Εν μέσω του Qatargate που απασχολεί την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, το Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξε εν τέλει σε συμφωνία για την επιβολή πλαφόν στην χονδρική τιμή του φυσικού αερίου την περασμένη Δευτέρα. Και ενώ το όριο των 180 ευρώ/MWh, ορθώς, θεωρείται επιτυχία του μεγάλου μπλοκ των Κρατών- Μελών, στο οποίο συμμετείχε και η χώρα μας, και που επεδίωκε την επιβολή ενός «λογικού» ορίου κάτω των 200 ευρώ/MWh, η ενεργοποίησή του μόνο μετά την 15η Φεβρουαρίου 2023 και οι μεγάλες καθυστερήσεις που προηγήθηκαν της απόφασης, δημιουργούν έντονο προβληματισμό για το μέλλον της Ένωσης.
Οι ευρωπαίοι πολίτες γίνονται από το περασμένο καλοκαίρι θεατές στο ίδιο έργο: Διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες, συνασπισμοί λιγότερο και περισσότερο ισχυρών Κρατών Μελών, τεχνικές διαφωνίες και μια Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ρόλο Ποντίου Πιλάτου, οδηγούσαν επανειλημμένα στην παραπομπή των αποφάσεων στην επόμενη Σύνοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας θα συνέβαινε ακριβώς το ίδιο.
Ο καλός καιρός του φθινοπώρου στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, οι -όλως προσωρινώς – γεμάτες αποθήκες και οι σχετικώς συγκρατημένες τιμές του φυσικού αερίου ενίσχυσαν την αβελτηρία. Βρισκόμαστε σχεδόν στην καρδιά του χειμώνα και η Ένωση φαίνεται για μια ακόμα φορά εγκλωβισμένη σε υπαρξιακά διλήμματα προενωσιακού χαρακτήρα.
Αν τελικά το πλαφόν θα ήταν λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα 200 ευρώ/ΜWh κατέληξε να είναι ήσσονος σημασίας ζήτημα. Αντιθέτως, οι διαρκείς καθυστερήσεις, η αδυναμία των πολιτικών διαδικασιών που προβλέπουν οι Συνθήκες να λύσουν διαφωνίες και αδιέξοδα, η ημιθεσμική πλέον διείσδυση της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας στο ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα και η ευρύτερη αμηχανία που προκαλεί η ανάγκη συμβιβασμών, αποτελούν κακούς οιωνούς για το μέλλον της Ένωσης.
Τα Συμβούλια των Υπουργών θα επαναλαμβάνονται για να λύσουν πολιτικά και τεχνικά θέματα που κάθε φορά προκύπτουν στα πλαίσια της υιοθέτησης ή εφαρμογής ενός ευρωπαϊκού μέτρου. Αυτό που δεν μπορεί να συνεχίσει να επαναλαμβάνεται είναι η εικόνα της διστακτικής Ευρώπης. Αναθεώρηση των Συνθηκών με πρόβλεψη νέων ευέλικτων διαδικασιών και πλειοψηφιών για τη λήψη αποφάσεων, ενίσχυση του εκτελεστικού βραχίονα της Ένωσης και δημοκρατική νομιμοποίηση αυτού, πρόβλεψη νέων αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης σε τομείς, όπως η ενέργεια και η οικονομία, στους οποίους οι διεθνείς πραγματικές συνθήκες έχουν καταστήσει την εθνική πρωτοβουλία ανίκανη να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις, είναι προτάσεις που πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά τις ηγεσίες της Ένωσης και των Κρατών Μελών.
Για ορισμένες χώρες όπως η δική μας, ο ευρωπαϊκός δρόμος αποτελεί, σωστά, διαχρονική, στρατηγική επιλογή, η οποία δεν ανατρέπεται ούτε αμφισβητείται. Αντιθέτως, είναι οι ηγεσίες των ισχυρότερων οικονομιών του μπλοκ, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία, οι οποίες θα κληθούν σύντομα να σταθμίσουν την βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση των εθνικών τους προτεραιοτήτων με τα μεσοπρόθεσμα οφέλη μιας ισχυρής Ευρώπης που θα λειτουργεί αποτελεσματικά, θα προστατεύει τα Μέλη της και τις οικονομίες τους από τις διεθνείς αναταράξεις και θα αποτελεί έναν σοβαρό ενιαίο παίχτη στις διεθνή σκηνή, όπου τα πάλαι ποτέ «κράτη-έθνη» αποτελούν, μάλλον, αναχρονιστικά και αναποτελεσματικά κακέκτυπα. Εξάλλου, το Brexit εξακολουθεί να αποδεικνύει περίτρανα του λόγου αυτού το αληθές.