Τι είναι αυτό που ωθεί έναν φιλόσοφο να γράψει ένα βιβλίο για τις γάτες; Ακόμη περισσότερο, τι είναι αυτό που τον ωθεί ν’ αναζητήσει σε αυτές το πρότυπο για την κατάκτηση ευτυχίας; Ο John N. Gray, βρετανός συγγραφέας, καθηγητής στο London School of Economics, αλλά και διεθνώς καταξιωμένος φιλόσοφος, στο τελευταίο του βιβλίο φαίνεται πως επιθυμεί κάτι παραπάνω από το να μοιραστεί με τους αναγνώστες την αγάπη για τις τέσσερις γάτες του.
Μέσα στις σελίδες, που θυμίζουν περισσότερο την ευκαιριακή έκφραση ιδεών ενός δοκιμίου παρά μια συστηματική φιλοσοφική πραγματεία, επιθυμεί να προσφέρει ίσως μερικές χρήσιμες κατευθυντήριες αρχές για μια καλή και ευτυχισμένη ζωή.
Για όσους δεν τον γνωρίζουν ήδη, ο Gray έχει γίνει κυρίως γνωστός για τα βιβλία του, μέσα στα οποία επιτίθεται σφοδρά και αδιάκοπα στις ιδεολογίες τις νεωτερικότητας περί προόδου, χαρακτηρίζοντας τις βασικές αρχές τους ως αστήρικτες μυθολογίες και δυνάμει επικίνδυνους ευσεβείς πόθους, στην πραγματικότητα «κατάλοιπα» της μονοθεϊστικής ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης και ουσιαστικά συνέχεια αυτών με άλλα (δηλ. κοσμικά) μέσα. Πώς σχετίζεται όμως αυτό, αναρωτιέται εύλογα κανείς, με τις γάτες; Σύμφωνα με τον Gray, οι γάτες διαθέτουν μερικά αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα συγκριτικά με εμάς και, κατά συνέπεια, μπορούν να μας δώσουν κάποιες πολύτιμες «διδαχές» ως προς το πώς να ζήσουμε τη ζωή μας. Αρχικά, δεν διαθέτουν συνείδηση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το εντελώς τυχαίο (εξελικτικά) και περιττό βάρος, για το οποίο συχνά επαιρόμαστε ότι είμαστε ανώτεροι έναντι των ζώων, είναι κατά κάποιον τρόπο «υπεύθυνο» για αρκετές δυστυχίες μας. Αυτό μας παρασύρει σε δαιδαλώδεις και αδιέξοδες σκέψεις, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες είναι η σκέψη περί ευτυχίας. Η εποχή μας, μπορεί να πει κανείς, θυμίζει σε πολλά τους ανήσυχους Ελληνιστικούς Χρόνους και την αμέσως μεταγενέστερη, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα ανάγκασαν τους ανθρώπους να επινοήσουν όχι μονάχα νέες θρησκευτικές λατρείες, αλλά και φιλοσοφικά συστήματα παρηγοριάς, όπως ο επικουρισμός, ο στωικισμός και ο σκεπτικισμός. Ολα αυτά στόχευαν στο να πείσουν στον άνθρωπο να νιώθει αταραξία μπροστά στους κινδύνους, σημαντικότερος από τους οποίους είναι, φυσικά, ο θάνατος.
«Ολες αυτές οι φιλοσοφίες», εξηγεί ο Gray, «έχουν ένα κοινό ελάττωμα. Φαντάζονται πως η ζωή μπορεί σε τάξη με τον Λόγο» (σελ. 51). Είναι επίσης εκπληκτικό, συνεχίζει, ότι όλες τους επιχείρησαν να προσφέρουν στον άνθρωπο κάτι που η γάτα διαθέτει έτσι κι αλλιώς, λόγω της έλλειψης συνείδησής της: αμεριμνησία και άγνοια του φόβου του θανάτου. Δεν είναι μυστικό ότι οι γάτες, όταν είναι να πεθάνουν, μαζεύονται γαλήνια σε ένα ήσυχο μέρος και υποκύπτουν στη μοίρα τους. Επιστημονικά, μας λέει ο συγγραφέας, ξέρουμε πως όλες οι εξημερωμένες γάτες προέρχονται από το είδος Felix silvestris Lybica, που πριν από περίπου 12.000 έτη έφυγε από την άγρια ζωή και πλησίασε τον άνθρωπο, σε περιοχές της Εγγύς Ανατολής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή (αυτο)εξημέρωσή της.
Η τάση της να τρώει τα ποντίκια, προστατεύοντας έτσι ακούσια τις ανθρώπινες σιταποθήκες από το ρήμαγμα, κατέστησε τη γάτα συμπαθή και αγαπητή. Ωστόσο, αντίθετα με τον σκύλο, η γάτα δεν προσαρμόστηκε τόσο πολύ, διατηρώντας όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό το DNA του «άγριου» προγόνου της, αλλά και την τάση να απολαμβάνει την κοινωνική συντροφιά μόνο όταν και όποτε το επιθυμεί εκείνη, δίχως να εξαρτάται συναισθηματικά από τον άνθρωπο. Αυτή η ιδιότητά της έκανε συχνά τους ανθρώπους να τη φθονούν, επιχειρώντας μέσω του βασανισμού της την εκτόνωση της δικής τους δυστυχίας (π.χ. ευρωπαϊκός Μεσαίωνας και πρώιμη Νεωτερικότητα, όπου οι γάτες βασανίζονταν σε μεγάλα πανηγύρια).
Αντίθετα, σε άλλες κοινωνίες όπως η αρχαία Αίγυπτος, η γάτα θεοποιήθηκε και ταριχευόταν για να ζήσει μετά θάνατον, όπως και ο άνθρωπος, του οποίου εθεωρείτο όχι κατώτερη αλλά ανώτερη. Ο ανιμισμός, η πιο πρώιμη μορφή θρησκείας, επίσης συνδέεται με λατρεία γατών. Ο Gray, που δεν κρύβει τη συμπάθειά του για αυτές τις αρχαίες θρησκευτικές πρακτικές, παραθέτει αρκετές (μάλλον τρυφερές και συγκινητικές) ιστορίες με γάτες: από τα απομνημονεύματα ενός πολεμικού ανταποκριτή στο Βιετνάμ, μέχρι τα λογοτεχνήματα της Colette και της Patricia Highsmith, οι γάτες φαίνονται να αποτελούν τόσο συναισθηματική παρηγοριά μέσα στη μοναξιά και την απογοήτευση από την ανθρωπότητα, όσο και οδοδείκτες μιας πορείας. Η πορεία αυτή για τον Gray φαίνεται να είναι μακράν της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, με τον δυϊσμό, τον «σπισισμό» και τον ορθολογισμό της (με σημαντική εξαίρεση τον Spinoza, τον οποίο εκείνος συμπαθεί βαθιά), και εγγύτερα σε μορφές ανατολίτικης πνευματικότητας, όπως ο Ταοϊσμός και ο Ζεν Βουδισμός.
Ακου τη φύση σου
Ολες αυτές οι κοσμοθεωρίες, εξηγεί, δείχνουν να απορρίπτουν τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ηθικής, καθώς και την έννοια της ελευθερίας της βούλησης, πάνω στην οποία αυτά στηρίζονται, υποστηρίζοντας πως ο κάθε άνθρωπος δεν μπορεί παρά να ακολουθεί την ιδιαίτερη «φύση» του, που δεν έχει επιλέξει και που όμως εκφράζει το ποιος πραγματικά είναι. Φαίνεται πως ο στόχος του παρόντος βιβλίου δεν είναι άλλος από τον ίδιο με τα προηγούμενα έργα του βρετανού φιλοσόφου: η προώθηση ενός ανορθολογικού «μηδενισμού» και η γαλήνια παραίτηση από τις μεγάλες ανθρώπινες αξιώσεις που ενίοτε οδήγησαν την ανθρωπότητα σε εγκλήματα, ενώ τώρα απειλούν τον πλανήτη με καταστροφή.
Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθενται καμία δεκαριά «παραινέσεις», με χιουμοριστικό τόνο. Αν θέλουμε να γίνουμε ευτυχισμένοι, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό ενώπιον των απρόσμενων συγκυριών, καλά θα κάνουμε να μην φοβόμαστε το «σκοτάδι» και να απαρνηθούμε την ορθολογική αναζήτηση νοήματος στον πόνο και στα υπαρξιακά μας ερωτήματα, αναζητώντας τους «περισπασμούς» που τόσο εύστοχα χρειαζόμαστε, όπως διαπίστωνε κάποτε ο Pascal. Αυτό είναι το συμπέρασμα του Gray και ίσως λίγοι θα συμφωνήσουν μαζί του, όσο και αν συμμερίζονται την αγάπη του για τα μικρά χνουδωτά αιλουροειδή.
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»