Λίγες μέρες απομένουν μέχρι να μπούμε και επίσημα στην προεκλογική χρονιά. Κι ενώ τα κομματικά επιτελεία επιταχύνουν τις προετοιμασίες τους, στις δημοσκοπήσεις εντοπίζονται τρία ευρήματα που δημιουργούν ερωτήματα, ανησυχίες και ειδικές προκλήσεις για τα κόμματα. Θα έλεγε κάποιος πως αυτά είναι που βγάζουν και κυβέρνηση. Και άρα σκανάρονται διεξοδικά από τα κομματικά επιτελεία.
Αναποφάσιστοι
Η κοινή εικόνα πλέον σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης είναι ότι περίπου ένας στους 10 ψηφοφόρους δηλώνει ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμα ποιο κόμμα θα ψηφίσει. Ενδεικτικά, σε μερικές από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιήθηκαν, η Pulse κατέγραψε τους αναποφάσιστους στο 9% (με 4% στο λευκό/άκυρο/αποχή), η Marc στο 9,7% και η Metron Analysis στο 8,9%. Ως προς την πολιτική προέλευσή τους, οι περισσότεροι δεν ταυτίζονται με ένα κόμμα αλλά αποφασίζουν τι θα ψηφίσουν ακόμη και την τελευταία στιγμή και εξαρτούν την επιλογή αυτή από συγκεκριμένα κριτήρια ή επηρεάζονται από γεγονότα. Σε ανάλυση της ALCO τον περασμένο Οκτωβρίου για τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό των αναποφάσιστων (που είχαν μετρηθεί στο 12,2%), το 28% απάντησε «τίποτα», 23% δήλωσαν κεντρώοι, το 20% δεν απάντησε, 11% δήλωσαν κεντροαριστεροί, 6% αριστεροί, 6% δεξιοί και ένα ακόμη 6% κεντροδεξιοί. Η ακρίβεια και η οικονομία προσδιορίζονται σε κάθε μέτρηση ως τα δύο πρώτα βασικά κριτήρια που θα επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Στις περισσότερες αναλύσεις τους τα κομματικά επιτελεία θεωρούν ότι η δεξαμενή αυτή θα είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το αποτέλεσμα των εκλογών. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι όσων απαντούν δείχνουν να προσεγγίζουν το Κέντρο, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είναι τα δύο κόμματα που κοιτούν περισσότερο προς την κατεύθυνσή τους. Η ΝΔ ειδικότερα μιας και, εκτός από το ότι είναι πρώτο κόμμα, θεωρεί ότι έχει προβάδισμα λόγω της πρωτιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη στις μετρήσεις κοινής γνώμης για τον αρχηγό που είναι καταλληλότερος για τη διαχείριση της οικονομίας.
Αδιευκρίνιστοι
Οι περισσότεροι δημοσκόποι συμφωνούν πλέον ότι υπάρχει ένα ποσοστό ψηφοφόρων που δεν ανιχνεύεται στις μετρήσεις. Αυτός είναι ένας παράγοντας αισιοδοξίας για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ συνήθως υποεκτιμούνται, όπως φάνηκε στις εκλογές του 2015, του 2019 και στο δημοψήφισμα. Οι νέοι ψηφοφόροι είναι, για παράδειγμα, μια δεξαμενή που δεν μετριέται με ασφάλεια αλλά είναι η ισχυρότερη ηλικιακή δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, παρότι είναι ξεκάθαρο ότι η ΝΔ διατηρεί καθαρό προβάδισμα, οι μετρήσεις ή/και αναλύσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ κάτω από 28% πιθανόν να μην είναι και τόσο ρεαλιστικές (τόσο ήταν το ανώτερο που του έδιναν το 2019 όταν, τελικά, έχασε με 31,6%).
Ακροδεξιοί
Σε αυτή τη φάση οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια σταθερή δυναμική της Ελληνικής Λύσης και ανιχνεύουν το κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη περίπου στο 2% και το κόμμα των Φαήλου Κρανιδιώτη – Θάνου Τζήμερου Εθνική Δημιουργία περίπου στο 1%, με τον χώρο αυτό να εκπροσωπείται από τουλάχιστον δύο ακόμη γνωστά κόμματα. Οι αναλυτές δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν τη συμπεριφορά των πρώην ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής. Αυτή τη στιγμή εκτιμάται, όμως, ως πολύ πιθανό, με την απλή αναλογική το κόμμα του Κασιδιάρη να μπει στην επόμενη Βουλή. Γενικά μιλώντας, τα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ είναι πιθανό να της προκαλέσουν προβλήματα δυναμικής σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας που είναι παραδοσιακά «γαλάζιες» αλλά οι πληθυσμοί τους ανήκουν σε λαϊκά κι αγροτικά στρώματα και πιέζονται από την οικονομική ανασφάλεια. Τέτοια κοινά εντοπίζονται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα όπου πολλοί αναλυτές αναμένουν αύξηση των ποσοστών της Ελληνικής Λύσης. Ενδεικτικά, τρεις περιφέρειες που έχουν μπει στο μικροσκόπιο είναι τα Γρεβενά, η Κοζάνη και η Καστοριά.