Το 1987 σε ένα δημοσίευμα των «New York Times» για τον τρόπο που το Βερολίνο προετοιμαζόταν να αλλάξει σελίδα στην ιστορία του 20ού αιώνα γινόταν αναφορά στα στέκια όπου καλλιτέχνες, συγγραφείς και φοιτητές πίνουν και συναναστρέφονται με επιχειρηματίες, πολιτικούς, δημοσιογράφους.

Στο μεταξύ, ο Τζον λε Καρέ στη «Μικρή τυμπανίστρια» λίγα χρόνια νωρίτερα είχε στείλει έναν από τους χαρακτήρες του με μελαγχολική διάθεση στο Βερολίνο: «Φοβούμενος για τον εαυτό του, έσπευσε σε ένα μοντέρνο ελληνικό νυχτερινό κέντρο διασκέδασης που γνώριζε, το οποίο διευθύνεται από μια γυναίκα με κοσμοπολίτικη σοφία». Η γυναίκα είναι η Φώφη Ακριθάκη και το μαγαζί της το Estiatorio, γνωστό σε όλους ως Fofi’s.

Ο Λε Καρέ συνεχίζει γράφοντας ότι ο χαρακτήρας του, ο Γκάντι Μπέκερ, «έχοντας επιτέλους μεθύσει, έβλεπε τους καλεσμένους να σπάνε τα πιάτα με μεγάλη ανυπομονησία, σύμφωνα με την καλύτερη γερμανοελληνική παράδοση». Για τους περισσότερους Βερολινέζους η πραγματική έλξη του χώρου αυτού βρισκόταν στο ότι από τη δεκαετία του 1970 έως το 1995 ήταν ένα σημείο θέασης. Με ένα πλήθος θαμώνων πιο αστραφτερό νωρίς το βράδυ και πιο άγριο τη νύχτα.

Η Φώφη εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βερολίνο το 1969, αφού είχε παντρευτεί τον Αλέξη Ακριθάκη. Ο Ακριθάκης έφτασε στο Δυτικό Βερολίνο με μια υποτροφία της DAAD (Γερμανική Υπηρεσία Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών) για να ξεφύγει από τις διώξεις και τους περιορισμούς της δικτατορίας στην Ελλάδα. Στο Βερολίνο η Φώφη Ακριθάκη ανέπτυξε τις δεξιότητές της στην επικοινωνία μέσα από την τελετουργία της τροφής.

Χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, άνοιξε με δύο φίλους της το μπαρ Αχ Βαχ, το ’75-’76 άνοιξε μόνη της ένα μικρό μπαρ μαγειρεύοντας σπίτι της μεζέδες που κάθε βράδυ τούς πήγαινε με ταξί στο μαγαζί. Λίγο αργότερα, το 1977, οι Βασίλης Κουράφαλος και Κώστας Κασάμπαλης της πρότειναν να ανοίξουν ένα άλλο μαγαζί, του οποίου η ταμπέλα έγραφε Estiatorio. Τα υπόλοιπα έγιναν κεφάλαιο της ιστορίας του Βερολίνου. Η οικοδέσποινα και ο καλλιτέχνης σύζυγος είχαν μετατρέψει τον χώρο εστίασης σε τόπο συνάντησης και επικοινωνίας φίλων, συνεργατών, συνοδοιπόρων, αλλά και άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων, οι οποίοι συνευρίσκονταν για να περάσουν καλά χωρίς να έχει σημασία η κοινωνική, ιδεολογική ή όποια άλλη ταυτότητα.

Από τέτοιες βραδιές συνεκτικής απόλαυσης δημιουργήθηκαν και καλλιτεχνικά έργα, τα οποία οι δημιουργοί τους αφιέρωναν στη Φώφη και τον Αλέξη Ακριθάκη. Οπως στη γιορτή των γενεθλίων του Γιάννη Κουνέλλη, της Ρεμπέκα Χορν και του Χάινερ Μίλερ οι τρεις καλλιτέχνες συνδημιούργησαν πάνω σε ένα στρωμένο τραπέζι το έργο τους: ένα λεκιασμένο από κρασί τραπεζομάντιλο, ένα άδειο πακέτο τσιγάρα Gauloises, ξεραμένα κόκκινα τριαντάφυλλα, ορισμένα μαχαιροπίρουνα. Η σύνθεσή τους μπήκε σε κορνίζα και το έργο τους αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο εστιατόριο στην ταράτσα του Μουσείου Μπενάκη.

Εκεί όπου η Χλόη Ακριθάκη, κόρη της Φώφης και του Αλέξη, επιμελήθηκε την εγκατάσταση ορισμένων έργων από το βερολινέζικο Fofi’s στον χώρο του εστιατορίου του μουσείου. Το Μουσείο Μπενάκη, στο πλαίσιο των αφιερωμάτων του σε προσωπικότητες που άφησαν σημαντικά ίχνη στην ιστορία του πολιτισμού μέσα από τη ζωή και το έργο τους, παρουσιάζει σε συνεργασία με το Αρχείο Ακριθάκη το «Εστιατόριο», φέρνοντας στην Αθήνα της δεκαετίας του 2020 το Βερολίνο των δεκαετιών του 1970, του 1980 και του 1990, μέσα από έργα τέχνης και ντοκουμέντα.

«Πιστεύω ότι τα πράγματα πρέπει να δείχνονται. Είχα ξεκινήσει την έρευνά μου να κάνω μία έκδοση για τη μητέρα μου και το Fofi’s και η επιθυμία μου διασταυρώθηκε με τις ιδέες του μουσείου, όπου εν μέσω της πανδημίας είχε ξεκινήσει η ανακαίνιση του χώρου τού εστιατορίου του. Είχε γίνει το 2012 η έκθεση “Fofi’s Berlin” στο Μουσείο Αλεξ Μυλωνά σε επιμέλεια Ντένη Ζαχαρόπουλου και Αλέξη Παπαζαχαρία με έργα τέχνης από την προσωπική συλλογή της Φώφης Ακριθάκη. Εδώ γίνεται μια τεκμηρίωση σχετικά με τις πρώτες γνωριμίες της Φώφης και του Αλέξη όταν πήγαν στο Βερολίνο με την υποτροφία της DAAD. Εργα των Ξενάκη, Λογοθέτη, Τσόκλη, Ρέμο Ρεμότι».

Η ιστορία της Φώφης Ακριθάκη στο Βερολίνο θα μπορούσε να είναι και κινηματογραφική ταινία;

Η φιλόξενη ατμόσφαιρα του Fofi’s έκανε τους καλλιτέχνες που σύχναζαν στο μαγαζί́ να θέλουν να προσθέσουν και να προστεθούν σε αυτή την ατμόσφαιρα. Οι φίλοι της μητέρας μου ήταν πολλοί. Ο Βιμ Βέντερς ύστερα από έναν χωρισμό του ζήτησε παρηγοριά σε ένα μοναχικό τραπέζι του εστιατορίου της. Ο Φράνσις Μπέικον, άλλος θαμώνας του εστιατορίου, της έστειλε ένα από τα ζωγραφικά του τρίπτυχα με προσωπική αφιέρωση και τώρα το παρουσιάζουμε στο εστιατόριο στο Μπενάκη. Οπως και τη “Μήδεια” του Μπομπ Ουίλσον. Από τα τραπέζια του εστιατορίου της Φώφης πέρασαν ο Αντι Γουόρχολ, ο Ντέιβιντ Μπάουι, ο Μπράιαν ντε Πάλμα, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Νομίζω ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κάποιος από την τέχνη, την πολιτική, τα γράμματα που να βρισκόταν στο Βερολίνο και να μην περνούσε από εκεί. Περισσότερα από είκοσι χρόνια, είχε γίνει ένα από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά στέκια του Βερολίνου και της Ευρώπης.

Πώς βίωσες την πτώση του Τείχους του Βερολίνου;

Η πτώση του Τείχους ήταν κάτι που όλοι ονειρεύονταν αλλά κανείς δεν πίστευε ότι θα γίνει. Ακόμη και λίγες ώρες πριν ανοίξουν τα σύνορα κι ενώ συζητούσαμε τα γεγονότα, τις διαδηλώσεις που γινόντουσαν στη Λειψία, τους χιλιάδες Ανατολικογερμανούς που εγκατέλειπαν το καθεστώς μέσω των πρεσβειών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Πράγα και τη Βουδαπέστη, το άνοιγμα των συνόρων μάς φαινόταν απίθανο. Ετσι, γυρίζοντας σπίτι εκείνο το βράδυ, βρέθηκα ξαφνικά σε μποτιλιάρισμα. Αυτοκίνητα, πεζοί, όλοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους. Τα σύνορα είχαν ανοίξει, οι πρώτοι Ανατολικοβερολινέζοι πέρασαν διστακτικά στον δυτικό τομέα – κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν και αν θα μπορούσαν να επιστρέψουν -, οι φρουροί επίσης δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Από ένα λάθος δόθηκε άμεσα η διαταγή χωρίς οδηγίες. Σε λίγες ώρες όλη η πόλη ήταν ένα ξέφρενο πάρτι που κράτησε μέρες. Πήγα στο Εστιατόριο, αλλά δεν βρήκα κανέναν εκεί. Ολοι τους είχαν πάει στο Τείχος κι εγώ πήγα με έναν άγνωστο που βρήκα στον δρόμο στην Πύλη του Βρανδεμβούργου να δούμε τι έχει γίνει. Αργότερα έμαθα ότι εκείνο το βράδυ έτρωγε στο Εστιατόριο ο Γκίντερ Ρέξροντ, τότε senator οικονομικών του κρατιδίου του Βερολίνου και φίλος της μητέρας μου. Εκεί λοιπόν στο Εστιατόριο του έστειλαν το τηλεγράφημα ότι έπεσε το Τείχος και εκείνος το έδωσε στη Φώφη!

Πώς σε επηρέασαν καλλιτεχνικά το Βερολίνο και η Πράγα;

Πιστεύω ότι το Βερολίνο με επηρέασε πιο πολύ από όλα τα μέρη όπου έχω ζήσει. Εκεί πήγαινα από μωρό με τον πατέρα μου στη National Gallerie και σε άλλες εκθέσεις τέχνης, όπως άλλα παιδάκια πήγαιναν στην παιδική χαρά. Αργότερα συνειδητοποίησα ποιοι ήταν οι φίλοι της μητέρας μου και ποιους καταπληκτικούς καλλιτέχνες είχα την τύχη να γνωρίσω. Εκεί επίσης γνώρισα και τον Χρήστο Ιωακειμίδη, για τον οποίο δούλεψα στη διοργάνωση μεγάλων εκθέσεων, όπως η «American Art in 20th Century» στο Martin Gropius Bau. Το Βερολίνο ήταν το φυσικό μου περιβάλλον και έτσι το ζούσα και το είχα αποδεχτεί, χωρίς να μου κάνει καμία εντύπωση. Στην Πράγα πήγα το 1994 και βρήκα μια πανέμορφη, κινηματογραφική πόλη, φημισμένη για τη φωτογραφική σκηνή της. Εκεί, ενώ η βασική μου ενασχόληση ήταν για πολλά χρόνια η οικογένειά μου, οργανικά ήρθα πιο κοντά στη φωτογραφία.

Εχεις δεθεί με κάποιο τρόπο με την Αθήνα;

Τα τελευταία χρόνια «ξαναβρήκα» την Αθήνα. Είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Δεν έχασα ποτέ επαφή με τους φίλους μου και χαίρομαι αφάνταστα και για τις καινούργιες γνωριμίες που κάνω εδώ. Για μένα η Αθήνα δεν είναι το καινούργιο Βερολίνο, τίποτα δεν μπορεί να το αντικαταστήσει. Και δεν το εννοώ αρνητικά. Είναι απλά μια εντελώς διαφορετική πόλη στην άκρη και όχι στη μέση της Ευρώπης με διαφορετικούς ανθρώπους, όπου, ενώ στον χώρο της τέχνης συμβαίνουν χιλιάδες πράγματα – τα οποία δεν προλαβαίνουμε να τα δούμε όλα -, η αγορά μας είναι παρά πολύ μικρή.

Τι βλέπεις στα εργαστήρια των καλλιτεχνών τα οποία φωτογραφίζεις;

Είναι ένα πρότζεκτ που ξεκίνησε πολύ χαλαρά ενώ συναντιόμουν με φίλους καλλιτέχνες στα εργαστήριά τους. Τα εργαστήρια μου είναι χώροι οικείοι από τα παιδικά μου χρόνια. Στην αρχή απλά μιλούσαμε με τους καλλιτέχνες, όμως κάποια στιγμή άρχισα να φωτογραφίζω τον χώρο ή τους ίδιους την ώρα της δουλειάς και της δημιουργίας τους. Μου αρέσει να παρατηρώ τη σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του, όπως και το να ανακαλύπτω την επίδραση του χώρου του εργαστηρίου τους στο έργο. Ή και το αντίστροφο, πώς ο ίδιος ο δημιουργός επιβάλλεται στον χώρο όπου προετοιμάζει το έργο του. Με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες αλλά και το σύνολο. Η στιγμή της ησυχίας και της συγκέντρωσης. Αυτό που αιωρείται στην ατμόσφαιρα και ενώ είναι αόρατο καταγράφεται με έναν μαγικό τρόπο στη φωτογραφία.

Στα φωτογραφικά καρέ σου εξιχνιάζεις την ποιητική της απουσίας;

Ενα τσαλακωμένο σεντόνι, μια σκιά, μια σιλουέτα σε κίνηση, τα απομεινάρια μιας ημέρας. Η ανθρώπινη παρουσία μέσω της απουσίας της. Μερικές φορές είναι μια αναφορά σε μνήμες, άλλοτε πάλι όχι, αλλά πάντα γεννά ερωτήματα και δίνει χώρο στη φαντασία να πλάσει τις δικές της ιστορίες.