Με αίμα βάφτηκαν τα Χριστούγεννα του 1965 σε ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, καθώς ένα φρικτό έγκλημα με θύματα δύο παιδάκια και τον παππού τους, συγκλόνισε την τοπική -και όχι μόνο- κοινωνία.
Το πρωτοφανές έγκλημα που διαπράχθηκε σαν σήμερα, πριν από 57 χρόνια, έγινε με δηλητηριασμένους κουραμπιέδες.
Βίαζαν και σκότωσαν στο όνομα του σατανά – Η υπόθεση που έκανε την Ελλάδα να βλέπει εφιάλτες
Δράστης μια 54χρονη γυναίκα παντρεμένη με δύο παιδιά από την Αμφιλοχία. Στόχος της η 29χρονη αρραβωνιαστικιά του εραστή της, τον οποίο περνούσε 28 χρόνια. Το σχέδιο ήταν να την δολοφονήσει, προκειμένου να τη βγάλει από τη μέση, ρίχνοντας παραθείο στους κουραμπιέδες.
Όμως τα πάντα πήγαν στραβά. Αντί να δολοφονήσει τη γυναίκα που αντιπαθούσε, πήρε στο λαιμό της δύο μικρά παιδιά.
Τα αδερφάκια, ηλικίας 2,5 και 3,5 ετών, ήταν ανίψια της γυναίκας που ήθελε να εξοντώσει και ο παππούς τους, ηλικίας 70 ετών, ήταν ο πατέρας της.
Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», δεν ήταν μόνο αυτοί οι τρεις που γεύτηκαν τους «κουραμπιέδες του θανάτου». Δύο άλλες γυναίκες έφαγαν επίσης από το κουτί της 54χρονης. Υπέστησαν δηλητηρίαση, αλλά γλίτωσαν το θάνατο.
Κατά την προανάκριση, η δολοφόνος παραδέχθηκε την ενοχή της, αλλά στη δίκη επιχείρησε να παρουσιάσει τον εραστή της ως τον ιθύνοντα νου του τριπλού φονικού. Η υπόθεση συγκλόνισε τόσο την τοπική κοινωνία όσο και το πανελλήνιο και απασχόλησε έντονα τον Τύπο.
«Η φαρμακεύτρια, η λύκαινα και η δηλητηριάστρια της Αμφιλοχίας» ήταν οι χαρακτηρισμοί που απέδωσε ο Τύπος της εποχής στην 54χρονη.
Οι «φονικοί κουραμπιέδες»
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1965, η 54χρονη αγόρασε κουραμπιέδες, τους πασπάλισε με παραθείο και τους έβαλε σε ένα κουτί με προορισμό την οικογένεια της 29χρονης. Το δέμα έφτασε στο χωριό με ΚΤΕΛ χωρίς να έχει αποστολέα, ενώ το παρέλαβε ο αδερφός της 29χρονης. Εκείνη την ημέρα, κουραμπιέ έφαγε μόνο ο 70χρονος, επειδή οι υπόλοιποι νήστευαν και επρόκειτο να μεταλάβουν.
Την επομένη το πρωί, ανήμερα των Χριστουγέννων, ο ανυποψίαστος ηλικιωμένος πέθανε μετά από φρικτούς πόνους. Όλοι, συμπεριλαμβανομένου του γιατρού της περιοχής, θεώρησαν ότι τον πρόδωσε η ταλαιπωρημένη του καρδιά. Κανείς δεν υποπτεύθηκε ότι οι κουραμπιέδες σχετίζονταν με τον ξαφνικό θάνατό του.
Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, δύο κοριτσάκια, ανίψια της 29χρονης και εγγόνια του 70χρονου, βρήκαν το κουτί με τους δηλητηριασμένους κουραμπιέδες και έφαγαν από μισό το καθένα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα σφάδαζαν από τους πόνους. Ο πατέρας τους τα μετέφερε εσπευσμένα στο νοσοκομείο του Αγρινίου, όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή.
Η 29χρονη που ήταν ο στόχος της 54χρονης υπέστη δηλητηρίαση, ωστόσο γλίτωσε, διότι τίναξε τη ζάχαρη με το δηλητήριο, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα. Τυχερές στάθηκαν και μία ξαδέρφη της και μία συγγενής της.
Το κρυμμένο παραθείο στον τοίχο και η σύλληψη
Ήταν ολοφάνερο πως οι τρεις θάνατοι δεν ήταν άσχετοι μεταξύ τους και, μέσα από τις σχετικές τοξικολογικές εξετάσεις στα πτώματα των θυμάτων, διαπιστώθηκε ότι η δηλητηρίαση ήταν η κοινή αιτία.
Στο σπίτι της δράστιδας στην Αμφιλοχία, σε μια τρύπα του τοίχου, οι αρχές εντόπισαν περίπου 40 γραμμάρια παραθείου, δηλαδή ό,τι είχε απομείνει από το πειστήριο του εγκλήματος. Η 54χρονη συνελήφθη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και μετά από τρία μερόνυχτα ανακρίσεων, ομολόγησε ότι εκείνη ήταν που έστειλε το κουτί με τους «φονικούς κουραμπιέδες» χωρίς να υποπτευθή ότι θα την πλήρωναν άλλοι.
«Η «λύκαινα της Αμφιλοχίας» έστειλε στον τάφο δύο αθώα αγγελούδια και τον παππού τους… Αυτή την φοβερή γυναίκα συνάντησαν οι δημοσιογράφοι, στα κρατητήρια του τμήματος μεταγωγών Μεσολογγίου. Πηγαινοερχόταν στο μικρό δωμάτιο-κελλί και αναστέναζε συνεχώς, χωρίς να δείχνει πως έχει μετανιώσει κιόλας. Είχε τα χέρια πιασμένα πίσω της και το κεφάλι κατεβασμένο. Τα μάτια της, κόκκινα από την αγρυπνιά, έδειχναν την μαυρίλα της ψυχής της» έγραψε η εφημερίδα «Μακεδονία».
Κάποια στιγμή, η 54χρονη έδειξε με το δάχτυλό της τον 26χρονο εραστή της, που στεκόταν στην άλλη γωνιά του κελιού, και είπε: «Ναι, εγώ μ’ αυτόν τα καταφέραμε. Μην με ρωτάτε τίποτε άλλο. Ό,τι έγινε, τα ξέρει όλος ο ντουνιάς. Αφήστε με στη στενοχώρια μου».
Τα έριξαν ο ένας στον άλλον οι δύο εραστές
Η υπόθεση των θανατηφόρων κουραμπιέδων εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας, το Μάρτιο του 1967. Η 55χρονη «φαρμακεύτρια» προσήλθε με την κατηγορία της φυσικής αυτουργίας και ο 27χρονος εραστής της με εκείνη της ηθικής.
Η 55χρονη ισχυρίστηκε ότι ο εραστής της συνέλαβε και της υπέδειξε το σχέδιο εξόντωσης της αρραβωνιαστικιάς του. Επίσης, διατεινόταν ότι, μετά τη σύλληψή της, ξυλοκοπήθηκε από τους χωροφύλακες προκειμένου να ομολογήσει και ότι ο εραστής της την εκβίαζε, ζητώντας της συχνά λεφτά, ώστε να μην μιλήσει στον σύζυγό της για τη σχέση τους. Από την πλευρά του, ο 27χρονος υποστήριξε ότι δεν είχε καμία σχέση με το παραθείο στους κουραμπιέδες.
«Είμαι αθώος. Το σφάλμα μου ήταν ότι επί ενάμιση χρόνο είχα ερωτικές σχέσεις με την Τ.» ισχυριζόταν. Δήλωσε, μάλιστα, πως εκείνη τον ακολουθούσε όπου πήγαινε και τα είχε φτιάξει μαζί της από οίκτο. «Η Ε. το έπραξε δια να βγάλει από την μέσην την Β. και να με έχει πάντα κοντά της. Λυπάμαι την οικογένειά της, αλλά εγώ δεν φταίω σε τίποτα», είπε απαντώντας στις ερωτήσεις των παραγόντων της δίκης. Η 55χρονη μιλούσε χαμηλόφωνα, έκλαιγε και έπεφτε σε αντιφάσεις, ενώ ο 27χρονος παρέμενε ψύχραιμος κατά την απολογία του, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ.
«Θα έχεις να βλέπεις μόνο τη φωτογραφία μου»
Ο 50χρονος σύζυγος της «φαρμακεύτριας» δήλωσε ενώπιον των δικαστών ότι δεν ήθελε να την δει ούτε ζωγραφιστή. «Για μένα αυτή η γυναίκα “έσβησε”. Εκμεταλλεύτηκε την αγάπη μου, δεν την λυπάμαι» είπε χαρακτηριστικά. Η 29χρονη, το παρ’ ολίγον θύμα, κατέθεσε ότι, τον τελευταίο καιρό, ο αρραβωνιαστικός της συμπεριφερόταν περίεργα και δεν γνώριζε ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με την 55χρονη.
Μάλιστα, είπε ότι, λίγες ημέρες πριν το τριπλό φονικό, της έστειλε μια επιστολή μαζί με τη φωτογραφία του. Της έγραφε να του στείλει 3.000 δραχμές και την απειλούσε ότι, σε αντίθετη περίπτωση, «θα έχει να βλέπει μόνο τη φωτογραφία του». Ο αδερφός της 29χρονης κατέθεσε ότι ο αρραβωνιαστικός της «ήθελε να ξεκληρίσει την οικογένειά του για να “φάει” τις 40.000 δραχμές», που ήταν η προκαταβολή της προίκας.
«Μην φανείτε επιεικείς προς τους λύκους»
Ο εισαγγελέας της έδρας ήταν καταπέλτης κατά την αγόρευσή του. Χαρακτήρισε «λύκους» αμφότερους τους κατηγορούμενους, θεώρησε την «φαρμακεύτρια» πειθήνιο όργανο του ερωμένου της και ζήτησε την παραδειγματική καταδίκη τους: «Ο Τ. εκ συμφέροντος και εν ψυχρώ ώθησεν την Τ. και αυτή από ερωτικόν πάθος εξετέλεσεν το σατανικόν σχέδιον. Μην αμφιβάλλετε ουδ’ επί στιγμήν, κύριοι ένορκοι. Ηθικός αυτουργός των δύο άτυχων πλασμάτων και του γέροντος είναι ο Τ.. Όλα τα στοιχεία επιβεβαιούν ότι ο κατηγορούμενος δεν ήθελε να παντρευτή την μνηστήν του. Μη φανείτε επιεικείς προς τους λύκους. Είναι εγκληματίαι απαίσιοι. Ουδέν ελαφρυντικόν».
Η αμφισβητούμενη ετυμηγορία
Μετά από δέκα ημέρες δίκης, το Κακουργιοδικείο εξέδωσε την απόφασή του. Η πρόταση του εισαγγελέα δεν εισακούστηκε. Οι ένορκοι καταδίκασαν την 55χρονη σε 20 χρόνια κάθειρξη και 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ αθώωσαν τον 27χρονο εραστή της.
Η μέτρια σύγχυση και η καλή συμπεριφορά μετά την τέλεση του εγκλήματος ήταν τα ελαφρυντικά που αναγνωρίστηκαν στην «φαρμακεύτρια της Αμφιλοχίας», η οποία, ακόμη και μετά την καταδικαστική απόφαση, δήλωνε ότι συνέχιζε να αγαπά πολύ τον 27χρονο.
Ο εισαγγελέας εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στην απόφαση των ενόρκων, χαρακτηρίζοντάς την «σκανδαλωδώς πεπλανημένη». Ζήτησε η υπόθεση να εκδικαστεί σε άλλο Κακουργιοδικείο, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, έχοντας συγκλονιστεί από την όλη υπόθεση, δεν ικανοποιήθηκε από την αμφιλεγόμενη απόφαση του δικαστηρίου.