Κόκκινο – ώς εκεί που φτάνει το μάτι σου. Και πορτοκαλί, και κίτρινο. Διασχίζω το Σέντραλ Παρκ την καλύτερη εποχή του χρόνου, κυνηγώντας την παλέτα της ώχρας, πριν την πάρει ο άνεμος, αφού σε κάθε ριπή στροβιλίζονται εκατοντάδες φύλλα. Αντηχεί μέσα στο κεφάλι μου η προειδοποίηση της Ανν Μπόγκαρτ: «Μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, η ευκαιρία θα έχει εξαφανιστεί». Τρέξε να προλάβεις! Η χορογραφία των φθινοπωρινών αποχρώσεων παρασύρει όχι μόνο τα μάτια αλλά και τα πόδια και τα αφτιά – το κεραμιδί στρώμα υποχωρεί τραγανιστό σε κάθε βήμα, χρατς χρουτς, χρατς χρουτς.
Φτάνω στο Μητροπολιτικό Μουσείο χωρίς πρόγραμμα – αφήνω την τύχη να οδηγήσει τη διαδρομή μου μέσα στο θαυμαστό κάστρο των τεχνών. Παίρνω την πτέρυγα των ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, όπου με «υποδέχεται» μια εκτυφλωτική Κόρη με σκούρα καστανά μαλλιά κι έναν χτυπητό πορτοκαλοκόκκινο χιτώνα, ενώ η πρώτη λέξη που διαβάζω είναι… «Chroma»!
Αφού ανίχνευσαν και ταυτοποίησαν με υψηλή τεχνολογία (συμπεριλαμβανομένης υπεριώδους και υπέρυθρης φωτογράφισης) τα χρωματικά κατάλοιπα επάνω σε αρχαία γλυπτά, ο δρ Vinzenz Brinkmann (καθηγητής, προϊστάμενος του Τμήματος Αρχαιολογίας στη Συλλογή Γλυπτών Λίμπιγκχαους της Φρανκφούρτης) και η δρ Ulrike Koch-Brinkmann κατασκεύασαν ομοιώματα με τα χρώματα με τα οποία υποθέτουν ότι είχαν πλαστεί αρχικά τα έργα. Η χρωματιστή αρχαϊκή Κόρη είναι μία από αυτές τις ανακατασκευές, μέρος της έκθεσης «Chroma: Αρχαία γλυπτική σε χρώμα».
Ηξερα θεωρητικά ότι οι λευκοί μαρμάρινοι θησαυροί που «λατρεύουμε» και θαυμάζουμε ήταν – στην προηγούμενη ζωή τους – πολύχρωμοι. Είναι όμως άλλο πράγμα να σε καρφώνει με τα κατάμαυρα μάτια της η νεαρή Φρασίκλεια που λάμπει μέσα στα αστραφτερά κοσμήματά της και στον χιτώνα της με τους διάσπαρτους χρυσοκίτρινους μαιάνδρους και ρόδακες. (Το χρώμα του χιτώνα θα το έλεγα βερμιγιόν, όπως μας είχε μάθει η Κυρία Επη [Πρωτονοταρίου] στη Σχολή Αηδονοπούλου – επί το ελληνικότερον «κιννάβαρι», όπως μαθαίνω τώρα.)
Δύσκολα θα φανταζόμουν το πλουμιστό μπούστο μιας αττικής Σφίγγας σαν κόκκινο και μπλε ζακάρ, όμως το μυθικό ον που μας κοιτάζει μειδιώντας είναι όντως «ντυμένο» με αυτά τα χρώματα! Το χρυσαφί των φτερών της τής προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αίγλη, ενώ ο μπεζ κορμός της σε ξεγελάει και νομίζεις ότι μπορείς να χαϊδέψεις το αιλουροειδές.
Μου έρχεται στο μυαλό η ρήση του Πικάσο ότι, όταν πεθάνει ο Ματίς, ο Σαγκάλ θα είναι ο μόνος εν ζωή ζωγράφος που καταλαβαίνει πραγματικά τι είναι χρώμα. Συνειδητοποιώντας ότι και οι τρεις τους βρίσκονται κάπου εκεί κοντά, καταφέρνω να ξεκολλήσω από τα ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία, κι ανεβαίνω τα σκαλιά προς τη μοντέρνα τέχνη.
Μοντέρνα τέχνη
Φυσικά δεν μένω πιστή στον προορισμό μου, αφού, στον πηγαιμό για τους τρεις μοντερνιστές ζωγράφους, με ξεμυαλίζει ο Φρέντερικ Λάιτον. Η ηλιοκαμένη ροδαλή μούσα-μοντέλο που κοιμάται στο καταμεσήμερο του «Φλεγόμενου Ιουνίου» (1895) μοιάζει απόγονος της μελαχρινής καλλονής του ισογείου. Η πυρόξανθη χαίτη της τυλίγεται γύρω από το αρχαιοπρεπές βερικοκί φόρεμά της με τις λαχταριστές πτυχώσεις, ενώ ο ήλιος καθρεφτίζεται πάνω στη θάλασσα στο βάθος.
Λίγο πιο ‘κει με ρουφάει ένα εσωτερικό πλάνο: Σαν σε τράβελινγκ, οι γυναικείες μορφές της σκηνής, με τα γκρενά φορέματά τους και τα καστανόξανθα μαλλιά τους, μοιάζουν να επιπλέουν σε μια συμφωνία γήινων χρωμάτων, με μπορντό και κίτρινα λουλούδια να ξεχειλίζουν από βάζα κι εμπριμέ ταπετσαρίες, και να ξεφυτρώνουν ανάμεσα από καφετιά έπιπλα, ώστε να μην ξέρεις πού τελειώνει το σπίτι και πού αρχίζει ο κήπος – μια πανδαισία που αναπτύσσεται γύρω από το κεντρικό αντικείμενο (και τίτλο) της σύνθεσης του Εντουάρ Βιγιάρ «Το Αλμπουμ» (επίσης 1895).
Την επομένη, έβρεξε και φύσηξε τόσο πολύ που όλα τα φύλλα έγιναν πια ένα βαθύ κόκκινο, σαν ξεραμένο αίμα, να το πατάμε.
Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.