Συμμετέχουν και οι δύο στην πολυαναμενόμενη συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την Οπερα Λα Μονέ των Βρυξελλών: «Τα παραμύθια του Χόφμαν», σε σύνθεση του Ζακ Οφενμπαχ, με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Κρίστοφ Βαρλικόφσκι. Εξελίσσοντας την προσωπική του οπτική, «διαβάζει» την ιστορία της όπερας μέσα από το πρίσμα της έβδομης τέχνης, με επιρροές από κινηματογραφικά έργα όπως τα «Ενα αστέρι γεννιέται», «Η λάμψη» και «Inland empire». Η χειραφέτηση μιας αινιγματικής γυναίκας, οι απογοητεύσεις ενός σκηνοθέτη σε κρίση, οι εξαρτήσεις του, τα υποκειμενικά του παραληρήματα – όλα προσφέρονται για μια εξερεύνηση του μυστηριώδους διαλόγου μεταξύ της ιστορίας και του αφηγητή, του καλλιτέχνη και του έργου του. Η μεσόφωνος Μαίρη-Ελεν Νέζη, που εμφανίζεται στους ρόλους Μούσας και Νικλάους, και ο βαρύτονος Τάσος Αποστόλου, που ενσαρκώνει τέσσερις ρόλους (Λίντορφ, Κοπελιύς, δρ Μιράκλ, Νταπερτούτο) μιλούν στο «Νσυν» ενόψει της πρεμιέρας την ερχόμενη Κυριακή.
– Πώς φανταζόσασταν το σύμπαν του Οφενμπαχ πριν από το ανέβασμα του Βαρλικόφσκι; Πώς συνδέεται πλέον στη δική του εκδοχή;
Τάσος Αποστόλου: Πριν από το ανέβασμα φανταζόμουν την κλασική εκδοχή των «Παραμυθιών», ως κάτι πολύ ονειρικό, που αφορά τη μαγεία, τα ξωτικά, τις σκοτεινές και φωτεινές δυνάμεις ενός παραμυθιού. Η οπτική του Βαρλικόφσκι είναι πιο ανθρώπινη και βαθιά. Απομακρύνεται από το παραμυθένιο κομμάτι και κατευθύνεται στον ανθρώπινο πόνο. Θα έλεγα ότι είναι μια μελέτη της ανθρώπινης μοναξιάς και των παιχνιδιών που γεννά το μυαλό. Σε αυτήν παίρνουμε μέρος. Αρα το ονειρικό κομμάτι του Οφενμπαχ μεταμορφώνεται εδώ σε μια ιστορία εμμονών και νοητικών περιπλανήσεων.
Μαίρη-Ελεν Νέζη: Η σκηνοθεσία του Κρίστοφ Βαρλικόφκι είναι προκλητική, θεατρική, θα έλεγα ασυνήθιστη και έχει αναγνωρίσιμες αναφορές στην 7η τέχνη. Ως τραγουδίστρια της όπερας εδώ καλούμαι να κάνω πράγματα που δεν έχω συνηθίσει, τα οποία όμως στο σινεμά και το θέατρο είναι συνηθισμένα. Οι σκηνικές απαιτήσεις του ρόλου χρειάζονται τόλμη, την οποία προσπάθησα να βρω και χαίρομαι που τελικά τη βρήκα και πλέον απολαμβάνω την ερμηνεία μου. Ο Βαρλικόφσκι σέβεται πολύ τη μουσική και αυτό το θεωρώ σπουδαίο. Ταυτόχρονα σέβεται την προσωπικότητα του κάθε καλλιτέχνη και προσαρμόζει τις ιδέες του σε αυτή. Σου δίνει ένα πλαίσιο για την ερμηνεία σου, αλλά στη συνέχεια σε αφήνει ελεύθερο να εκφραστείς, βάσει των δικών σου εκφραστικών εργαλείων. Αυτό στην αρχή σού προκαλεί αμηχανία, αλλά στη συνέχεια σε κάνει να αισθάνεσαι ασφαλής. Προσωπικά τον εμπιστεύτηκα απόλυτα. Γενικά οι σύγχρονες σκηνοθεσίες που είναι κοντά στο θέατρο έχουν μεγάλες απαιτήσεις που σε κάνουν να ξεφεύγεις από τις αναστολές σου και να επενδύεις και στη σκηνική ερμηνεία του ρόλου. Η συνεργασία με τον Βαρλικόφσκι είναι απολαυστική και παρά το γεγονός ότι η παραγωγή είναι πολύ απαιτητική, θα έλεγα πως δεν κουράστηκα καθόλου.
– Ποιες είναι οι προσωπικές απαιτήσεις για τον ρόλο σας; Τι αισθάνεστε ότι πρέπει να προσέξετε;
Τ.Α.: Στη συγκεκριμένη εκδοχή o μπάσος υποδύεται και τους τέσσερις κακούς του έργου, πράγμα το οποίο δεν είναι καθόλου δεδομένο – συνήθως το ανέβασμα προϋποθέτει διαφορετικούς ερμηνευτές. Αυτό, εκ των πραγμάτων, απαιτεί πολλές απαιτήσεις, καθώς πρέπει να κινηθείς σε μια ευρεία φωνητική έκταση και να τραγουδήσεις διαφορετικά «είδη», κατά κάποιον τρόπο. Μόλις μελετηθεί και ξεπεραστεί αυτό το κομμάτι – χωρίς να συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο, πάντως -, ξαναγυρνάμε σε κάτι βασικό: έχουμε τις διαφορετικές πλευρές του ίδιου χαρακτήρα και πρέπει να καταφέρεις να τις αποδώσεις. Η πρόκληση, όμως, αυτή ήταν την ίδια στιγμή και το ευχάριστο στοιχείο της παραγωγής. Οτι, δηλαδή, εργάστηκα σε θεατρικό επίπεδο.
Μ-Ε.Ν.: Ο ρόλος μου στα «Παραμύθια του Χόφμαν» είναι ιδανικός για τη φωνή μου από μουσικής απόψεως και δεν σας κρύβω ότι είναι ιδιαιτέρως απολαυστικό το να τον ερμηνεύω. Πρόκειται για τον ρόλο της Μούσας, η οποία μεταμφιέζεται σε Νικλάους, για να βρίσκεται συνέχεια δίπλα στον ποιητή Χόφμαν, τον οποίο στη σκηνοθετική εκδοχή του Βαρλικόφσκι τον βλέπουμε ως έναν σκηνοθέτη του κινηματογράφου που έχει χάσει την έμπνευσή του και αυτοκαταστρέφεται. Μέσα από τον Χόφμαν ο Βαρλικόφσκι θέλει να εκφράσει την αγωνία του καλλιτέχνη.
– Ποια στιγμή ή σκηνή «ξεκλειδώνει» κατά κάποιον τρόπο την ατμόσφαιρα και το βάθος του έργου;
Τ.Α.: Το έργο κάνει έναν κύκλο. Ξεκινάει με τον Χόφμαν μόνο του, με τις εμμονές του, και ολοκληρώνεται μέσα στην πέμπτη πράξη, όπου πάλι μένει μόνος του μιλώντας σε μια κάμερα. Είναι ένα κλειδί αυτό για τον άνθρωπο που έχει ζήσει με τις εμμονές και τις πληγές του. Σου αφήνει μια πικρή γεύση, ενώ κατά βάση έχουμε να κάνουμε με μια ευχάριστη αφήγηση και αντίστοιχες σκηνές.
Μ-Ε.Ν.: Η στιγμή που ξεκλειδώνει την ουσία του έργου κατά τη γνώμη μου είναι ο επίλογος, όπου η απογειωτική μουσική κλείνει τον κύκλο του ποιητή Χόφμαν με έναν ιδιαίτερο τρόπο.