«Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού, υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα», είπε με δάκρυα στα μάτια καταθέτοντας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι η Ανδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε τον γιο της, τους γονείς και τον αδερφό της οι οποίοι απανθρακώθηκαν.
Και κατά σημερινή διαδικασία στη δίκη οι μαρτυρίες ήταν καθηλωτικές. Υπήρχαν μάλιστα πολλές στιγμές που μέσα στην αίθουσα του Εφετείου όπου εκδικάζεται η υπόθεση δεν ακούγονταν ούτε μια ανάσα. Και μετά μόνο «σιωπηλοί» λυγμοί από ανθρώπους που έχασαν τα πάντα και ζητούν απόδοση δικαιοσύνης για τόσες ψυχές που χάθηκαν άδικα.
Η κυρία Καλεγιαννάκου όπως είπε την ώρα της φωτιάς βρισκόταν στη δουλειά της και όπως έμαθε την οικογένειά της η φωτιά την βρήκε στον ύπνο. «Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου Γιάννη φωτιά. Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα..», είπε η μάρτυρας η οποία έκτοτε δεν είχε καμία επικοινωνία και μόλις στις έντεκα και μισή το βράδυ κατάφερε να πείσει τις Αρχές να περάσει τη διασταύρωση. «Την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει.
Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα έδωσα τα ονόματα τους.
Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού.
Στον βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου, τους γονείς μου και τον αδερφό μου.
Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί, είπε κλαίγοντας η μάρτυρας.
Το μεγάλο γιατί για τη μάρτυρα είναι γιατί «στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός.
Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στην βάρδια της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή τουλάχιστον ας μην μιλάνε πρόσθεσε η μάρτυρας λίγο πριν παραδώσει τη σκυτάλη στο στον πατέρα του παιδιού της Αναστάσιο Αλεξόπουλο.
«Δούλευα στην Αγγλία και γύρισα. Είχα ένα γιο. Εγω ήμουν χαρούμενος που ζούσαμε εκεί γιατί ήταν ένα περιβάλλον μακριά από τον αστικό ιστό. Περίμενα να μεγαλώσει ο γιος του και χαιρόμουν» είπε ο μάρτυρας στο ξεκίνημα της κατάθεσης του.
Και εκείνος και η γυναίκα του βρισκόταν στις δουλειές τους αλλά ακούγοντας για τη φωτιά δεν πήγε το μυαλό του στο κακό.
«Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο… Είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα. Πού ζούμε;» σκέφτηκα.
Και την επόμενη μέρα που πήγε στο Μάτι αντίκρισε σεληνιακό τοπίο. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα… Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό… Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν για να δώσουμε DNA και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη» είπε ο μάρτυρας επισημαίνοντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια;
Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; είπε ο κ. Αλεξόπουλος αποχωρώντας από το βήμα περιμένοντας τη δικαιοσύνη να δώσει απάντηση με την απόφαση της.
Με δακρυσμένα μάτια ήταν πολλοί στο ακροατήριο την ώρα που της κατάθεσης της Μαρίας Αβραμίδου η οποία έχασε την αδερφή της, το γαμπρό της, τον ανιψιό και τη μητέρα της, ενώ εκείνη και η κόρη της ζουν από θαύμα καθώς έφυγαν λίγο πριν φτάσει η φωτιά στο Μάτι γιατί είχαν προγραμματισμένη υποχρέωση στην Αθήνα.
«Είμαστε στο σπίτι στο Μάτι»
Κάποια στιγμή εγώ το απόγευμα θα έφευγα να πάω σε μια εκδήλωση γύρω στις επτά. Η μητέρα μου και αδερφή μου μου λένε αφού θα φύγεις δεν ξεκινάς νωρίτερα μην κλείσει ο δρόμος λόγω της φωτιάς στην Καλλιτεχνούπολη.
Τελικά στις έξι παρά πέντε πήρα την κόρη μου να φύγουμε. Βγήκα Μαραθώνος με κατεύθυνση στη Αθήνα. Είδα καπνό και δύο υδροφόρες παρκαρισμένες.
Είπα στην κόρη μου να πάρει τη μητέρα μου και να τους πει να φύγουν και εκείνοι. Δεν άκουσα σειρήνες, δεν είδα αστυνομία τίποτα… Η κόρη μου πήρε τη γιαγιά για να φύγουν και εκείνη την ώρα όντως ξεκίνησαν να φύγουν.
Στις έξι και τέταρτο μίλησα με την αδερφή μου και ήταν σε απόλυτο πανικό. Εκλαιγε. Φοβόταν να μην καεί το σπίτι μας. Μπήκαν στα αυτοκίνητα. Εγκλωβίστηκαν γιατί είχαν μπλοκάρει τα αυτοκίνητα.
Στο τελευταίο τηλεφώνημα η μητέρα μου μου είπε ότι είδε μπροστά της φλόγες. Πίστεψα ότι ήταν υπερβολή», είπε και έκτοτε δεν ξαναμίλησε μαζί τους. Στη συνέχεια όταν άκουσε ότι κάποιοι έφταναν με βάρκες στο λιμάνι της Ραφήνας κατευθύνθηκε προς τα εκεί για να τους βρει πάει ο τας μάλιστα μπουρνούζια και πετσέτες γιατί νόμιζε ότι θα ήταν βρεγμένοι… Έφτασα στο λιμάνι.
Ετρεχα από τη μια αποβάθρα στη άλλη προσπαθώντας να τους βρω. Κάποια στιγμή βλέπω έναν γνωστό και μου είπε είναι πολλοί νεκροί πίσω. Εκει μου κόπηκαν τα γόνατα .Ήταν πολύς κόσμος στο λιμάνι της Ραφήνας για να βρουν τους ανθρώπους τους. Γύρω στις πέντε το πρωί ήρθαν τελευταίες βάρκες με τουρίστες. Τελικά. Τους δηλώσαμε αγνοούμενους». Τις επόμενες μέρες ζούσε με την αγωνία να μάθει κάποιο νέο… αφού πήγε και έσωσε δείγμα δείγμα DNA στο Γουδή. Η επόμενη σκηνή συγκλόνισε τους πάντες όταν η μάρτυρας αναφερόμενη στον ανιψιό της που ήταν στην Κρήτη και επέστρεψε άμεσα κάποια στιγμή «πήρε έναν αναπτήρα να κάψει το πόδι του.. Του λέω τι πας να κάνεις; Τίποτα… Να δω πως έχουν νιώσει», συνέχισε η μάρτυρας με δάκρυα στα μάτια
Και μετά ήρθε η επίσημη ενημέρωση ότι «ταυτοποιήθηκαν και οι τέσσερις και να πάμε να παραλάβουμε ό,τι είχε απομείνει από εκείνους στο Σχιστό. Δεν βρήκαμε τέσσερις τάφους. Από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε χωρίς την οικογένειά μας».
«Μέχρι τότε ένιωθα ότι ζω σε ένα κράτος που ήταν κοντά μας αλλά εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε κανείς. Δεν θα ήθελα να κατηγορηθεί κάποιος αθώος. Αυτό που νιώθω σαν απλή δικαίωση είναι κάποιος που δεν έκανε καλά τη δουλειά του ,αυτός για όλες τις ψυχές που χάθηκαν θα ήθελα να αποδοθεί δικαιοσύνη». Δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι Είμαστε ζωντανοί νεκροί. Εχει αλλάξει η ζωή μας. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι τους αβοήθητοι. Εγώ με την κόρη μου κατά τύχη ζω» είπε η μάρτυρας έχοντας ολοκληρώσει το δικό της κατηγορώ.
Με την παρουσία φίλων του κατέθεσε ο Δημήτρης Κατσουλάκης ο οποίος έχασε τους γονείς τον αδερφό του και τη γιαγιά του. Οταν μάλιστα μπήκε στην αίθουσα όλοι σηκώθηκαν όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού για το πένθος του.
«Εκείνες τις μέρες είχα πάει στη Κρήτη. Από τύχη δεν ήμουν εδώ. Μου είπε ο αδερφός μου για τη φωτιά αλλά ότι όλα ήταν μια χαρά. Κατά τις έξι δεν απαντούσαν τα κινητά γονιών μου. Τα ξημερώματα πήρα τηλέφωνα από τη θεία μου να ανέβω Αθήνα γιατί η οικογένεια μου αγνοείται. Αποφασίσαμε να πάμε όλοι μαζί το Μάτι. Ηταν σαν να έχει πέσει βόμβα. Ξεκινάμε να ψάχνουμε. Μετά από πολύ ώρα περπάτημα βρήκα τα αυτοκίνητα τους που δεν είχαν καεί. Εκεί είπα ότι μπορεί να υπάρχει μια ελπίδα να τους βρούμε. Χωριστήκαμε σε ομάδες και πηγαίναμε σε νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε τίποτα. Μετά χρειάστηκε να δώσουμε DNA. Ακολούθησε ένα κακό εξαήμερο στη ζωή μου. Μετά μας ειδοποίησαν και ήρθε ένα χαρτί στο σπίτι που έγραφε ολική απανθράκωση. Δεν είδαμε τίποτα. Κάναμε την κηδεία. Επρεπε να αποδεχθώ το γεγονός. Δεν είχα άλλη επιλογή. Αν δεν είχα την εκδήλωση δεν θα ήμουν εδώ τώρα θα ήμουν και εγώ μαζί τους . Δεν υπήρχε κανένας εκεί. Είχαν κλείσει τους δρόμους και εγκλωβίστηκαν» είπε ο μάρτυρας περιγράφοντας την ημέρα που άλλαξε για πάντα τη ζωή του.
Αποζημίωση 300.000 ευρώ
Την ευθύνη του ελληνικού Δημοσίου για καταβολή χρηματικής αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς θύματος της φωτιάς στο Νέο Βουτζά αναγνώρισε σε απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Συνολικά το Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλει 300.000 ευρώ στους πέντε ενάγοντες για το θάνατο 77χρονης συγγενούς τους στο Νέο Βουτζά.