Από αρκετές απόψεις ο γερουσιαστής από την Πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ Μπομπ Μενέντεζ είναι, ως επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, το πιο υψηλόβαθμο μέλος του Κογκρέσου που έχει τοποθετηθεί υπέρ των θέσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Για την ακρίβεια είναι το μέλος του Κογκρέσου με την πιο συστηματική τοποθέτηση κατά των θέσεων της Τουρκίας. Έχει καταγγείλει κατ’ επανάληψη την τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, έχει πάρει θέση κατά της παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, έχει μιλήσει με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο για τον Ερντογάν και έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι θα μπλοκάρει την πώληση των F-16 που η Τουρκία διεκδικεί επίμονα ως μερικό αντιστάθμισμα για τον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F-35.
Όλα αυτά τα εντάσσει σε ένα συνολικότερο σχήμα που αποτιμά αρνητικά την όλη παρουσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την εξωτερική πολιτική του.
Μια ματιά στις τουρκικές εφημερίδες θα δείξει ουκ ολίγα άρθρα όπου ο Μενέντεζ αντιμετωπίζεται ως ο κατεξοχήν πολιτικός που τοποθετείται απέναντι στα τουρκικά συμφέροντα και υπερασπίζεται τα συμφέροντα χωρών όπως η Ελλάδα και η Αρμενία, μην παραλείποντας να σημειώσουν ότι η νυν σύζυγός του είναι αρμενικής καταγωγής. Ουσιαστικά για τα τουρκικά ΜΜΕ είναι ο πολιτικός που εκπροσωπεί στις ΗΠΑ το ελληνικό και το αρμενικό λόμπι.
Όλα αυτά θα έλεγε κανείς ότι συγκλίνουν στην εικόνα ενός πολιτικού που όντως υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας. Σε αυτό κατατείνει το πώς αντιμετωπίζεται και από την ελληνική διπλωματία, το γεγονός ότι έχει παρασημοφορηθεί από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και έχει τιμηθεί με το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών
Όμως, μικρή σημασία δίνουμε στην συνολική πολιτική του Μενέντεζ.
Ένα «γεράκι» των Δημοκρατικών
Εάν ρίξει κανείς μια ματιά στις θέσεις που έχει πάρει ο Μενέντεζ πάνω σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, θα διαπιστώσει ότι είναι υποστηρικτής μιας αρκετά σκληρής γραμμής απέναντι σε χώρες που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ως εχθρικές.
Για παράδειγμα ο Μενέντεζ είναι από τους πολιτικούς που έχουν ιδιαίτερα σκληρή στάση απέναντι στην Κούβα, διαφωνώντας με εκείνους τους Δημοκρατικούς που υποστηρίζουν μια εξομάλυνση των σχέσεων με την Αβάνα. Μάλιστα, έχει φτάσει μέχρι του σημείου να εισάγει νομοσχέδια που να ζητούν από την Κούβα να εκδώσει στις ΗΠΑ ανθρώπους που ζουν εκεί από δεκαετίες έχοντας λάβει άσυλο, όπως για παράδειγμα την Ασάτα Σακούρ, που ζει εκεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχοντας δραπετεύσει από αμερικανική φυλακή όπου εξέτιε ποινή για συμμετοχή στην ένοπλη οργάνωση Μαύρος Απελευθερωτικός Στρατός.
Ιδιαίτερα σκληρή στάση κρατά ο Μενέντεζ και κατά της Βενεζουέλας, υποστηρίζοντας ότι το «καθεστώς Μαδούρο» έχει κάνει «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και ότι είναι ένα «κράτος-μαφία», διαφοροποιούμενος από την πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Επιθετική είναι η τοποθέτηση του Μενέντεζ και απέναντι στην Ταϊβάν. Νομοθεσία που έχει προτείνει θα αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ταϊβάν και ουσιαστικά θα αποτελέσει σημαντική αλλαγή από τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί η αμερικανική πολιτική πάνω στο θέμα αυτό από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
Άλλωστε, συνολικότερα η θέση του είναι αντικινεζική και αυτό φαίνεται στο πώς επιμένει να αναδεικνύει ζητήματα όπως αυτό της καταπίεσης της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.
Την ίδια στιγμή ο Μενέντεζ δεν είναι κοντά μόνο στις ελληνικές θέσεις, είναι και ένας πάγιος υποστηρικτής των θέσεων του Ισραήλ.
Ο αντιτουρκισμός του Μενέντεζ σε προοπτική
Στη βάση των παραπάνω αναδεικνύεται λίγο καλύτερα σε τι πλαίσιο εντάσσονται οι θέσεις του Μενέντεζ απέναντι στην Τουρκία.
Ο Μενέντεζ εκπροσωπεί μια συγκεκριμένη γραμμή σε σχέση με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Είναι μια γραμμή επιθετική απέναντι στα λεγόμενα «αυταρχικά καθεστώτα» (Ρωσία, Κίνα, Ιράν), με μεγάλη έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα σε σχέση με αυτά, που συνδυάζεται με πιο «παραδοσιακές» τοποθετήσεις όπως είναι η υποστήριξη στο Ισραήλ και η πολύ σκληρή στάση απέναντι στα καθεστώτα στη Λατινική Αμερική που θεωρούνται «αντιαμερικανικά».
Η τοποθέτησή του απέναντι στην Τουρκία εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, αλλά και εκπροσωπεί ένα κομμάτι του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ που βλέπει με ιδιαίτερη επιφύλαξη τις επιλογές του Ερντογάν.
Το κομμάτι αυτό, που είναι συνάμα και έντονα αντιρωσικό και εκπροσωπούμενο σε μεγαλύτερο βαθμό από πολιτικούς των Δημοκρατικών (ας μην ξεχνάμε ότι τη «σκληρή γραμμή» απέναντι στη Ρωσία ήδη από το 2014 στελέχη των Δημοκρατιών όπως π.χ. η Νούλαντ επεξεργάστηκαν κατεξοχήν), εκτιμά ότι η κυβέρνηση Ερντογάν είναι σε μια μη αντιστρέψιμη πορεία απομάκρυνσης από τη Δύση και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να βρεθεί στο στόχαστρο.
Το κομμάτι αυτό είχε σταθεί ιδιαίτερα επικριτικά απέναντι στην προσπάθεια του Τραμπ να έχει διαύλους επικοινωνίας και συνεννόησης με τον Ερντογάν.
Το κομμάτι αυτό σε γενικές γραμμές φαίνεται να έχει και σημαντική επιρροή στις τοποθετήσεις του Μπάιντεν όσο ήταν υποψήφιος, στοιχείο που είχε ανησυχήσει και την Τουρκία.
Βεβαίως δεν είναι το μόνο κομμάτι, καθώς υπάρχουν πάντα και οι φωνές που υποστηρίζουν ότι είναι πολύ δύσκολο για τη Δύση να χάσει την Τουρκία (ας μην ξεχνάμε ότι διαθέτει τον δεύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ) και ότι είναι προτιμότερο να αναζητηθεί μια συνεννόηση. Σε αυτό έχει συντελέσει και η μερική στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τα τέλη του 2020 και μετά που σκοπό έχει την επαναπροσέγγιση με τη Δύση μέσα από την άρνηση των «ευρασιατικών» λογικών και την εκ νέου προσέγγιση με χώρες που είναι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως είναι η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία. Όμως, οι συχνές εξάρσεις της τουρκικής ρητορικής ως προς τη διεκδίκηση ενός ρόλου «περιφερειακής δύναμης» και η άρνηση κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας έχουν δημιουργήσει νέες τριβές, έστω και εάν η Τουρκία έχει διεκδικήσει και ρόλο «μεσολαβητή», π.χ. στη συμφωνία για τα ουκρανικά σιτηρά, για να μην αναφερθούμε στην υποστήριξη που έχει προσφέρει στην Ουκρανία.
Ποιοι είναι οι καλοί σύμμαχοι;
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αρκεί που ο Μενέντεζ συμπίπτει με τις θέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στο βαθμό που αυτό μπορεί να παράγει πραγματικά αποτελέσματα και να ασκεί πίεση στην Τουρκία.
Σίγουρα, αυτή είναι μια τοποθέτηση που αναλογεί σε μια «ρεαλιστική» σύλληψη της εξωτερικής πολιτικής, που δεν δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αξιακές ή άλλες παραμέτρους.
Όμως, την ίδια στιγμή εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι μια αντιτουρκική τοποθέτηση που αφετηρία δεν έχει κυρίως τα υπαρκτά προβλήματα τουρκικού αναθεωρητισμού, όσο μια πιο συνολική «διαιρετική» αντίληψη του κόσμου, δεν σημαίνει απαραίτητα «υποστήριξη των ελληνικών θέσεων». Για να μην αναφερθούμε και στο ότι συχνά τέτοιες τοποθετήσεις μπορεί και να μετατοπίζονται όταν οι συγκυρίες αλλάζουν.
Και βεβαίως υπάρχει πάντα το ερώτημα εάν αρκεί ο εντοπισμός «εχθρών των εχθρών μας» ή αυτό που χρειάζεται είναι η προσπάθεια οικοδόμησης σχέσεων με ένα ευρύτερο φάσμα χωρών κατά βάση επειδή έχουμε να προτείνουμε μια δικαιότερη και ειρηνικότερη διαρρύθμιση των σχέσεων στην περιοχή και όχι μόνο.