Ο Πίτερ Μπρουκ «έφυγε» σαν κερί που σβήνει αργά, μακρόσυρτα, επιφέροντας στο τέλος του αθόρυβα τη συμφιλίωση με την τάξη του κόσμου. Οι τελευταίες συναντήσεις μου μαζί του μού αποκάλυπταν ένα διαφορετικό πρόσωπο που είχε χάσει την αλλοτινή του ενέργεια, αλλά έδειχνε πιο στοργικός από ποτέ. Το βλέμμα του ήταν φωτεινό και το χαμόγελό του απέπνεε άπειρη τρυφερότητα.
Προετοιμαζόταν και αποδεχόταν την προοπτική του τέλους. Κι αυτό δεν μπορούσε παρά να γαληνεύει τους φίλους που τον περιέβαλλαν με μια νοσταλγική διάθεση για εκείνο που υπήρξε κάποτε. Ο Μπρουκ ως τα σαράντα του χρόνια αφιερώθηκε ως σκηνοθέτης ψυχή τε και σώματι στη σκηνή και στον κινηματογράφο. Χάρισε στο ευρωπαϊκό θέατρο μνημειώδεις παραστάσεις, με κορυφαίο τον «Βασιλιά Ληρ», που, όπως το ομολογούσε και ο ίδιος, άσκησε μια ιδιαίτερη επίδραση στις πρώην ανατολικές χώρες. Τούτη η παράσταση με τους έκπτωτους της εξουσίας και την αυθαιρεσία της που οδηγεί στην τραγωδία έτυχε εκεί θριαμβευτικής υποδοχής. Το ανατολικό μπλοκ και τα θέατρά του εκδήλωναν για πολλά χρόνια απεριόριστο θαυμασμό σε αυτόν τον Ληρ, που, ας μην ξεχνάμε, προήλθε κατά παραδοχή του ίδιου του Μπρουκ, από τη συνάντησή του με τον Γιαν Κοτ και το βιβλίο του «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας». Καθώς είχα ακούσει και από τους δυο για τούτο τον δημιουργικό διάλογο, ταυτίζω πάντα αυτόν τον Ληρ με τη φιλία τους.
Ο Μπρουκ σκηνοθέτησε διάφορα κείμενα, αρνούμενος να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο είδος όπως επέβαλλε στο ξεκίνημά του το θεατρικό κατεστημένο της εποχής: «Τίποτα από ό,τι είναι θεατρικό δεν μπορεί να μου είναι ξένο», έλεγε. Κι έτσι ανέβασε από μπουλβάρ ως Αρθουρ Μίλερ και Ζαν Ζενέ. Κανένας αποκλεισμός, καμία αυστηρή διαχωριστική γραμμή. Μια ελευθερία χωρίς περιορισμούς. Αυτή η πεποίθηση τον οδήγησε σε δύο παραστάσεις αντίθετες, αλλά συγγενικές, και εξίσου στρατευμένες. Από τη μια η ευφυής σκηνοθεσία του «Μαρά – Σαντ» του Βάις, όπου η τρέλα και ο εγκλεισμός σμίγουν με μια ανησυχητική δύναμη και από την άλλη η παράσταση ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ US που ο τίτλος παραπέμπει συγχρόνως στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο… «Εμείς».
Μεταμορφώσεις και πειραματισμοί
Ο Μπρουκ ήταν ο άνθρωπος των αδιάλειπτων μεταμορφώσεων και, στην αρχή της δεκαετίας του ’60, στρατεύτηκε στην τροχιά των θεατρικών πειραματισμών που ενέπνευσε το έργο του Αντονέν Αρτό. Ευαισθητοποιημένος, τότε, στον απόηχο που έφτανε από την Πολωνία, κάλεσε τον Γκροτόφσκι στο Λονδίνο για να δουλέψει με τους ηθοποιούς του. Ο Πίτερ αναγνώρισε στο πρόσωπό του το ασυμβίβαστο πρότυπο που ο ίδιος ονειρευόταν. Ο Γκροτόφσκι έμελλε να γίνει ο φίλος του για μια ζωή. Φιλία μοιρασμένη. Ο Μπρουκ πήγε στην Πολωνία προσκαλεσμένος του Γιέρζι και, λίγο αργότερα, τον τιμήσαμε, μαζί, στο Βρότσλαβ με μια σπάνια συγκίνηση ανάμεικτη με ευφορία, που ταίριαζε με το πνεύμα αυτής πολυαγαπημένης ύπαρξης. Ο Πίτερ είχε διοργανώσει στο θέατρο Μπουφ ντι Νορ την τελετή για την είσοδό του στο Κολέζ ντε Φρανς και, λίγο μετά, μόλις τον ενημέρωσα για την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του Γιέρζι έσπευσε να τον συναντήσει στο Σαντ’ Αρκάντζελο. Αυτή η τόσο αιφνίδια απόφαση μου φάνηκε σαν την πιο εύγλωττη απόδειξη της αγάπης που τους έδενε. Ρωτώντας μια μέρα τον Γκροτόφσκι για τις σχέσεις του με τον Μπάρμπα και τον Μπρουκ, μου απάντησε: «Mε τον Ευγένιο μιλάω πάντα μόνο για θέατρο, με τον Μπρουκ μόνο για τη ζωή».
Ο Πίτερ ολοκλήρωσε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως «αγγλικό κύκλο» με το σαιξπηρικό αριστούργημά του, το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας», που, απελευθερωμένο από το σκοτάδι, τοποθετείται στην καρδιά της μέρας και στιγματίζεται από την ανάμνηση των ακροβατικών της Οπερας του Πεκίνου. Μέσα στην τραγωδία της εισβολής των ρωσικών τανκς στην Πράγα το 1968 αυτή η παράσταση έγινε και πάλι για εμάς στην Ανατολική Ευρώπη βάλσαμο που γιάτρευε τις πληγές μας. Και πώς να ξεχάσω εκείνον τον Πουκ που, στο τέλος της παράστασης, διασχίζοντας την αίθουσα, μας έσφιγγε το χέρι, ψιθυρίζοντας ένα αλησμόνητο Good bye. Αποδεχόμενος αυτήν την πρόσκληση, μέσα στο σκοτάδι που με έπνιγε όλο και περισσότερο, άφησα τη Ρουμανία. Ο Πίτερ και το «Ονειρό» του βρίσκονται στη ρίζα αυτής της καθοριστικής για εμένα επιλογής.
Απρόσμενες αποστολές
Στα σαράντα του χρόνια, έλεγε, παραφράζοντας τη ρήση του Δάντη, ότι «η ζωή μάς έδωσε ό,τι μπορούσε να μας δώσει, και, από εδώ κι εμπρός, πρέπει εμείς να της δώσουμε αυτό που της οφείλουμε». Από σκηνοθέτης που ήταν ο Πίτερ μετουσιώθηκε σε άνθρωπο του θεάτρου. Μια καινούργια εποχή αρχίζει. Μετακομίζει στο Παρίσι, δημιουργεί το Διεθνές Κέντρο Θεατρικής Ερευνας και επιδίδεται σε απρόσμενες αποστολές. Επιδιώκει τις πιο ριζοσπαστικές εμπειρίες. Στην παράσταση «Οργκαστ» στο Σιράζ αφιερώνεται στην επαναπροσέγγιση της τραγωδίας του Προμηθέα με στόχο την εξερεύνηση των αρχαίων γλωσσών και την επινόηση μιας άλλης, φανταστικής γλώσσας, ώστε να ωθήσει όσο το δυνατόν μακρύτερα την έρευνά του πάνω στον ήχο και την αρχέγονη δύναμή του. Δεν θα την ολοκληρώσει ποτέ… Θα αναλάβει τη συνέχεια της έρευνας ο τότε συνεργάτης του Αντρέι Σερμπάν για να καταλήξει στην παράσταση «Αρχαία Τριλογία». Τούτη την οριακή θεατρική εμπειρία διαδέχεται το «ταξίδι στην Αφρική» που τα ίχνη του θα καθορίσουν τις μετέπειτα επιλογές του. Η Αφρική είναι «ο δικός μου τόπος της αλήθειας», θα πει αργότερα. Η Αφρική, οι ηθοποιοί της, οι αφηγήσεις της θα γίνουν το πεδίο του ενδιαφέροντός του.
Το 1974 ανοίγει το Θέατρο Μπουφ ντι Νορ, έναν εγκαταλελειμμένο θεατρικό χώρο, του οποίου όπως έλεγε αυτολεξεί «αγαπάει τις ρυτίδες». Κρατώντας διαφορετική θέση από τον Γκροτόφσκι ως προς την «ανάγκη του κοινού» επιδιώκει να εμψυχώσει τον θεατή μέσα από τη μεταδοτική ενέργεια της σκηνής. Ημουν παρών στην πρεμιέρα της «επιστροφής» με το έργο του Σαίξπηρ «Tiμων ο Αθηναίος», και σε αυτή την καινούργια στέγη, που θύμιζε ελισαβετιανό θέατρο, ανακάλυπτα τότε έναν άλλον Μπρουκ, πιο ανοικτό, λιγότερο φορμαλιστή, αλλά περισσότερο διαθέσιμο απέναντι στους ηθοποιούς που προέρχονταν από διαφορετικούς ορίζοντες. Υπήρξε ο εμπνευστής ενός πολυπολιτισμικού σχήματος που το θεωρούσε ως αναγκαία αντανάκλαση της πολυμορφίας των σύγχρονων πόλεων. Το ένα οφείλει να καθρεφτίζει το άλλο. Μια ιδιοφυής κίνηση που ευαισθητοποίησε μεγάλους σκηνοθέτες όπως τον Πατρίς Σερό, την Αριάν Μνουσκίν, τον Αντουάν Βιτέζ.
Ο Μπρουκ εναλλάσσει τις επιλογές του. Ανεβάζει τον «Βυσσινόκηπο» το 1977 και ανατρέπει τον κατεστημένο τσεχοφικό ρυθμό, επιταχύνοντάς τον και ελευθερώνοντάς τον από τα μακρόσυρτα στανισλαβσκικά κακέκτυπα. και την ίδια χρονιά υπογράφει, σε συνεργασία με τον Mάριους Κονστάν και τον Ζαν Κλοντ Καριέρ, την αριστουργηματική «Τραγωδία της Κάρμεν». Εδώ η όπερα ανακτά τις δραματικές αρετές της υποκριτικής, βασισμένη σε αυτό που ονόμασα «το θέατρο της ουσίας», έναν τίτλο, τον οποίο ο Γιαν Κοτ εκτίμησε σε τέτοιον βαθμό ώστε τον υιοθέτησε στο τελευταίο βιβλίο του.
Με δύο νέους σκηνοθέτες
Λίγο καιρό μετά, ο Πίτερ – πράγμα σπάνιο για εκείνον – διοργανώνει στη Βιέννη ένα σεμινάριο για νέους σκηνοθέτες. Θα επιλέξει έναν Ρουμάνο, τον Φελίξ Αλεξά, και έναν Πολωνό, τον Κρίστοφ Βαρλικόφσκι που θα τους καλέσει κοντά του ως βοηθούς του στην περιοδεία της παράστασης «Πελλέας και Μελισσάνθη». Αυτή η επιλογή του Πίτερ θα σημαδέψει το ξεκίνημα των δύο σκηνοθετών. Αργότερα ο Κρίστοφ θα προσκληθεί με μια σκηνοθεσία του στο Bouffes, όπου η σύμπνοια μεταξύ χώρου και παράστασης θα μαγέψει. Το ίδιο είχε συμβεί και χρόνια πριν όταν ο Tαντέους Kάντορ παρουσίασε το «Βιελοπόλ Βιελοπόλ» και, αυτός ο αιώνια ανικανοποίητος, μου είχε εκμυστηρευτεί: «Μόνο στο Bouffes du Nord υπήρξα πραγματικά ευτυχισμένος». Ο Μπρουκ, με τη σειρά του, είχε χαρακτηρίσει την παράσταση αυτή ως την κορύφωση ενός ιδιοφυούς δεξιοτέχνη, που κατά τρόπο θαυμαστό «φωτίζει» τον κόσμο γύρω του. Απροσδόκητη συνάντηση δύο καλλιτεχνών που φαινομενικά έδειχναν τελείως αντίθετοι!
Το έργο του Μπρουκ ως «ανθρώπου του θεάτρου» ολοκληρώνεται με δύο εμβληματικές παραστάσεις, που η ανάμνησή τους παραμένει για πάντα ζωντανή σε όσους είχαν την τύχη να είναι οι θεατές – μάρτυρες αυτού του θαυμαστού σκηνικού πλούτου: η «Σύσκεψη των πουλιών» και η «Μαχαμπαράτα», δύο σκηνοθεσίες εμπνευσμένες από μεγάλα επικά κείμενα. Ο Πίτερ αποφεύγει τη δυτική μυθολογία για να εξερευνήσει τις εποποιίες της Ανατολής. Στέκεται απέναντι στις μεγάλες αφηγήσεις ενός άλλου κόσμου και στο δικό τους όραμα για τον άνθρωπο.
Με αυτή την αφορμή επιβάλλονται μέσα από τις παραστάσεις του δύο μεγάλοι ξένοι ηθοποιοί, ο Yoshi Oida, συνεργάτης του Πίτερ από παλιά, και ο ανυπέρβλητος Sotigui Kouyaté. o πρώτος με τη μοναδική ερμηνεία του στον ρόλο του Ντρόνα στη «Μαχαμπαράτα», καθώς και με τη στοχαστική του διείσδυση στα παιχνίδια του ανθρώπινου νου στην παράσταση «Ο Ανθρωπος που», και ο άλλος, ως αλησμόνητος Πρόσπερο στην «Τρικυμία».
Στασιμότητα = αποδυνάμωση
Ο Πίτερ μού είπε μια μέρα: «Μένω στάσιμος σημαίνει αποδυναμώνομαι» και αυτό έγινε βασική αρχή της δουλειάς του. Ετσι, τον «κύκλο της καρδιάς» που ολοκλήρωσε με την «Τρικυμία» και τον «Αμλετ» διαδέχτηκε «ο κύκλος του νου», όπου στρέφει το ενδιαφέρον του στη νευρολογία και στις εγκεφαλικές διαταραχές. Ο Πίτερ πάντα θα μας εκπλήσσει. Ανατρέπει τους κώδικες, ανοίγεται στις νέες προσεγγίσεις και αρνείται κάθε στασιμότητα, εμπιστευόμενος τη δύναμη της στιγμής και την ανάγκη να μοιραστεί γενναιόδωρα την πληρότητά της με το κοινό.
Στην τελευταία περίοδο της σκηνικής του δημιουργίας ανέδειξε μέσα από την εμπειρία του στις αφρικανικές θεατρικές φόρμες στοιχεία αλληγορικά και ταυτόχρονα άμεσα. Πώς να μην αναφερθώ στην παράσταση «Το Κοστούμι» ή στον «Φυλακισμένο», μια σκηνοθεσία πάνω σε ένα κείμενο που φέρει το εύρος των μακρινών παραδόσεων. Αφιερώθηκε σ’ αυτό που μου αρέσει να αποκαλώ «το πρώτο θέατρο», πρωτόγονο ναΐφ θέατρο μιας αρχαϊκής σοφίας. Δίχως στόμφο και μαλάματα.
Πριν από όλα, ο Πίτερ εισήγαγε την περίφημη έννοια του «άδειου χώρου» που ταυτίστηκε με τις παραστάσεις του, υπερασπίστηκε έναν ανορθόδοξο Σαίξπηρ, συνδέοντας «το βίαιο με το ιερό», τίμησε τη φωνή ως «αλήθεια του είναι», προέτρεψε στη «σιωπή».
Μόλις τον αντίκρισα γαλήνιο στον ψυχρό νεκροθάλαμο, η ταινία της ζωής μου μαζί του ξεδιπλώθηκε μπροστά μου οργανικά, σαν να έγινε πράξη αυτό που πάντα ήθελε ο ίδιος, το θέατρό του να είναι το άλλο μισό της ζωής. Να λοιπόν και η δική μου «δεύτερη ζωή» που τώρα έφτασε στο τέλος της. «Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσο πολλά» – αγαπούσε αυτό το ρεφρέν από το τραγούδι της Βιολέτας Πάρα.
(Μετάφραση: Δηώ Καγγελάρη, Διονυσία Σκαμπαρδώνη)