Η ΕΚΤ συνεχίζει να αυξάνει τα επιτόκια προκειμένου να μπορέσει να προκαλέσει την μείωση του πληθωρισμού. Μάλιστα, ο κεντρικός τραπεζίτης της Ολλανδίας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Κλάας Νοτ, επισημαίνει πως η Τράπεζα πρέπει να παραμείνει στο μεγάλο παιχνίδι προκειμένου να μειώσει τον πληθωρισμό.
Ειδικότερα, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας, μιλώντας στους Financial Times ανέφερε ότι έως τον Ιούλιο του 2023 όπου μεσολαβούν πέντε συνεδριάσεις της ΕΚΤ η Τράπεζα θα επιτύχει «έναν αξιοπρεπή ρυθμό σύσφιξης» με κινήσεις ανόδου μισής ποσοστιαίας μονάδας τους επόμενους μήνες πριν το κόστος δανεισμού κορυφωθεί τελικά μέχρι το καλοκαίρι.
Οι δηλώσεις του Κλάας Νοτ
Ο κίνδυνος να κάνουμε πολύ λίγα παραμένει ακόμα ο μεγαλύτερος κίνδυνος», σημείωσε ο Νοτ, προσθέτοντας πως «βρισκόμαστε μόλις στην αρχή του δεύτερου ημιχρόνου». «Η κύρια πρόκληση για την ΕΚΤ το επόμενο έτος θα είναι να αποφασίσει τον βαθμό αυστηροποίησης της πολιτικής της» τόνισε ο ίδιος.
Ο Ολλανδός τραπεζίτης αναγνώρισε ότι η ΕΚΤ αυτή τη φορά καθυστέρησε πολύ να ανταποκριθεί στις πιέσεις των τιμών και θα έπρεπε να είχε σταματήσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων (QE) στα τέλη του 2021, αντί για τον Μάρτιο του 2022, προσθέτοντας ωστόσο ότι από το καλοκαίρι, «αναπλήρωσε το κενό» με μια σειρά από μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων.
Υπενθυμίζεται ότι και η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, της ΕΚΤ πριν από λίγες ημέρες δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να είναι έτοιμη να αντέξει και να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια, ακόμη περισσότερο από ό,τι αναμένει η αγορά, εάν αυτό είναι απαραίτητο για τη μείωση του πληθωρισμού,
Νέα αύξηση επιτοκίων
Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια για τέταρτη συνεχόμενη φορά την περασμένη εβδομάδα και άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν και περαιτέρω αυξήσεις – προκαλώντας αναταράξεις στις αγορές ομολόγων της ευρωζώνης και προκαλώντας αντιδράσεις από την ιταλική κυβέρνηση.
Οι επενδυτές αναμένουν τώρα ότι το επιτόκιο που καταβάλλει η ΕΚΤ στις τραπεζικές καταθέσεις, επί του παρόντος στο 2%, θα αυξηθεί στο 3,4% το επόμενο έτος, σε σύγκριση με το ανώτατο όριο 2,75% που είχε καταγραφεί πριν από την απόφαση της περασμένης εβδομάδας.