Τον Μάιο του 1946 ο Νίκος Καζαντζάκης παρέδωσε στο τυπογραφείο του Δημητράκου το μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που είχε γράψει στο διάστημα 1941-1943, και στις 2 Ιουνίου έφυγε ατμοπλοϊκώς για την Αγγλία, προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου.
Ο «Ζορμπάς» υπήρξε το πρώτο επιτυχημένο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη (στο εξής: Κ.) από όσα έγραψε μετά την «Ασκητική» και έγινε ανάρπαστο στο εξωτερικό. Η απήχησή του οφείλεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας αναγνώρισε την αυτόνομη και σύνθετη λειτουργία της μυθοπλασίας, ότι δηλαδή ένα μυθιστόρημα δεν μπορεί να αποτελεί απλή εφαρμογή ενός ιδεολογικού προγράμματος, όπως είχε συμβεί με τα μυθιστορήματα «Toda-Raba» (1934) και «Le Jardin des Rochers» («Ο Βραχόκηπος», 1939) – μάλιστα στο δεύτερο μυθιστόρημα ο Κ. είχε ενσωματώσει σχεδόν ολόκληρη την «Ασκητική»!).
Στους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας του «Ζορμπά» περιλαμβάνεται ο πλούσιος διακειμενικός ορίζοντας του μυθιστορήματος, δηλαδή ο διάλογος με τα έργα κορυφαίων δημιουργών: την «Οδύσσεια» του Ομήρου, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, τη «Θεία κωμωδία» του Δάντη και την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ (βλ. Πασχάλης, «Από τον Ομηρο στον Σαίξπηρ: Μελέτες για τα κρητικά μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη», Ηράκλειο, ΕΚΙΜ, 2015).
Για να αντιληφθεί κάποιος τον κύριο λόγο που ο Κ. δεν δημοσίευσε τον «Ανήφορο», πρέπει να έχει υπόψη του όσα ανέφερα παραπάνω. Αλλά προηγουμένως είναι ανάγκη να κατανοήσει τι είδους μυθιστόρημα είναι ο «Ανήφορος». Αυτό μπορεί να γίνει αν διαβάσει το έργο σε αντίστιξη με τον «Ζορμπά» και αντικριστά με τις σ. 517-538 της βιογραφίας του Καζαντζάκη «Νίκος Καζαντζάκης. Ο ασυμβίβαστος» δια χειρός της Ελένης Καζαντζάκη (1977).
Στην Αγγλία, όπου έφτασε στις 8 Ιουνίου, ο Κ. σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Post-war Conversations with English Intellectual Personalities» («Μεταπολεμικές συνομιλίες με άγγλους διανοούμενους»). Μέσω αυτών των συνομιλιών πίστευε ότι θα υλοποιούσε το σχέδιό του για την ίδρυση μιας «Διεθνούς του Πνεύματος» που θα αντιμετώπιζε τον μεγάλο κίνδυνο που, κατά τη γνώμη του, απειλούσε μεταπολεμικά τον ανθρώπινο πολιτισμό (βλ. αναλυτικά την ομιλία του από το BBC στις 18-7-26).
Ομως, απογοητεύτηκε εντελώς από τις επαφές που είχε με τους άγγλους «ιντελεκτιέλ», τους οποίους περιγράφει πολύ αρνητικά στους συνομιλητές του (πλην της Ελένης, στην Τέα Ανεμογιάννη, στον B. Knös και στον Παντελή Πρεβελάκη). Αυτό είχε ως συνέπεια να τροποποιήσει τον αρχικό σχεδιασμό του για το υπό εκκόλαψη βιβλίο. Από το Κέιμπριτζ έγραφε στην Ελένη στις 30-7-1946: «… πρέπει να μείνω… και να γράψω το βιβλίο. […] Εχω το σχέδιο του βιβλίου. Θα ‘ναι μυθιστόρημα, γιατί οι εδώ διανοούμενοι δεν μου έδωκαν υλικό. Τρία μέρη: Κρήτη, Αγγλία, Μοναξιά. Και θ’ απαντήσω στα ερωτήματα που έθεσα».
Το μεγαλύτερο μέρος του «Ανήφορου» αποτελεί εφαρμογή ενός ιδεολογικού προγράμματος. Τα «ερωτήματα» στα οποία αναφέρεται ο Κ. ήταν επτά τον αριθμό και τα είχε απευθύνει στους άγγλους διανοούμενους (Πρεβελάκης, «Τετρακόσια γράμματα», 1984, 545-547), αλλά αυτοί τα απαξίωσαν σε τέτοιο βαθμό που ούτε καν ασχολήθηκαν μαζί τους.
Ακρως σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Κ., όπως έγραφε ξανά και ξανά στην Ελλη Λαμπρίδη που ετοίμαζε την αγγλική μετάφραση, σκόπευε «να τοποθετήσει όλη την «Ασκητική» στο γ’ μέρος του βιβλίου», δηλαδή αυτή που «γράφει» ο Κοσμάς στο τέλος του μυθιστορήματος και ετοιμάζεται να αντιγράψει στο καινούριο τετράδιο – είδαμε ότι ο Κ. είχε κάνει κάτι ανάλογο στον «Βραχόκηπο». Οπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός του βιβλίου «Post-war Conversations with English Intellectual Personalities», στο μέρος του μυθιστορήματος που τιτλοφορείται «Αγγλία» κυριαρχούν οι συζητήσεις του Κοσμά με άγγλους καθηγητές, διανοούμενους και άλλους συνομιλητές, οι οποίες επενδύονται τώρα με μια στοιχειώδη μυθοπλασία, κυρίως τον εξ αποστάσεως «διάλογο» με τη Νοεμή, και με εμβόλιμες αφηγήσεις. Το τελευταίο μέρος («Νοσταλγία») προσαρμόζει στο νέο ιδεολογικό πλαίσιο, μάλλον αδόκιμα, αρκετές σελίδες από το «Ταξιδεύοντας: Αγγλία» (1939-1941).
Από αυτή τη σκοπιά, ο «Ανήφορος» συνιστά σαφέστατη οπισθοδρόμηση στο προ του «Ζορμπά» είδος καζαντζακικού μυθιστορήματος. Ειδικά αν συνεκτιμήσει κανείς το γεγονός ότι το μεγάλο άλμα που έκανε ο Κ. με τον «Ζορμπά» ήταν ακριβώς να απορρίψει την ιδέα ενός μυθιστορήματος που συγκροτείται από διαδοχικούς διαλόγους ανάμεσα στον αφηγητή και τον κεντρικό ήρωα («οι κουβέντες με τον Ζορμπά», βλ. Πασχάλης 2015, ΙΙ,2)
Γιατί όμως αυτή η οπισθοδρόμηση, αφού ο Κ. είχε ήδη αποκηρύξει με τον «Ζορμπά» το είδος του μυθιστορήματος που αποτελεί πρόσχημα για την προβολή ενός ιδεολογικού προγράμματος; Υποθέτω ότι ο Κ. δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πλήρως το τεράστιο βήμα που έκανε με τον «Ζορμπά» – θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων πάρεργο αλλά η ενθουσιώδης υποδοχή του «Ζορμπά» θα τον κάνει να αλλάξει γνώμη. Ετσι η πίεση του επίκαιρου ιδεολογικού προγράμματος στάθηκε ισχυρότερη από τις αισθητικές απαιτήσεις της μυθιστοριογραφίας. Για λίγο όμως. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1947 ο Κ. πιέζει τη Λαμπρίδη να του στείλει την αγγλική μετάφραση του «Ανήφορου» – προβληματική, όπως φαίνεται από τα σχόλια του Κ. – αλλά, όταν τελικά την παίρνει στα χέρια του, το ενδιαφέρον του υποχωρεί μέχρις εξαφανίσεως.
Τι μεσολάβησε; Ο Κ. έστειλε στη «Νέα Εστία» το κεφάλαιο III του «Ανήφορου» από την ενότητα «Κρήτη», που δημοσιεύτηκε στις 15-3-1947 με τίτλο «Ο θάνατος του παππού», συνοδευόμενο από τη σημείωση «Ενα κεφάλαιο από το τελευταίο βιβλίο που γράφτηκε στο Cambridge: «Ο Ανήφορος»». Ηταν μια έμμεση αλλά σαφής δήλωση του Κ. ότι ως μυθιστοριογράφος είχε αποστασιοποιηθεί από το ιδεολογικό πρόγραμμα της «Αγγλίας». Ο Κ. μιλάει με περηφάνια για την Κρήτη και τις μεγάλες ψυχές του παππού (του) και των καπεταναίων, ενώ ηχούσαν πλέον δυνατά στα αφτιά του τα μηνύματα από την επιτυχία του επίσης κρητικού «Ζορμπά». Σύντομα το αφήγημα θα μεταφραστεί στα αγγλικά και τα σουηδικά.
Πώς ο Καζαντζάκης ξανάγραψε τον «Ανήφορο»
To κεφάλαιο που αφηγείται τον θάνατο του Καπετάν Σήφακα, αφού αποδεσμεύτηκε από τον «Ανήφορο», θα αναδυθεί το 1949-1950 ως κεφάλαιο XIII του «Καπετάν Μιχάλη». Και τα δύο είναι κομβικής σημασίας για τη μυθιστοριογραφική πορεία του Κοσμά στα αντίστοιχα έργα.
Στον «Ανήφορο» ο Κοσμάς φεύγει από το χωριό του καπετάν Σήφακα και λίγο αργότερα θα ταξιδέψει για την Αγγλία για να υλοποιήσει το ιδεολογικό του πρόγραμμα και τελικά να πάρει τον «ανηφορικό δρόμο» (201) που συνίσταται στη διατύπωση του «μετακομμουνιστικού του Πιστεύω». Αντίθετα, στον «Καπετάν Μιχάλη» ο Κοσμάς φεύγει από το χωριό και «ανηφορίζει» προς την κορυφή της Σελένας, όπου ο θείος του καπετάν Μιχάλης αντιστέκεται στους Τούρκους με ελάχιστους συντρόφους. Θα απομείνει μόνος μαζί του και θα σκοτωθεί δίπλα του.
Με απλά λόγια, ο «Ανήφορος» είναι ένας από «τους επτά προδρόμους» (Peter Bien) του «Καπετάν Μιχάλη», σε ολοκληρωμένη μεν αλλά ατελή μυθιστοριογραφική μορφή. Ο Κ. δεν είχε κανένα λόγο να τον δημοσιεύσει. Τον ξανάγραψε σε οριστική μορφή με τον «Καπετάν Μιχάλη», δημιουργώντας, στο χνάρι του «Ζορμπά», ένα ευρύτερο μυθοπλασιακό πλαίσιο στο οποίο ενέταξε τον Κοσμά. Το νέο μυθιστόρημα εξελίσσεται όλο στην Κρήτη, έχει επιβλητικό πρωταγωνιστή και απαιτητικό διακειμενικό ορίζοντα (ομηρική «Ιλιάδα», σαιξπηρικός «Οθέλλος»).
Είναι άκρως σημαντικό εν προκειμένω ότι ο Κ., αναγγέλλοντας στον Πρεβελάκη τα πρώτα του βήματα στη συγγραφή του «Καπετάν Μιχάλη» (2-12-49), θα επανέλθει στη γλώσσα της οδυσσειακής «Νέκυιας» που είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα για την «ανάσταση» του Ζορμπά: «Μάχουμαι ν’ αναστήσω το Ηράκλειο της παιδικής μου ηλικίας. […]. Γιατί χιλιάδες πρόσωπα πεθαμένα ανεβαίνουν στη μνήμη μου και ζητούν μια μικρή θέση στον ήλιο […]. Ξέρουν πως άλλη σωτηρία ανάστασης δεν έχουν» (πβ. Πασχάλης 2015, 67-71).
Η έκδοση του «Ανήφορου»
Σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε, η έκδοση του «Ανήφορου» από τη «Διόπτρα» αποτελεί εξ ορισμού πολύ σημαντικό γεγονός και εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα (επαν)έκδοσης όλων των έργων του Κ. Εντοπίζονται, ωστόσο, ορισμένες αστοχίες και παραλείψεις που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν η έκδοση είχε ανατεθεί σε έναν πεπειραμένο επιμελητή, πολύ καλό γνώστη του Καζαντζάκη, όπως είχαν προτείνει άλλοι μελετητές και ο γράφων σε ανύποπτο χρόνο. Αυτό θα διευκόλυνε τον κεντρικό σχεδιασμό, την αντιμετώπιση των επιμέρους ζητημάτων με ενιαίο τρόπο και τον τελικό έλεγχο όλων των εκδόσεων.
Το κείμενο
Η έκδοση περιορίστηκε στη µεταγραφή του χειρόγραφου του «Ανήφορου», διότι δεν υποδείχθηκε να συνεκτιµηθούν οι βελτιώσεις και διορθώσεις (όπως: «γεµάτα σπόρο» αντί «µετά το σπόρο») που επέφερε ο Κ. στον «Θάνατο του παπ(π)ού» οκτώ µήνες αργότερα. Αυτές αντιπροσωπεύουν την τελική βούληση του συγγραφέα. Ας σηµειωθεί ακόµη ότι στη «Νέα Εστία» ο Κ. «έσπασε» πολλές παραγράφους για να προβάλει χωριστά τους διαλόγους (το ίδιο συµβούλευε τη Λαµπρίδη να κάνει και στην αγγλική µετάφραση).
Γλωσσικός υπομνηματισμός
Αυτός έγινε µε βάση το «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» του Βασίλη Γεώργα (Ηράκλειο, ΠΕΚ, 2022) αλλά είναι από πολλές απόψεις προβληµατικός. Περιορίζοµαι να παραθέσω τα σχόλια του ίδιου του Γεώργα: «Στο συγκεκριµένο µυθιστόρηµα υπάρχουν 125 υποσελίδιες ερµηνευτικές σηµειώσεις από τις οποίες οι 30 περιέχουν µικρές ή µεγάλες αστοχίες (ποσοστό σχεδόν 25%). Το πρόσωπο που επιµελήθηκε αυτά τα ερµηνευτικά σχόλια φαίνεται ότι αντέγραψε – φύρδην µίγδην, απρόσεκτα, επιπόλαια – αποσπάσµατα από το ερµηνευτικό / σηµασιολογικό τµήµα των αντίστοιχων ληµµάτων του Γλωσσαρίου. Τα ερµηνευτικά σχόλια έπρεπε να περιοριστούν στη σηµασία που έχει η λέξη στον “Ανήφορο”, όχι να επεκταθούν και σε σηµασίες που βρίσκονται µεν στο Γλωσσάρι αλλά σε άλλα έργα του Καζαντζάκη».
Πρόλογος και Επίμετρο
Δίνω µόνο τρία παραδείγµατα. Το πρόσωπο του Κοσµά δεν εµφανίζει «έκζεµα» (14) αλλά πρήζεται, σε βαθµό που σχεδόν του κλείνει τα µάτια και το στόµα (όπως του Κ. στην «Αναφορά» και του Μανολιού στον «Χριστό»)· η αιτία δεν είναι «ένα τραγικό συµβάν» (δηλαδή η αυτοχειρία της Νοεµή), αλλά το γεγονός ότι, όπως εξηγεί στον Κοσµά ο «Βιεννέζος οβραίος γιατρός» (που θυµίζει τον Βίλχελµ Στέκελ), η ψυχή του αντέδρασε στο ενδεχόµενο «απιστίας στην πεθαµένη», µε την κοπέλα που γνώρισε στο Στράτφορντ, και «νίκησε κατά κράτος το σώµα» (247-249). Ακόµη, η έκκληση του Κ. που δηµοσιεύτηκε τον Σεπτέµβριο του 1946 δεν αποτελούσε «την κατακλείδα των συζητήσεων που είχε µε τους άγγλους διανοούµενους» (12), αλλά ο Κ. «την είχε σχεδιάσει στο µυαλό του από την Αίγινα» και την είχε διαβάσει από το BBC στις 18-7-1946 (Ελένη 1977, 522-524).
Γλωσσική και υφολογική εξέλιξη
To κεφάλαιο III του «Ανήφορου» (1946), o «Θάνατος του παπ(π)ού» (1947), και το κεφάλαιο XIII του «Καπετάν Μιχάλη» προσφέρουν εξαιρετική πρώτη ύλη, για να µελετήσει κάποιος συγκριτικά τη γλωσσική και υφολογική εξέλιξη του µυθιστοριογράφου Καζαντζάκη. Ειδικά στον «Καπετάν Μιχάλη», η γλώσσα γίνεται πιο ιδιωµατική, πιο παραστατική και πιο γλαφυρή, ενώ αφαιρούνται στοιχεία αδύναµα, ακόµη και λογικές-ψυχολογικές αστοχίες. Στην έκδοση υπάρχουν γενικόλογες αναφορές στη γλώσσα του Κ. (260-261) αλλά δεν γίνεται νύξη σε αυτό το νέο, σηµαντικό στοιχείο.
Πραγματολογικός σχολιασμός
Εµπόδιο στην απρόσκοπτη ανάγνωση του έργου του Κ. για τον µέσο αναγνώστη δεν στέκεται µόνον η γλώσσα αλλά και το περιεχόµενο. Το γεγονός ότι σε αυτό το εκδοτικό ξεκίνηµα δεν υπήρξε µέριµνα για έναν στοιχειώδη πραγµατολογικό σχολιασµό αποτελεί δυσάρεστη έκπληξη. Για παράδειγµα, το κεφάλαιο IX που εξελίσσεται στο Στράτφορντ απαιτεί ολοφάνερα έναν τέτοιου είδους σχολιασµό.
* Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»