Για ποιον λόγο o Τσάρλι, ένας πανέξυπνος, ετοιμόλογος καθηγητής δημιουργικής γραφής (μέσω Διαδικτύου), έχει επιτρέψει στον εαυτό του να αφεθεί τόσο ανεξέλεγχτα και να σαπίζει καθηλωμένος σε έναν καναπέ καταβροχθίζοντας, χωρίς περιορισμό, ό,τι βρεθεί μπροστά του;
Γιατί ζει μέσα σε ένα σπίτι που νιώθεις ότι μυρίζει σαν ντουλάπα που την ανοίγουν μια φορά τη δεκαετία; Τι μπορεί να έχει συμβεί στη ζωή του το οποίο τον έχει αφήσει τόσο σπαραχτικά μόνο, αντιμέτωπο με αμέτρητα μέτωπα, κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό;
Και πώς μπορεί, αν μπορεί, να έρθει σε επαφή με την αγαπημένη του, μονάκριβη κόρη, η οποία τον αντιμετωπίζει σαν μίασμα; Ολα τα παραπάνω ερωτήματα και μαζί τους πολλά ακόμα, θα προκύψουν ενώ εκτυλίσσεται η «Φάλαινα» (The whale, ΗΠΑ, 2022) τελευταία ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι, μεταφορά στο σινεμά του θεατρικού έργου του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ που έκανε τη διασκευή του σεναρίου.
Είναι γνωστό ότι ο Αρονόφσκι των «Π», «Μαύρος κύκνος», «Νόε» κ.ά. ξέρει (και του αρέσει) να πιέζει τις καταστάσεις στα άκρα, να οδηγεί όχι μόνο τον θεατή αλλά και τους ίδιους τους ήρωές του (και μαζί τους ηθοποιούς του) στην απελπισία.
Γιατί θα πρέπει να ήταν πραγματικά απελπιστική η δουλειά που υπέβαλε στον εαυτό του ο (απίθανος εδώ) Μπρένταν Φρέιζερ παίζοντας αυτό το ανθρώπινο κήτος των 300 κιλών, όπως ακριβώς απελπιστική, για τον θεατή, είναι, ορισμένες στιγμές, η λιπαρή, κάθιδρη εικόνα του στην οθόνη. Ομως το συναίσθημα τα υπερκαλύπτει όλα αυτά γιατί ο Αρονόφσκι είναι επίσης ένας μετρ της διαχείρισης της πολυπλοκότητας τραυματισμένων ψυχικών κόσμων.
Γυρισμένη ως επί το πλείστον μέσα στο σαλόνι του καθηγητή, κατοίκου σε περιοχή του Αϊνταχο όπου βασιλεύει η μιζέρια, η «Φάλαινα» είναι μια πολυεπίπεδη και εξαιρετικά δυσάρεστη ταινία που όμως σε παγιδεύει αναγκάζοντάς σε με έναν τρόπο εθιστικό να την παρακολουθήσεις· σαν να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Μιλά για τους απαγορευμένους καρπούς και τις ενοχές που αδίκως προκαλούν και κυρίως προασπίζει την αλήθεια μέσα μας, αυτή που θα ήταν προτιμότερο να τη βγάζαμε, χωρίς φόβο, έξω. Οπως ακριβώς κάνει η Λιζ (κεραυνός η ερμηνεία της Χονγκ Τσάου), η κινεζικής καταγωγής φίλη του Τσάρλι και το πιο αγνό, γνήσια ειλικρινές πρόσωπο της ιστορίας.
Η «Φάλαινα» εκτυλίσσεται σε λίγες ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων εκτός από τη φίλη και την κόρη του ήρωα (Σάντι Σινκ), ρόλο θα παίξουν η πρώην γυναίκα του (Σαμάνθα Μόρτον) και ένας νεαρός που πουλά Βίβλους (Τάι Σίμπκινς). Μέρες βασανιστικές και επίπονες αλλά συγχρόνως αποκαλυπτικές, βουτηγμένες σε μια λανθάνουσα θρησκευτικότητα, μέσω της οποίας η ταινία στο φινάλε κυριολεκτικά απογειώνεται. Κι εμείς μαζί της.
Πετυχημένο ριμέικ
Μοναξιά και ψυχικό πόνο προερχόμενο από τραύματα του παρελθόντος θα βρούμε και στη δραματική κομεντί «Ενας άνθρωπος που τον έλεγαν Οτο» (Α man called Otto, ΗΠΑ / Σουηδία, 2023), όπου κεντρικό πρόσωπο είναι επίσης άντρας, ο θαυμάσιος Τομ Χανκς (και παραγωγός της ταινίας) στον ρόλο του τίτλου.
Ξεκαθαρίζουμε κατ’ αρχάς ότι πίσω από την ταινία υπάρχει μια άλλη, σουηδική ταινία, η υποψήφια για Οσκαρ «Ο κύριος Οβε» (2015). Σε εκείνη την ταινία απολαύσαμε για πρώτη φορά τον Οβε, τον γκρινιάρη αλλά ευαίσθητο χαρακτήρα του πρωτότυπου υλικού (του μυθιστορήματος του σουηδού συγγραφέα Φρέντρικ Μπάκμαν – εκδόσεις Κέδρος), ο οποίος είναι μεν ο πονοκέφαλος των κατοίκων της περιοχής όπου ζει, όμως συγχρόνως είναι ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται για το καλό τους, που έχει τεράστιες ευαισθησίες ακόμα και αν δεν ξέρει πώς να τις εκφράσει. Είχαμε πραγματικά καιρό να δούμε ένα τόσο καλό αμερικάνικο ριμέικ ευρωπαϊκής επιτυχίας, χωρίς να πλέει στη μελούρα και στους συναισθηματικούς ψυχαναγκασμούς όπως σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως συμβαίνει.
Ισως επειδή ο «Οτο», είναι μεν μια αμερικανική παραγωγή, φτιαγμένη όμως από ευρωπαίο σκηνοθέτη, τον Γερμανό Μαρκ Φόρστερ ο οποίος ενώ έχει διαπρέψει στις ΗΠΑ («Ο χορός των τεράτων», «Αναζητώντας τη Χώρα του Ποτέ» κ.ά.) δεν έχασε ποτέ το «άγγιγμά» του, τη ματιά ενός πνευματώδους Ευρωπαίου. Μένοντας πιστός στο πνεύμα του Μπάκμαν, ο Φόρστερ δημιούργησε μια ταινία γεμάτη αληθινό πόνο αλλά και αληθινό χιούμορ η οποία όμως δεν παύει στιγμή να είναι χαλαρή, χωρίς τίποτα να γίνεται στη διαπασών, υπερβολικά, ψεύτικα.
Διασκεδαστική περιπέτεια
Δεν ξέρω αν ο Γκάι Ρίτσι είναι ο Κουέντιν Ταραντίνο της Ευρώπης, πάντως οι περισσότερες ταινίες του δείχνουν να ακολουθούν το στυλ του δεύτερου. Οι ξύπνιοι (καμιά φορά εξυπνακίστικοι) διάλογοι καλογραμμένων χαρακτήρων, δείχνουν να έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα δρώμενα, τα οποία μοιάζουν συμπληρωματικά, απλώς για να υπάρχει δράση, όπως περίπου συμβαίνει στο «Μεγάλο κόλπο» (Operation Fortune, Αγγλία / Κίνα, 2022) που θα μπορούσες να πεις ότι είναι η «Mission Impossible/ Επικίνδυνες αποστολές» ταινία του Γκάι Ρίτσι.
Γιατί κάτι σαν τον Ιθαν Χαντ του Τομ Κρουζ αλλά στο πολύ πιο μόρτικο θυμίζει ο Ορσον Φόρτσουν του Τζέισον Στέιθαμ (αγαπημένος ηθοποιός του Ρίτσι από τις «Δύο καπνισμένες κάννες»), επικεφαλής μιας παράτολμης επιχείρησης των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, στόχος του οποίου να αποτρέψει την πώληση μιας νέας υπερσύγχρονης τεχνολογίας με απειλητικές συνέπειες για όλο τον πλανήτη.
Με άγρυπνο πλοηγό τον Ρίτσι, ο Φόρτσουν και η παρέα του (Ομπρι Πλάζα, Μπάγκσι Μαλόουν, Κάρι Ελγουες) θα μας ταξιδέψουν σε διάφορα σημεία του κόσμου με glam γυρίσματα που προσθέτουν την απαραίτητη κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα στο όλο εγχείρημα.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν θα διστάσει να κλείσει το μάτι απέναντι στην ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία αφού το δόλωμα για την εκπλήρωση της αποστολής είναι ένας απελπιστικά «άδειος» σούπερσταρ του Χόλιγουντ που υποδύεται ο Τζος Χαρτνετ θυμίζοντας λιγάκι τον Μπραντ Πιτ. Αλλά ο δισεκατομμυριούχος που θα πρέπει να τσιμπήσει το δόλωμα του σούπερσταρ είναι τελικά ο ηθοποιός που κλέβει την παράσταση της ταινίας, κανείς άλλος από τον Χιου Γκραντ, πιο απειλητικός και πιο αστείος από ποτέ σε αυτή τη διασκεδαστική περιπέτεια που σε αφήνει και με το παραπάνω χορτάτο για αυτό που είναι. Και τίποτα περισσότερο.
Κτηνωδία και μαυρίλα
Η ανθρώπινη κτηνωδία και πάλι προσκήνιο· αυτή τη φορά ενταγμένη σε σοβιετικό φόντο, την εποχή των μεγάλων εκκαθαρίσεων του Ιωσήφ Στάλιν (δεκαετία του 1930), όταν ο ένας κατέδιδε τον άλλο και η τρομοκρατία έκανε πάρτι. Αυτός είναι ο κόσμος της ταινίας «Ο σύντροφος Βολκονόγκοφ απέδρασε» (Kapitan Volkonogov bezhal, Ρωσία / Εσθονία / Γαλλία, 2021) και σε αυτό το «πάρτι» θα ενταχθεί και ο λοχαγός Βολκονόγκοφ (Γιούρι Μπορίσοφ), αρχικώς ως βασανιστής και εκτελεστής αθώων, εν συνεχεία ως ύποπτος και καταδιωκόμενος ο ίδιος.
Τη μόνη σκιά ανθρωπιάς μέσα σε αυτήν την αφόρητη κτηνωδία θα τη ρίξει η ίδια η καταδίωξη, καθώς ο Βολκονόγκοφ έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με αμαρτίες του παρελθόντος του και το μόνο που ζητάει είναι την εξιλέωση από τους συγγενείς παλιών θυμάτων, την ώρα που ο ίδιος κινδυνεύει με θάνατο. Το ντουέτο Αλεξέι Χουπόφ και Νατάσα Μερκούλοβα σκηνοθετεί έναν σχεδόν μεταφυσικό επίγειο εφιάλτη, στον οποίο η ζωή δεν έχει καμία απολύτως αξία και άνθρωποι ζουν σε νεκροτομεία· κοιμούνται κυριολεκτικά δίπλα σε γυμνά πτώματα. Ο σαδισμός πιάνει ταβάνι κατά τη διάρκεια των πρωτότυπων βασανιστηρίων στα οποία το σκηνοθετικό ντουέτο εμμένει γιατί προφανώς είναι καλό εφέ για την ταινία. Το γκροτέσκο και ο ρεαλισμός φτιάχνουν έναν ασυνήθιστο, ενίοτε αποκρουστικό συνδυασμό και οι κόκκινες στολές των αξιωματικών της υπηρεσίας ασφαλείας (NKVD) που θυμίζουν αθλητικές φόρμες, δίνουν στην ταινία έναν μακάβρια σουρεαλιστικό χαρακτήρα. Η αμηχανία μπροστά στη φρίκη που τόσο απροκάλυπτα παρακολουθούμε ενίοτε «σπάει» από κάτι σαν αίσθηση χιούμορ – κατάμαυρο όμως και αυτό, όπως η ψυχή της κατάμαυρης αυτής ταινίας.
Κούκλα – πανούκλα
Η «M3gan» (ΗΠΑ, 2022) του Τζέραλντ Τζόνστον είναι μια ακόμη σατανική κινηματογραφική κούκλα στην παράδοση του «Τσάκι» (Η κούκλα του σατανά), του Μπλέιντ (Puppet Master) της Αναμπελ (Το κάλεσμα) και αρκετών άλλων ταινιών, με τη μόνη διαφορά ότι είναι επίσης το high tech κατασκεύασμα μιας επιστήμονα (Αλισον Γουίλιαμς) και προορίζεται για μεγάλο hit της βιομηχανίας παιδικών παιχνιδιών.
Ενα ρομπότ με άλλα λόγια που όμως αποκτά «ψυχή» για να γίνει η καλύτερη φίλη της ανιψιάς της επιστήμονα (Βάιλοτ Μακ Γκρο), ενός αμίλητου κοριτσιού που βρίσκει στη Μέγκαν την οικογένεια που μόλις έχασε. Η Μέγκαν τρώει, πίνει, τραγουδάει, διαβάζει, ζωγραφίζει και στολίζεται όπως εκείνη θέλει, επιβάλλοντας σαν κανονικός άνθρωπος την προσωπικότητά της (ουαί και αλίμονο σε όποιον εκφέρει αντίθετη από τη δική της γνώμη!). Το μακελειό το περιμένεις (δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά) αλλά το ενδιαφέρον εδώ έχει ότι το κάθε τι στην ταινία κινείται από νήματα γένους θηλυκού και κάθε αρσενικό, από τον κυνικό ασιάτη προϊστάμενο της επιστήμονα (πολύ καλός ο Ρόνι Τσιενγκ), μέχρι ένα αγόρι (Τζακ Κάσιντι) που κάνει μπούλινγκ στην ανιψιά, βρίσκουν πολύ άσχημα τον μπελά τους. Και ο νοών νοείτω…
Προβάλλονται επίσης
«Αναπαράσταση» (Ελλάδα, 1970). Σε επανέκδοση προβάλλεται η εμβληματική αυτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και «σημαιοφόρος» του ΝΕΚ (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος) που άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Κατά πολλούς η καλύτερη του δημιουργού της, Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο οποίος μέσα από την ιστορία ενός φόνου και της διαδικασίας αναπαράστασής του που συντονίζουν οι Αρχές, καταθέτει έναν ασπρόμαυρο στοχασμό πάνω στην ίδια την έννοια της λέξης του τίτλου αλλά και στο πρόσωπο της ελληνικής επαρχίας.
Στα κινούμενα σχέδια «Μαρμαντιούκ» (ΗΠΑ, 2022) του Μαρκ A. Ζ. Ντιπέ ένας θρυλικός εκπαιδευτής σκύλων πιστεύει πως μπορεί να μεταμορφώσει τον Μάρμαντιουκ από απείθαρχο, αν και αξιολάτρευτο γερμανικό μολοσσό στον επόμενο νικητή του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Σκύλων.