Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ -κατά κόσμον Γιόζεφ Άλοϊς Ράτσινγκερ και γεννημένος το 1927 στη Βαυαρία- έγινε το 2005 ο πρώτος Γερμανός Πάπας έπειτα από μια χιλιετία. Μόλις οκτώ χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος που παραιτήθηκε από το αξίωμα εδώ και έξι αιώνες.
Η επίσημη αιτιολογία του Βατικανού ήταν λόγοι υγείας. Κατά πολλούς, η ιστορική παραίτηση του Βενέδικτου ΙΣΤ’ -και έκτοτε «Ομότιμου Πάπα»- ήταν επιβεβλημένη υπό το βάρος πλείστων όσων σοβαρών σκανδάλων…
Η εξέλιξη αυτή φάνταζε σε πολλούς αναπάντεχη και σε άλλους αναμενόμενη για τον 265ο ποντίφικα, που εξελέγη σε μια από τις πιο σύντομες ψηφοφορίες στα χρονικά της Αγίας Έδρας.
Μέχρι τότε, μεγάλο μέρος του Τύπου τον αποκαλούσε «καρδινάλιο-πάντσερ», είτε ως αναφορά στις σκληροπυρηνικές θεολογικές θέσεις του, είτε κυρίως παραπέμποντας στο άρμα μάχης της ναζιστικής Γερμανίας και της -υποχρεωτικής, ως επισήμως αναφέρεται- συμμετοχής του, τότε ως έφηβου, στις τάξεις του Γ’ Ράιχ.
Έξι δεκαετίες αργότερα, αφότου είχε αναλάβει πια καθήκοντα επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων με τη συνεχή υποστήριξή του στη διαδικασία αγιοποίησης του αμφιλεγόμενου Πάπα Πίου IB’ (1939-1958), η θητεία του οποίου στιγματίστηκε βαριά, μεταξύ άλλων, από την ένοχη σιωπή για το Ολοκαύτωμα.
Μέχρι να παραιτηθεί, το 2013, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ είχε γράψει πολλές «μαύρες» σελίδες.
Μια παπική θητεία κρίσεων
Για τις ακραία δογματικές θέσεις του, που αποξένωσαν μέρος του καθολικού ποιμνίου και προκάλεσαν ισχυρούς κλυδωνισμούς στον διαθρησκευτικό διάλογο, απέκτησε το προσωνύμιο «ροτβάιλερ του Θεού».
Συνέχισε με ζήλο τον «πόλεμο» που εξαπέλυσε ο προκάτοχός του (νυν ανακηρυγμένος Άγιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κατά της Θεολογίας της Απελευθέρωσης: του προοδευτικού θεολογικού ρεύματος που ξεκίνησε από τη Λατινική Αμερική, συντασσόμενο με τα κοινωνικά κινήματα για την εξάλειψη της ανισότητας και της αδικίας.
Προκάλεσε σάλο με την απόφασή του να δεχτεί πίσω στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έναν επίσκοπο αρνητή του Ολοκαυτώματος.
Έπειτα από μια αμφιλεγόμενη ομιλία του περί Χριστιανισμού και Ισλάμ -με αναφορές που συνέδεαν τους αλλόθρησκους με τη βία- κατηγορήθηκε για προσβολή των μουσουλμάνων, πυροδοτώντας οργισμένες αντιδράσεις σε όλο τον ισλαμικό κόσμο (με τις οποίες συνδέθηκε η δολοφονία στη Σομαλία μιας Ιταλής μοναχής).
Αν και τόνισε ότι παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις του, τελικά αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη. Σε μια συμφιλιωτική κίνηση, δε, επισκέφθηκε την Τουρκία και προσευχήθηκε με τον μεγάλο μουφτή της Κωνσταντινούπολης στο Μπλε Τζαμί.
Λίγο αργότερα ξεσήκωσε διεθνή κατακραυγή, όταν σε ένα ταξίδι του στην Αφρική είπε ότι η χρήση του προφυλακτικού συνέβαλε στη διάδοση του AIDS. Θέση, που αναγκάστηκε μετά να ανασκευάσει.
Όμως αυτό που άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη θητεία του ήταν η στάση του στα σκάνδαλα σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που συγκλόνισαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, προκαλώντας σοκ και αποτροπιασμό.
Η πιο βαριά «σκιά»
Οι αποκαλύψεις είχαν ήδη αρχίσει επί Ιωάννη Παύλου Β’, πήραν όμως εκρηκτικές διαστάσεις κατά την παπική θητεία του Βενέδικτου ΙΣΤ’.
Ο ίδιος συναντήθηκε με θύματα και προσευχήθηκε μαζί τους. Ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της Αγίας Έδρας. Άνοιξε το δρόμο για την απομάκρυνση καταγγελλόμενων ιερέων και επόπτευσε τη χάραξη νέας πολιτικής, ώστε να μην επαναληφθούν ανάλογα εγκλήματα.
Κατηγορήθηκε ωστόσο ότι δεν έλαβε μέτρα κατά όσων συγκάλυψαν το σκάνδαλο στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ουδέποτε άλλωστε ο ίδιος παραδέχθηκε ανοιχτά κάποια δική του ευθύνη. Είτε όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Μονάχου και Φράιζινγκ (1977-1982) και, όπως πλέον καταγγέλλεται ανοιχτά, έκανε τα «στραβά μάτια» σε τέσσερις περιπτώσεις κακοποίησης ανηλίκων από ιερείς.
Είτε όταν αμέσως μετά διορίστηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ στην «κεφαλή» της Συνόδου για τη Διαφύλαξη του Δόγματος της Πίστης, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλούς σύγχρονη εκδοχή της Ιεράς Εξέτασης….
Η επιστολή De delictis gravioribus («Περί σοβαρότερων εγκλημάτων») του 2001 που συνέταξε ο τότε καρδινάλιος Ράτσινγκερ, με την οποία διευκρίνιζε την εμπιστευτικότητα των εσωτερικών ερευνών της Εκκλησίας, ερμηνεύεται από πολλούς ως μια από τις πιο ωμές προσπάθειες συγκάλυψης.
Μεταξύ άλλων, αφορά και υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων από ιερείς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
To 2005 μάλιστα, λίγους μήνες μετά την ενθρόνιση του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’, η επιστολή αναφέρθηκε σε μήνυση που κατατέθηκε και κατά του ίδιου για συνωμοσία με σκοπό τη συγκάλυψη της κακοποίησης τριών αγοριών από έναν ιεροσπουδαστή στο Τέξας. Ο Πάπας επικαλέστηκε τη διπλωματική ασυλία του, ως αρχηγός της πόλης-κράτους του Βατικανού.
Αργότερα δε -μετά την παραίτηση του Βενέδικτου ΙΣΤ’- το όνομα του (εκλιπόντος πλέον) αδελφού του, Γκέοργκ Ράτσινγκερ, ενεπλάκη σε σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης νέων της χορωδίας του καθεδρικού ναού του Ρέγκενσμπουργκ, στη Βαυαρία.
Καθολικός ιερέας και μαέστρος της, ο Γκέοργκ Ράτσινγκερ καταγγέλθηκε ότι έκανε τα «στραβά μάτια». Ο ίδιος, μιλώντας στον γερμανικό Τύπο, ζήτησε αργότερα συγγνώμη, αν και -όπως είπε- δεν γνώριζε τίποτα.
Περισυλλογή και προσευχή
Η παραίτηση του 265ου ποντίφικα έγινε στο φόντο όλων αυτών, καθώς και διάφορων υποθέσεων διαφθοράς και νεποτισμού, που ήρθαν στο φως το 2012 με τη διαρροή εγγράφων από το Βατικανό -ένα σκάνδαλο που έγινε έκτοτε γνωστό ως Vatileaks. Ορισμένες από αυτές τις υποθέσεις ακόμη ερευνώνται.
Στο μεσοδιάστημα, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ αποσύρθηκε από το προσκήνιο, ζώντας στο μοναστήρι Mater Ecclesiae, σε έναν λόφο στους κήπους του Βατικανού και σε απόσταση περίπου 750 μέτρων από την κατοικία του διαδόχου του, Πάπα Φραγκίσκου.
Το κτίριο ανακαινίστηκε ειδικά για αυτόν. Τοποθετήθηκε ακόμη και ένας μικρός ανελκυστήρας, καθώς ο «Ομότιμος Πάπας» αντιμετώπιζε πια σοβαρά προβλήματα κινητικότητας, χρησιμοποιώντας συχνά για τις μετακινήσεις του αναπηρικό καροτσάκι και έχοντας μόνιμα στο πλευρό του τον προσωπικό γραμματέα του, Γκέοργκ Γκένσβαϊν.
Προς τιμήν της καταγωγής του Βενέδικτος ΙΣΤ’, στην είσοδο του μοναστηρίου τοποθετήθηκε με την άφιξή του μια διακοσμητική καρδιά από μελόψωμο από το Oktoberfest του Μονάχου. Οι Ιταλίδες καλόγριες έμαθαν για χάρη του τα μυστικά της βαυαρικής κουζίνας.
Ο ίδιος, μετά την παραίτησή του, διακήρυξε ότι θα συνέχιζε να υπηρετεί την εκκλησία «μέσω μιας ζωής αφιερωμένης στην προσευχή».
Συνέχισε πάντως να παρεμβαίνει με γραπτά και συνεντεύξεις, δίνοντας «τροφή» στους συντηρητικούς επικριτές του προοδευτικού Πάπα Φραγκίσκου.
Στις αρχές του έτους εν τω μεταξύ, μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης-βόμβα δικηγορικού γραφείου του Μονάχου για τη συστηματική σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων από ιερείς της Αρχιεπισκοπής Μονάχου και Φράιζινγκ, την περίοδο μεταξύ 1945 μέχρι το 2019, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ απάντησε με δύο επιστολές, αρνούμενος επί της ουσίας, σε ό,τι του αναλογεί, κάθε ευθύνη.
«Κάθε μέρα διερωτώμαι αν και εγώ θα έπρεπε να μιλώ για μεγάλη υπαιτιότητα», ανέφερε. «Εκφράζω εκ νέου προς τα θύματα το βαθύ μου αίσθημα ντροπής, μεγάλο πόνο, και ζητώ ειλικρινώς συγγνώμη», προσέθεσε, τονίζοντας ότι σύντομα θα κριθεί «από τον ύστατο κριτή».