Το «Φάρμακο» ήταν η αφορμή της συνάντησής μας. Το συλλογικό εγχείρημα που προέκυψε από επτά ποιήτριες και ποιητές και το οποίο φέτος συμπληρώνει την πρώτη του δεκαετία. Η διευθύντρια της έκδοσης Κατερίνα Ηλιοπούλου, η οποία μαζί με τον εικαστικό Γιάννη Ισιδώρου στάθηκαν διαρκώς πάνω από τις πρώτες ώρες της δημιουργίας του, λέει ότι ήταν μία συλλογική τρέλα που ξεκίνησε χωρίς χρηματοδότηση, στην αρχή της κρίσης το 2013, ως έντυπο περιοδικό μεγάλου σχήματος. Το «[φρμκ]» – όπως το βάφτισαν – επιβίωσε χάρη στους αναγνώστες του που του επέτρεψαν να βγάζει τα έξοδά του συνεχίζοντας την παρουσία του στα βιβλιοπωλεία ως περιοδικό που έχει σχέση με το ενιαίο πεδίο των τεχνών, της σκέψης, της ποίησης. Στις σελίδες του εμφανίζεται μεταφρασμένη η σύγχρονη ποίηση αιχμής, θεωρητικά κείμενα και εικαστικές δημιουργίες. Η ομάδα του το συστήνει ως φάρμακο για τη διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου. Και αφιερώνουν το τρέχον 17ο τεύχος του στην ανθρωπόκαινο περίοδο, την εποχή δηλαδή όπου η αλόγιστη εκμετάλλευση των οικοσυστημάτων (της φύσης) από τον άνθρωπο έχει καταστροφικές συνέπειες για τον πλανήτη.
«Προέρχομαι από τον χώρο των εικαστικών, έχοντας ξεκινήσει τη διαδρομή μου με σπουδές χημείας. Δεν έχω σπουδάσει φιλολογία, αλλά βλέπω την τέχνη ως ενιαίο πεδίο, ότι η ποίηση έχει σχέση με όλα τα πεδία των τεχνών. Αυτό συμβάλλει και στο έργο, το πώς το φαντάζεσαι. Αλλωστε η λογοτεχνία, η ποίηση περιλαμβάνουν τα εικαστικά, την αρχιτεκτονική, την αφήγηση και τους χαρακτήρες».
Ποιήτρια ή μυθιστοριογράφος;
Κατά βάση είμαι ποιήτρια, το έργο μου είναι ποιητικό, με πέντε ποιητικές συλλογές. Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο μου, «Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα», έχει ως κεντρική θεματική τον τόπο ως φορέα του σώματος, της μνήμης, της φαντασίας και της ιστορίας. Τον τόπο τον ανακαλύπτουμε κάθε φορά από την αρχή και μαζί με αυτόν ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Ωστόσο έχω εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων, το ποιητικό αφήγημα «Λίλυ Κραγκ» και τώρα γράφω ένα ποιητικό μυθιστόρημα. Νομίζω ότι αυτό δεν το αποφασίζεις. Εκείνο το αποφασίζει και εκείνο σε οδηγεί.
Το «εκείνο» έχει ψυχή;
Νομίζω ότι αυτό που λέμε έμπνευση είναι κάτι που προσπαθεί να συνομιλήσει μαζί σου. Να συστήσει μία συνομιλία και εσύ προσπαθείς να βρεις μια γλώσσα για να εκφράσεις αυτή τη συνομιλία. Οπότε η μορφή που θα πάρει αυτό κάθε φορά δεν είναι δική σου απόφαση. Ακολουθείς. Και στα ποιητικά βιβλία διαχειρίζεσαι διαφορετικούς τρόπους για να γράψεις αυτό που σε ενδιαφέρει. Εγραψα ένα αφηγηματικό βιβλίο και σε αυτό μου αρέσει η ιδέα ότι μπορώ να πω ιστορίες, υπάρχουν χαρακτήρες, άνθρωποι τους οποίους ακολουθώ και μένουν μαζί μου και πρέπει να μπω στη ζωή τους. Μου αρέσει αυτό γιατί έχει πολλαπλότητα. Είναι κάτι καινούργιο για εμένα. Με την πεζογραφία μπορείς και συνδέεσαι και πρέπει να κατοικήσεις τη ζωή περισσότερων ανθρώπων.
Η ποίηση είναι πηγαία δημιουργία;
Υπάρχει και στην ποίηση – όπως σε κάθε έργο τέχνης – ένα προγραμματικό μέρος. Τα ποιητικά μου βιβλία είναι συνθέσεις, έχουν μία κεντρική θεματική την οποία ανακαλύπτω γράφοντας. Δεν την αποφασίζω από την αρχή. Αλλά το στοιχείο του προγράμματος είναι μία ισορροπία ανάμεσα στο πιο ασυνείδητο κομμάτι που δεν το ελέγχεις και ένα κομμάτι που είναι πρόγραμμα, δηλαδή μία πειθαρχία και μία στρατηγική. Εμένα με ενδιαφέρει αυτό γιατί η φαντασία μου λειτουργεί με δομές. Με φαντάζομαι σαν έναν ντετέκτιβ που διεξάγει μία έρευνα.
Σου αρέσουν οι ιστορίες με ντετέκτιβ;
Δεν είναι το αγαπημένο μου, έχω διαβάσει αστυνομικά, αλλά δεν είμαι από τους φανατικούς. Το βλέπω περισσότερο από την πλευρά της έρευνας, με όρους ποιητικούς και όχι επιστημονικούς. Πρέπει να συστήσεις ένα εργαστήριο, να βρεις μια μέθοδο που κάθε φορά είναι διαφορετική, πρέπει να έχεις μια στρατηγική και έτσι συνδέεται το ένα με το άλλο. Μου αρέσει ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα κομμάτια, γιατί δεν είμαι από τους ποιητές που γράφουν ποιήματα και τα βάζουν σε ένα συρτάρι και στη συνέχεια κάπως τα συσχετίζουν μεταξύ τους και φτιάχνουν ένα βιβλίο που είναι σαν συλλογή. Βλέπω τα βιβλία μου ως βιβλία, όχι σαν συλλογές. Είναι κάτι συνολικό. Ωστόσο μάλλον είμαι ένας ντετέκτιβ που παραδίδεται στο μυστήριο, παρά το λύνει. Γιατί το μυστήριο με άλλο τρόπο συνεχίζεται σε επόμενο βιβλίο.
Και η «Λίλυ Κραγκ» τι είναι;
Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και έχει θέμα την ερωτική επιθυμία και πώς εκείνη συγκροτεί τον εαυτό.
Μήπως η ερωτική επιθυμία είναι είδος υπό εξαφάνιση στις μέρες μας;
Δεν θα ήθελα να το πιστέψω, αλλά η αλήθεια είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο που μας ωθεί να είμαστε ξένοι προς τον εαυτό. Αυτό που αναδύεται στην κοινωνική ζωή είναι ένα είδος αλλεργίας που έχουμε ο ένας προς τον άλλον μέσα από διαφοροποιήσεις και περιχαρακώσεις, παρά από στοιχεία σύνδεσης και δεσμού. Η ερωτική επιθυμία μάς συνδέει με το διαφορετικό, με την ετερότητα, γι’ αυτό και λέω ότι συγκροτεί τον εαυτό μας, ειδικά αν αυτό συμβαίνει πολύ νωρίς στη ζωή μας. Η πρώτη συνάντηση με αυτή τη δύναμη, η οποία έρχεται από έξω και σε βρίσκει, σε κάνει να ανακαλύπτεις αυτό που δεν είσαι εσύ, αλλά επίσης ανακαλύπτεις και μέσα σου το άλλο. Αλλά και η τέχνη είναι ένας θύλακος επιθυμίας και όρεξης. Για να κάνεις τέχνη πρέπει να έχεις επιθυμία και όρεξη για να συνδεθείς. Αυτό δεν αφορά μόνο όσους παράγουν τέχνη, αφορά και εκείνους που προσλαμβάνουν την τέχνη. Αρα πρέπει να είσαι ανοιχτός. Αυτό που συμβαίνει και μου κάνει εντύπωση στη συζήτηση για την πρόσληψη των έργων τέχνης είναι ότι οι άνθρωποι πηγαίνουν προς την τέχνη ψάχνοντας να δουν τον εαυτό τους, ψάχνοντας να βρουν αυτό που τους είναι οικείο και γνώριμο. Να ταυτιστούν με αυτό για να νιώσουν ασφαλείς. Ενώ το έργο τέχνης πρέπει να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι κινδυνεύεις. Και αυτός ο κίνδυνος σε ανανεώνει, σε κάνει να βλέπεις πράγματα τα οποία δεν ήξερες. Οι περισσότεροι το προσλαμβάνουν ως απειλή, ενώ είναι ένα πεδίο άγνωστο στο οποίο πρέπει να πας ανοιχτός και αθώος για να βρεις πράγματα για τον εαυτό σου. Γι’ αυτό το συνδέω με το γράψιμο. Οταν γράφεις, βρίσκεσαι σε μία κατάσταση κινδυνώδη. Αν δεν είσαι διατεθειμένος να κινδυνεύσεις, να βρεθείς δηλαδή σε άγνωστες περιοχές, δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Αν επαναλαμβάνεις όσα ήδη γνωρίζεις, δεν μπορείς να γνωρίσεις ανθρώπους, να επιθυμήσεις, να ερωτευτείς. Γιατί και η τέχνη είναι ένα είδος έρωτα προς τον κόσμο.
Η Λίλυ Κραγκ είναι μία κατασκευή, ένα πρόσωπο δικό σου, είναι ο εαυτός σου;
Ολα τα έργα έχουν μία βιογραφική ρίζα, ακόμα και αν δεν φαίνεται καθόλου. Σε αυτήν την περίπτωση είναι εντελώς αληθινό, μόνο που η πόλη, οι άνθρωποι και τα γεγονότα είναι εντελώς φανταστικά.
Πώς τοποθετείς το εγώ σου στο γράψιμο; Το αφήνεις να κυριαρχήσει ή το τραβάς προς τα πίσω όταν προσπαθείς να πιάσεις επαφή με τον αναγνώστη;
Με απασχολεί πολύ. Η γραφή είναι πάντα μία αναχώρηση. Δηλαδή αναχωρείς από τον κοινωνικό σου εαυτό, από το πολύ προσδιορισμένο εγώ σου, προκειμένου να απελευθερωθείς και να μπορέσεις να μπεις σε χώρους της συνείδησής σου οι οποίοι μπορεί και να μην είναι προσβάσιμοι στην καθημερινότητά σου. Οπότε υπάρχει από τη μία πλευρά αυτή η αναχώρηση – επώδυνη και ανακουφιστική ταυτόχρονα -, από την άλλη το βιωματικό στοιχείο που μπορεί να έχει στοιχεία του κοινωνικού εαυτού. Σε εμένα τέτοια βιογραφικά στοιχεία είναι πολύ λίγα. Σε άλλους ποιητές και ποιήτριες που αγαπώ υπάρχουν έντονα τέτοια στοιχεία. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση είναι μία αναστοχαστική διαδικασία. Δηλαδή ακόμα και όταν γράφεις κάτι που είναι σαφώς βιογραφικό έχεις ήδη μπει στη διαδικασία να το δεις με άλλο μάτι, άρα μοιραία το κατασκευάζεις. Και αφού το ανακατασκευάζεις μοιραία μπορεί να πηγαίνεις πιο κοντά στην αλήθεια του. Γιατί αυτό που ζούμε, ο εαυτός μας ο καθημερινός, είναι το άχθος της πραγματικότητας. Που είναι η στατιστική της ζωής. Αναρωτιέμαι αν είμαστε αυτό που ζούμε κάθε μέρα. Οπότε το πρώτο πρόσωπο στην ποίηση είναι ένα στοίχημα, αλλά μπορεί να αντιπροσωπεύει και άλλα πράγματα. Δεν είμαστε στη σύλληψη ενός ρομαντικού «εγώ». Εδώ και πολύ καιρό είμαστε στο μετα-μετα-μοντέρνο, οπότε έχουμε την πληροφορία και το βίωμα αυτής της θραυσματικότητας του εαυτού μας. Αλλά και αυτή η πατριαρχική κατά κάποιον τρόπο ιδέα του παντεπόπτη ποιητή – προφήτη, του ποιητικού εγώ που στέκεται από μία θέση προνομιακή και βλέπει τον κόσμο και ερμηνεύει, έχει εδώ και καιρό εγκαταλειφθεί. Μας ενδιαφέρει εκείνο το εγώ το οποίο βρίσκεται σε μία ενδιάμεση κατάσταση και μπορεί να καταλαμβάνει πολλές θέσεις. Η πολλαπλότητά του είναι κάτι βασανιστικό και μετέωρο, θραυσματικό και ανάπηρο. Μέσα από αυτήν έχουμε κερδίσει ένα είδος ελευθερίας, μια πιο συμπονετική στάση, καθώς μπορείς να συνδέεσαι με όλο και περισσότερες αφηγήσεις.