Η πορεία του πολέμου στην Ουκρανία δεν ανταποκρίνεται στις αρχικές επιδιώξεις του Πούτιν, καθώς η λεγόμενη ειδική στρατιωτική επιχείρηση έχει μετατραπεί σε έναν πόλεμο φθοράς που διαρκεί ήδη δέκα μήνες χωρίς ορατό τέλος.
Η δυσαρέσκεια πολλών στη Ρωσία για αυτόν τον πόλεμο έχει εκφραστεί από τις πρώτες μέρες της εισβολής καθώς δεν έλειψαν οι μαχητικές διαμαρτυρίες. Η μερική επιστράτευση καθόλου δεν συνοδεύτηκε με πατριωτικό ενθουσιασμό, καθώς νέοι επιχείρησαν να φύγουν από τη χώρα για να μην αναγκαστούν να βρεθούν στο μέτωπο.
Προφανώς οι αντιδράσεις δεν είναι χωρίς κόστος και η κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να τις καταπνίξει ή και να τις εξαφανίσει τόσο με καταστολή όσο και με τον έλεγχο των ΜΜΕ, σε μία χώρα που οι συλλογικές και ατομικές ελευθερίες είναι εδώ και χρόνια περιορισμένες.
Ο Ζελένσκι και οι στρατηγοί του εξηγούν γιατί όλα κρέμονται από μια κλωστή
Η στρατηγική της ακροδεξιάς
Η ακροδεξιά στη Ρωσία τάχθηκε εξαρχής υπέρ του πολέμου κατά της «προδοτικής Ουκρανίας», έχοντας ωστόσο και τις δικές της επιδιώξεις, κάτι που το Κρεμλίνο γνωρίζει καλά και για αυτό φροντίζει να την αξιοποιεί μεν αλλά να την κρατά και σε απόσταση.
Ο βρετανικός ιστότοπος The Spectator ασχολείται, όπως συχνά κάνουν βρετανικά μέσα, με έναν από τους αστέρες της ακροδεξιάς που φαίνεται πως ανεβάζει τους τόνους απέναντι στον Πούτιν στον δημόσιο λόγο, τη στιγμή που άλλες κριτικές είναι από περιορισμένες έως εκτοπισμένες.
Ο συγγραφέας του άρθρου Μαρκ Γκαλεότι, καθηγητής στο University College London (UCL), εκτιμά ότι η κύρια απειλή απέναντι στον Πούτιν είναι η ακροδεξιά. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλοί Ρώσοι εθνικιστές που δεν βλέπουν καθόλου θετικά τον τρόπο με τον οποίο έχουν εξελιχθεί μέχρι τώρα οι ρωσικές πολεμικές επιχειρήσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας.
Κάποιοι από αυτούς τους εθνικιστές βλέπουν «ερασιτεχνισμό, ανικανότητα και διαφθορά» στις τάξεις των ρωσικών δυνάμεων. Ορισμένοι εξ αυτών θεωρούν, δε, ότι τα προβλήματα έχουν ξεκινήσει, επί της ουσίας, από τον ίδιο τον Πούτιν.
Επηρεάζουν στελέχη του στρατού
Σύμφωνα με τον Γκαλεότι η αντίδραση αυτή αποκτά μεγαλύτερη απήχηση καθώς τη συμμερίζονται πρώην και νυν στελέχη των ρωσικών δυνάμεων ασφαλείας, της FSB συμπεριλαμβανομένης.
Κάποιοι από αυτούς τους Ρώσους εθνικιστές δεν διστάζουν, μάλιστα, να διατυπώσουν δημόσια την κριτική τους μέσω των social media, όχι μόνο επικρίνοντας αλλά και σατιρίζοντας τη ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Ο Γκαλεότι αναφέρεται συγκεκριμένα στον Ιγκόρ Γκίρκιν, έναν Ρώσο εθνικιστική, γνωστό με το ψευδώνυμο «Στρέλκοφ», που είχε πρωταγωνιστήσει στις αυτονομιστικές επιχειρήσεις στο Ντονμπάς μετά το 2014. Ο Γκίρκιν έχει μάλιστα καταδικαστεί ερήμην και για την κατάρριψη του Boeing 777 με τους εκατοντάδες επιβάτες που έκανε την πτήση MH17 των Μαλαισιανών Αερογραμμών το 2014.
Η απάντηση του Κρεμλίνου
Ο Γκίρκιν έχει προχωρήσει παραπέρα και επικρίνει δημόσια τον ίδιο τον Πούτιν αλλά και τον Ρώσο υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού.
Ο Γκίρκιν ειρωνεύεται τον Πούτιν όταν τον παρουσιάζει ως «το απαράμιλλο στρατηγικό πλεονέκτημα» της Ρωσίας, ενώ είναι πολύ πιο σκληρός απέναντι στον Σοϊγκού τον οποίο έχει χαρακτηρίσει «κλέφτη» και «ανόητο».
Η στάση του αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητο από το Κρεμλίνο που μέσω του πλέον πιστού υποστηρικτή του, Βλαντίμιρ Σολόβιεφ, έχει περάσει στην αντεπίθεση. Ο Σολόβιεφ, παρουσιαστής του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης επιτέθηκε στον Γκίρκιν ως ψευτοπατριώτη και δειλό που πήγε στον πόλεμο για ένα μήνα και επέστρεψε στην ασφάλειά του γιατί φοβήθηκε.