Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι στην καθημερινότητά τους βρίσκονται σε έναν παροξυσμό αναζήτησης της επόμενης μεγάλης ιστορίας με την οποία θα καταπιαστούν. Για την Αν Ρόι, ωστόσο, συγγραφέα και συντάκτρια των νεκρολογιών στο περιοδικό «Economist», το άγχος αυτό δεν υπάρχει. «Ο θάνατος είναι το μόνο σταθερό στη ζωή. Επομένως οι συντάκτες νεκρολογιών θα έχουν πάντα υλικό» αναφέρει η ίδια μιλώντας στο Columbia Journalism Review.
Η 71χρονη Βρετανίδα με διδακτορικό στη Μεσαιωνική Ιστορία από την Οξφόρδη, ξεκίνησε να συνεργάζεται με το περιοδικό το 1976 αφού είχε πάντα ως όνειρο να γίνει δημοσιογράφος. Από το πολιτιστικό τμήμα και το τμήμα των βιβλίων όπου εργαζόταν, βρέθηκε στις νεκρολογίες το 2003 αφού όπως παραδέχεται «διάβαζα ιστορίες νεκρών και τις έβρισκα ενδιαφέρουσες».
Γράμματα θαυμαστών
Στην πορεία των χρόνων έχει γράψει εκατοντάδες κείμενα για πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή αλλά φροντίζει να μην τα υπογράφει. «Μου άρεσε από πάντα η ανωνυμία, ειδικά αφού οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν αν πρόκειται για άνδρα ή για γυναίκα» υποστηρίζει η Ρόι, αν και πλέον το όνομά της έχει συνδεθεί με την εβδομαδιαία στήλη των 1.000 περίπου λέξεων και λαμβάνει αρκετά γράμματα θαυμαστών της.
Προκειμένου να διαλέξει το σε ποιον θα αφιερώσει κάθε εβδομάδα το κείμενό της, έχει φτιάξει ένα δικό της σύστημα που φαίνεται να λειτουργεί περίφημα. Κάθε Δευτέρα πρωί βάζει το ραδιόφωνο ώστε να μάθει ποιος πέθανε ή για ποιον νεκρό μιλούν όλοι. «Αφού ακούσω και διαβάσω, ένα καμπανάκι χτυπάει στο μυαλό μου και ρωτάω τον εαυτό μου αν πρόκειται για μια καλή ιστορία». Μέχρι τις 11 έχει αποφασίσει και ξεκινάει την έρευνά της αφού Τρίτη απόγευμα πρέπει να παραδώσει το γραπτό της. Στις 36 ώρες που μεσολαβούν, η Ρόι φροντίζει να διαβάσει απομνημονεύματα, να δει βίντεο στο Youtube που να αφορούν το συγκεκριμένο πρόσωπο και να τσεκάρει τα social media για δικές του δημοσιεύσεις ώστε να εμπνευστεί από τα λόγια του. Ρίχνει μια ματιά και στο τι έχουν γράψει άλλα μέσα αλλά δεν αφήνει ποτέ τις απόψεις των άλλων να παρέμβουν στις δικές της σκέψεις.
Φόκους στη ζωή
Οταν πλέον στέκεται μπροστά στη λευκή σελίδα του υπολογιστή για να γράψει το κείμενο, αποφεύγει να βάζει τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του προσώπου που έχει επιλέξει σε χρονολογική σειρά. Επίσης, αναφέρεται στις σπουδές, τη δουλειά και την ημερομηνία γέννησής του μόνο αν είναι πραγματικά απαραίτητο. Επίσης, σπάνια εμπλέκει και την αιτία του θανάτου του. «Η εστίαση παραμένει στο πώς έζησαν.
Ποιοι ήταν πριν από τον θάνατο» επιμένει η δημοσιογράφος. Τα αγαπημένα της κείμενα γράφτηκαν για ανθρώπους που δύσκολα θα απασχολούσαν την επικαιρότητα, όπως ένας ιάπωνας χορευτής, ένας κρατούμενος στις φυλακές του Γκουαντάναμο, ένα παιδί-ηθοποιός. Εχει αφιερώσει νεκρολογία της μέχρι και στον Μπένσον το ψάρι, τον «μεγαλύτερο και πιο αγαπημένο κυπρίνο της Βρετανίας». Κάποιες φορές, βέβαια, τα κείμενά της δεν έγιναν δεκτά με θετικά σχόλια, όπως η νεκρολογία του Οσάμα μπιν Λάντεν. Η ίδια περιέγραψε τον αρχηγό της Αλ Κάιντα ως λάτρη των ηλίανθων, που έτρωγε το γιαούρτι του με μέλι και πήγαινε τα παιδιά του στην παραλία για να κοιμηθούν κάτω από τα αστέρια. «Κανένας άνθρωπος δεν είναι εντελώς καλός ή κακός. Και να είναι, του δίνεις το σχοινί και τον αφήνεις να κρεμαστεί. Λες την ιστορία του κι αφήνεις τους αναγνώστες να αποφασίσουν» επιμένει η Ρόι.
Ο κορωνοϊός
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο κορωνοϊός αύξησε σημαντικά τον φόρτο εργασία της. Το να κοιτάζει τον θάνατο στα μάτια καθημερινά είναι εξουθενωτικό και η Ρόι κλαίει κάποιες φορές όταν πρέπει να γράψει για παιδιά. Οταν έφυγε ο άνδρας της από τη ζωή, προτίμησε να φτιάξει ένα αστείο κείμενο για εκείνον. Και όπως όλοι οι δημοσιογράφοι που προνοούν για την ύλη τους, έχει ήδη ετοιμάσει αφιερώματα σε γνωστά πρόσωπα που βρίσκονται κοντά στον θάνατο, τα οποία φρεσκάρει με κάθε ευκαιρία. Ετσι διατηρεί το «νεκροτομείο» της, όπως το αποτελεί, επικαιροποιημένο.