Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας, ζητά την άρση της ασυλίας της Μαρίας Σπυράκη και της Εύας Καϊλή, καθώς ελέγχονται για απάτες εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Μετά την ανακοίνωση αυτή, το EPP ανέφερε πως θα στηρίξει την άρση της ασυλίας της κας Σπυράκη.
Σε συνέντευξη της, η Μαρία Σπυράκη ζητεί την άρση της ασυλίας της και το άμεσο ξεκαθάρισμα της υπόθεσης. Όπως είναι σαφές, το ζήτημα δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το σκάνδαλο διαφθοράς.
«Εγώ ωστόσο δεν επικαλούμαι την ασυλία»
«Πρώην συνεργάτης έχει λάβει ποσό επιδόματος αλλοδαπής ενώ σύμφωνα με το συμβόλαιο έπρεπε να είναι συγκεκριμένες μέρες στο ευρωκοινοβούλιο αλλά απουσίαζε για προσωπικούς λόγους. Το έλαβε ενώ δεν το δικαιούτο. Έχουμε συχνά τέτοιου είδους ανακοινώσεις και πολύ συχνά η πρόταση για άρση ασυλίας απορρίπτεται. Εγώ ωστόσο δεν επικαλούμαι την ασυλία, θέλω να ξεδιαλύνει και να ξεκαθαρίσει η υπόθεση» είπε η Μαρία Σπυράκη.
«Τα χρήματα τα έχει πάρει ο πρώην βοηθός μου, ο ίδιος μπορεί να αποδείξει τα της παρουσίας του. Δεν έχω κανενός είδους συναλλαγή με τον συνεργάτη μου, δεν έχω καμία οικονομική εκκρεμότητα με το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο» ανέφερε η ευρωβουλευτής.
Σε ό,τι με αφορά, δεν έχω καμία ανάμειξη με κανενός είδους σκάνδαλο, ανέφερε η κα Σπυράκη, αναφερόμενη στη σύμπτωση να ζητηθεί η άρση της ασυλίας της ενώ στην κορυφή της επικαιρότητας είναι το σκάνδαλο χρηματισμού στελεχών του ευρωκοινοβουλίου από το Κατάρ, στο οποίο εμπλέκεται η Εύα Καϊλή, για την οποία ζητήθηκε επίσης η άρση της ασυλίας της για ανάλογο ζήτημα.
Γιατί ελέγχεται
Σημειώνεται ότι ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας, ζητά την άρση της ασυλίας της Μαρίας Σπυράκη και της Εύας Καϊλή, καθώς ελέγχονται για απάτες εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ. Από ότι φαίνεται, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν φαίνεται να συνδέεται με το Qatargate, το οποίο έχει οδηγήσει στην σύλληψη της πρώην αντιπροέδρου του Ευρωκοινοβουλίου.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, βάσει ερευνητικής έκθεσης που ελήφθη από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), υπάρχουν υποψίες για απάτη εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ, σε σχέση με τη διαχείριση της κοινοβουλευτικής αποζημίωσης, και ιδίως όσον αφορά την αμοιβή των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών.