Tελικά τι έγινε με την εισβολή που επρόκειτο να πραγματοποιήσει η Τουρκία στη Βόρεια Συρία, την οποία με τόσους τρόπους έχει προαναγγείλει ο πρόεδρος Ερντογάν; Ποιος τη σταματά; Και για ποιους λόγους;
Ο Ερντογάν δεν φαίνεται να έχει παραιτηθεί από τον στόχο του και μόλις χθες ανέφερε ότι ζήτησε τη στήριξη της Ρωσίας και συζήτησε με τον πρόεδρο Πούτιν την ανάληψη κοινών βημάτων στη Βόρεια Συρία. «Ζητήσαμε την υποστήριξη (του Πούτιν) για να λάβουμε κοινές αποφάσεις και ίσως να δράσουμε μαζί στη Βόρεια Συρία», είπε ο τούρκος πρόεδρος μιλώντας σε δημοσιογράφους στην Αγκυρα, τονίζοντας πως η Τουρκία δεν θα ζητήσει την άδεια κανενός.
Είναι όμως πράγματι έτσι η κατάσταση; Στις 20 Νοεμβρίου, κατά παράβαση όλων των διεθνών νόμων, η Τουρκία επιτέθηκε στους Κούρδους της Συρίας με μια μαζική επίθεση της πολεμικής της αεροπορίας, drones και πυροβολικού. Στόχος: να αποτελειώσει αυτούς τους «τρομοκράτες», όπως τους αποκαλεί ο Ερντογάν, στους οποίους – αφού χρειάζεται ένα πρόσχημα – αποδίδει την επίθεση που είχε σημειωθεί λίγες ημέρες νωρίτερα στην Κωνσταντινούπολη. Οι Κούρδοι, γράφει η «Monde», ήταν πάντα προσεκτικοί στο να μην προκαλούν τον ισχυρό γείτονά τους, όπως γνωρίζουν όλες οι κυβερνήσεις. Η αλήθεια είναι ότι εμποδίζουν εδώ και χρόνια τον τουρκικό επεκτατισμό στην περιοχή, πολεμώντας ισλαμιστικές ομάδες που χρησιμοποιούνται από την Αγκυρα. Και ο Ερντογάν δεν το αντέχει αυτό.
Εξακόσια πλήγματα
Το αποτέλεσμα της τουρκικής επίθεσης: περισσότερα από εξακόσια πλήγματα κατά μήκος των συνόρων 800 χιλιομέτρων μεταξύ Συρίας και Τουρκίας. «Οπως και οι Ρώσοι στην Ουκρανία – ο παραλληλισμός δεν πρέπει να μας διαφεύγει -, ο Ερντογάν επιτίθεται κυρίως στις πολιτικές υποδομές των Κούρδων: σιλό σιτηρών, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, σχολεία, νοσοκομεία, τα πάντα», γράφει ο Πατρίς Φρανσεσκί στη γαλλική εφημερίδα.
Μια σύντομη ιστορική υπενθύμιση που αφορά την ασφάλειά μας: από το 2015 και μετά, η υποστήριξη που παρείχε ο διεθνής συνασπισμός στους Κούρδους και τους χριστιανούς και άραβες συμμάχους τους για να νικήσουν το Ισλαμικό Κράτος είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση ενός νικηφόρου πολέμου και τη δημιουργία το 2019 μιας πραγματικής αντιισλαμικής ασπίδας στη Βόρεια Συρία, σε μια περιοχή τετραπλάσια από το μέγεθος του Λιβάνου – κάτι που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Ο Ερντογάν δεν μπορούσε να το ανεχθεί αυτό. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι Κούρδοι, παρά τις βαριές απώλειες – 36.000 νεκροί και τραυματίες -, είχαν εγκαθιδρύσει ένα de facto κράτος, όπου μια πολιτική επανάσταση αναδύθηκε από τη μήτρα της δυτικής σκέψης: δημοκρατία, ισότητα των φύλων, κοσμικότητα, σεβασμός των μειονοτήτων.
Ο Ντόναλντ Τραμπ
Τον Οκτώβριο του 2019, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχε συναινέσει στην κατάληψη του κεντρικού τμήματος του συριακού Κουρδιστάν από τους Τούρκους. Αυτή ήταν η τρίτη φορά που οι δυτικοί σύμμαχοι των Κούρδων ενέδωσαν στις τουρκικές πιέσεις και «επέτρεψαν» στον Ερντογάν να εισβάλει στρατιωτικά στη χώρα τους. Το 2016, του είχαν παραχωρήσει την περιοχή Σάμπα και το 2018 την περιοχή Αφρίν, όπου εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα μια τρομακτική εθνοκάθαρση που δεν συγκινεί σχεδόν κανέναν.
Εκτοτε, η κουρδική αντιισλαμική ασπίδα, η οποία κόπηκε από τρεις περιφέρειες, είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Οι τουρκικές υπηρεσίες, σημειώνει ο Φρανσεσκί, αναβιώνουν τους αδρανείς πυρήνες του Ισλαμικού Κράτους, κινητοποιώντας τους τζιχαντιστές που δεν κρύβουν πλέον την επιθυμία τους για εκδίκηση. Περιμένουν την τουρκική εισβολή με ελπίδα.
Μακρόν και Μπάιντεν
Γιατί λοιπόν ο Ερντογάν δεν έχει εισβάλει ακόμα στο συριακό Κουρδιστάν; Αυτή είναι η σωστή ερώτηση αυτή τη στιγμή. Θεωρητικά, έχει να κατακτήσει έναν εύκολο τακτικό στόχο, καθώς πρόκειται για μια πεδιάδα την οποία δύσκολα μπορούν να υπερασπιστούν οι Κούρδοι, οι οποίοι παρά την τρομερή αποτελεσματικότητα του πεζικού τους στερούνται παντελώς βαρέων όπλων. Επιπλέον, η Τουρκία έχει πολλά πλεονεκτήματα: ως μέλος του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί άμεσα από στρατιωτική άποψη. Εχει καταστεί απαραίτητη στον ρωσοουκρανικό πόλεμο, εμποδίζει την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και συνεχίζει με συνέπεια τον εκβιασμό της Ευρώπης στο Προσφυγικό. Επιπλέον, οι περισσότερες δυτικές χώρες δηλώνουν ντροπιαστικά ότι «κατανοούν τα συμφέροντα ασφαλείας της Τουρκίας», με εξαίρεση – και εδώ είναι που όλα αρχίζουν να βγάζουν νόημα – τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία.
Εμανουέλ Μακρόν και Τζο Μπάιντεν μαζί αποφάσισαν να αντισταθούν στον Ερντογάν. Στα παρασκήνια, ηγούνται μιας πραγματικής αναμέτρησης με τον τούρκο πρόεδρο για να τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει την επίγεια εισβολή, χρησιμοποιώντας όλα τα δυνατά αντίποινα.
Το αποτέλεσμα αυτής της ισορροπίας δυνάμεων θα έχει, όπως και με τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθοριστική σημασία για τις προκλήσεις ασφαλείας που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Ολα τα κράτη με αυταρχικά καθεστώτα παρατηρούν αυτή την αναμέτρηση. Ποιος έχει την πιο ισχυρή θέληση; Θα βγουν πολλά συμπεράσματα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον και άλλοι αυταρχικοί ηγέτες πέραν του Ερντογάν.