκειται για τον κοινό μας τόπο συνεύρεσης. Εκεί πρέπει να πέσει όλη η φροντίδα μας. Στα μαθήματά μου στο ΕΜΠ τον αποκαλώ Σκηνή της Πόλης, όπου όλοι μας παίζουμε τον διπλό ρόλο του θεατή και «υποκριτή» ταυτόχρονα, υφαίνοντας σχέσεις. Με δεδομένες τις νέες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής, πρέπει όμως να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που σχεδιάζουμε. Ενας ικανός και βιώσιμος περιβαλλοντικά σχεδιασμός προσκαλεί τον κόσμο στους υπαίθριους δημόσιους χώρους. Η αρχιτεκτονική είναι σημαντική παράμετρος στην επιθυμία μας να τους επισκεφτούμε, να τους κατοικίσουμε.
Τι θέση έχει η «αισθητική» του δημόσιου χώρου στη νέα συζήτηση;
Θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική. Στην αισθητική ωστόσο ασκούμαστε μέσω των παραστάσεων που έχουμε από την ευρύτερη παιδεία και το περιβάλλον μας. Επομένως τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, του δημόσιου χώρου εν προκειμένω, διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις μας περί «αισθητικής». Στην περίπτωση της Αριστοτέλους διατυπώθηκε η άποψη ότι ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ήταν περιττός κι ότι θα αρκούσαν βελτιωτικές μικροεπεμβάσεις και επισκευές από την τεχνική υπηρεσία του δήμου για την αναβάθμισή του. Τη μετράω αυτήν την άποψη, δεν θεωρώ ότι είναι εντελώς άτοπη, αν και μιλάμε για την πιο εμβληματική πλατεία των Βαλκανίων. Είναι σημαντικό όμως να κατανοήσουμε γιατί υπάρχουν πολίτες που «αντιστέκονται» σε μια αλλαγή στον δημόσιο χώρο και την οικονομική επένδυση που συνεπάγεται. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο πέραν της οικονομικής παραμέτρου. Γιατί σε τόπους που έχουν εγγραφεί τόσο έντονα στη συλλογική και ατομική μνήμη είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτές νέες χειρονομίες και ανατροπές. Ενας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός από τη φύση του «προσκαλεί» μια ευρύτερη αναθεώρηση του χώρου. Χρειάζεται μεγάλη λεπτότητα χειρισμών ώστε να αναδειχτεί ως ένας σύγχρονος δημόσιος χώρος του 21ου αιώνα, χωρίς να πληγωθεί η βιωμένη μνήμη της πόλης, που στη διάρκεια της Ιστορίας έχει βέβαια δεχτεί μεγάλες αλλαγές στον ιστό της. Η δε αποτίμηση του νέου σχεδιασμού απαιτεί χρόνο.
Η πλατεία Αριστοτέλους έχει επιβιώσει μέσα στον χρόνο, μένοντας αλώβητη;
Η πλατεία αποτελεί μέρος του σχεδιασμού του Εμπράρ μετά την πυρκαγιά της πόλης το 1917. Στη μορφή που λίγο – πολύ έχει σήμερα βρίσκεται από τη δεκαετία του 1960 με την ανέγερση και των τελευταίων κτιρίων που την ορίζουν. Πρόκειται δηλαδή για σχετικά «νέα» πλατεία. Αυτό που έχει σημασία είναι η ευρωπαϊκής αντίληψης συνέχεια των όψεων των κτιρίων που ορίζουν τον δημόσιο αυτό χώρο τόσο στον άξονα όσο και στην πλατεία. Σπάνια περίπτωση σε ελληνική πόλη.
Πώς μέσα από αυτές τις λεπτές «βελονιές», τα «νήματα» της πρότασής σας, επιχειρείτε να απαντήσετε στη νέα της μορφή τον 21ο αιώνα;
Στο επίκεντρο της πρότασης βρίσκονται οι δυνατότητες μεταβλητότητας, μεταμόρφωσης του χώρου μέσω του υδάτινου στοιχείου και της φύτευσης. Ο σχεδιασμός επιχειρεί να αναδείξει την πλατεία τόσο συμβολικά όσο και κυριολεκτικά σε καθρέφτη της πόλης, που ανακλά διαφορετικές εκδοχές της ανάλογα με την εποχή, την ώρα και τις δράσεις που υποδέχεται. Αντιληφθήκαμε την οδό Αριστοτέλους ως την κεντρική αρτηρία προβολής της σύγχρονης μητροπολιτικής ζωής της Θεσσαλονίκης αλλά και ως περιοχή διασύνδεσης με τη νεότερη ιστορία της. Η ενσωμάτωση ιχνών του αστικού ιστού προ της πυρκαγιάς του 1917 λειτουργεί στη δαπεδόστρωση ως υπόμνηση μέρους της ιστορίας της πόλης που έχει «σβηστεί».
Η δαπεδόστρωση είναι βασική παράμετρος στον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου;
Θεωρώ πως συνδέεται με το πώς συγκροτείς έναν ρυθμό στον βηματισμό, πώς ορίζεις τις περιοχές – στάσεις, πώς συνομιλείς με τις υλικότητες και τη χρωματική γκάμα των κτιρίων. Εισάγοντας ίχνη από τον προηγούμενο ιστό της πόλης, τα «νήματα μνήμης» προβάλλονται στη δαπεδόστρωση ως επιπλέον «εγγραφή» στον νέο μητροπολιτικό χαρακτήρα του άξονα και της πλατείας. Το δάπεδο είναι ένα υφαντό. Θέλει όμως αρκετή περαιτέρω επεξεργασία το «υφαντό» μας στη διάρκεια της μελέτης που ακολουθεί.
Πώς αποχαιρετάτε το 2022;
Κάθε χρόνο στο αρχιτεκτονικό περιοδικό «ek», όπου έχω αναλάβει διευθύντρια σύνταξης, οργανώνουμε ημερίδα και έκδοση αφιερωμένη σε σημαντικούς αρχιτέκτονες. Φέτος αφορά τον Τάκη Ζενέτο που έφυγε από τη ζωή το 1977, στην ακμή της δημιουργικής του πορείας, αποτελώντας έναν από τους πιο τολμηρούς πρωτοπόρους έλληνες αρχιτέκτονες. Το έργο του, που περιλαμβάνει από κτίρια και πολεοδομικές μελέτες μέχρι σχεδιασμό επίπλων, διακρίνεται για την οραματική του προσέγγιση. Δίνοντας από νωρίς έμφαση στην ηλεκτρονική τεχνολογία, ο Ζενέτος αποτελεί – ίσως – μοναδική περίπτωση πρώιμου εκπροσώπου της ψηφιακής γενιάς αρχιτεκτόνων. Στην εκδήλωση συμμετέχουν έντεκα διακεκριμένοι ομιλητές αρχιτέκτονες, ενώ θα ακουστεί για πρώτη φορά ηχητικό απόσπασμα αδημοσίευτης συνέντευξής του.
Τι σας εντυπωσίασε στο αρχείο του Ζενέτου;
Είναι πολύ κρίσιμο να χρηματοδοτηθούν η οργάνωση και ψηφιοποίηση του πολυτίμου αυτού αρχείου καθώς θα προσφέρει νέες ερμηνείες όχι μόνο του έργου του αλλά και της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ευρύτερα. Περιλαμβάνει φωτογραφίες, λογοτεχνικά βιβλία, επιστημονικά περιοδικά, ζωγραφικά έργα, κατασκευές αντικειμένων, κείμενα και επιστολές. Πάντα με συγκινεί η έρευνα σε ένα αρχείο γιατί είναι σαν να αγγίζεις εκείνον που έχει φύγει. Με συνεπήραν η ευαισθησία και η δύναμη της σκέψης του όπως εκφράζεται μέσα από τα σχέδια, τα γραπτά και κυρίως τις σημειώσεις προς τον εαυτό του. Με αφορμή την έκδοση «Ζενέτος 2022 – Αρχειακό Υλικό και Νέα Κριτικά Δοκίμια» που ετοιμάσαμε με τον Ηλία Κωνσταντόπουλο, το κοινό θα έρθει σε επαφή και με αδημοσίευτο υλικό του έργου του.
Εκτιμάτε ότι το έργο του Ζενέτου μάς δείχνει ακόμη και το πιο μακρινό μέλλον της αρχιτεκτονικής;
Μεταξύ άλλων, είχε συλλάβει και αυτό που τώρα μας απασχολεί ιδιαίτερα: το πολύτιμο έδαφος. Εδινε μεγάλη αξία στη φύση. Η δική του απάντηση ήταν να απελευθερώσουμε κατά το δυνατόν το έδαφος και να αναπτυσσόμαστε στις πόλεις κατακόρυφα. Η πρότασή του για τον εικοσαώροφο ουρανοξύστη – ξενοδοχείο στην Κηφισίας, μια κατακόρυφη «πλακέτα» που ενσωματώνει υποδομές, αποτελεί τον φορέα που υποδέχεται προκατασκευασμένες μονάδες δωματίων. Σε κάποιες από τις σημειώσεις του έγραφε «μη χαθείς στη λεπτομέρεια, κοίταζε τον κόσμο από απόσταση». Νομίζω ότι το εννοούσε τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Η απόσταση δίνει τη δυνατότητα της εποπτείας, της σύλληψης της μεγάλης εικόνας. Τον απασχολούσαν πολύ η προκατασκευή, η τεχνολογική διάσταση και η δυνατότητα μεταβλητότητας του χώρου προκειμένου να παραλάβει νέες χρήσεις ανάλογα με τις μελλοντικές ανάγκες.
Είμαστε τώρα πιο έτοιμοι να υποδεχθούμε την ευφυΐα του;
Νομίζω πως μπορούμε να εκτιμήσουμε διαφορετικά πλέον την ουτοπία του από ό,τι στην εποχή του.