Ο σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής βρίσκεται σε φάση απολογισμού – ύστερα από το πρότζεκτ στο ορφανοτροφείο αρρένων «Ισλαχανέ» στη Θεσσαλονίκη, το περασμένο φθινόπωρο -, αλλά και σχεδιασμού – λόγω του τσεχοφικού «Γλάρου» στην ερχόμενη σεζόν.
Ποιες συνθήκες επικρατούν στη θεατρική Αθήνα μετά το μεταπανδημικό «άνοιγμα»; Βλέπετε συγκράτηση του κοινού λόγω της ακρίβειας;
Θεωρώ ότι ο εγκλεισμός, ο φόβος και η στέρηση βασικών και αυτονόητων πραγμάτων που έπαψαν να είναι αυτονόητα με την εμφάνιση της πανδημίας δημιούργησαν ένα πλουραλιστικό θεατρικό τοπίο και μια έντονη εξωστρέφεια του καλλιτεχνικού κόσμου. Δημιουργήθηκε μία έκρηξη παραστάσεων. Οι παραστάσεις που μέχρι τώρα ανέβηκαν, από την άρση των περιοριστικών μέτρων και συνεχίζουν να ανεβαίνουν, είναι πολλές στον αριθμό για μια πόλη όπως η Αθήνα, κάτι που πάντα συνέβαινε, μα τώρα ακόμα περισσότερο αισθάνομαι.
Παραστάσεις με πολλές και διαφορετικές θεματικές, μικρές η μεγαλύτερες, εμπορικές ή λιγότερο εμπορικές, πειραματικές, σε χώρους αμιγώς θεατρικούς και όχι μόνο, νέες ομάδες, νέοι άνθρωποι που μπαίνουν στο θεατρικό τοπίο, γεμάτοι όρεξη ενθουσιασμό και πάθος, χωρίς όμως τον χρόνο και την υπομονή που χρειάζονται. Το θέατρο μοιάζει πλέον σαν ένα απέραντο Facebook. Το κοινό στερήθηκε πολύ αυτό το μοίρασμα, αυτή την επαφή με τους ηθοποιούς και τα κείμενα, αυτή την αλληλεπίδραση, και υπάρχει φανερά ένας διάχυτος ενθουσιασμός για την επιστροφή σε αυτή τη διαδικασία της θεατρικής συμμετοχής, μύησης, απόλαυσης, μοιράσματος.
Υπάρχει ποσότητα αλλά όχι ποιότητα και ηρεμία.
Τι μπορεί και τι πρέπει να προσφέρει το θέατρο στην εποχή μας; Μπορεί να συνδυαστεί μία ολοκληρωμένη πρόταση με το μαζικό θέαμα;
Το θέατρο ιδιαίτερα τώρα είναι τμήμα μιας κοινωνικής εξέλιξης και έχει την ευθύνη της ελεύθερης έκφρασης, έχει την ευθύνη να λειτουργήσει σαν συνεκτικός φορέας ιδεών χωρίς αποκλεισμούς. Μπορεί να γεννά μηνύματα, να τροφοδοτεί τη σκέψη, να θέτει ερωτήματα, να προβληματίζει, να εξάπτει το φαντασιακό του νου, να γίνεται ένας μεγάλος καθρέφτης στραμμένος χωρίς κανένα φόβο προς το πρόσωπο της κοινωνίας, να αποκαλύπτει και να ανακαλύπτει, να τραβάει χωρίς δισταγμό τα πέπλα, να αποτελεί τον μεγεθυντικό φακό για να μπορούμε να βλέπουμε πιο καθαρά, πιο βαθιά τα μη αναμενόμενα. Ερμηνεύει έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο και ασταθή, αλλά προς την κατεύθυνση του κοινού καλού. Αρκεί να μας αφορά. Αρκεί να μη μείνει κλεισμένο σε στεγανά. Το θέατρο είναι μαζικό θέαμα με την έννοια του πληθυντικού, κι αν δεν είναι θα πρέπει να γίνει ξανά. Και αυτό προϋποθέτει παιδεία και εκπαίδευση. Ο πυρήνας του είναι μαζικός και πληθυντικός και προϋποθέτει πάντα δύο. Και αυτό που σήμερα ίσως λείπει από το θέατρο είναι η πραγματική μυσταγωγία. Αυτό το «άλλο» το τελετουργικό στοιχείο, το πυρηνικό, το στοιχείο που μπορεί να αγγίξει κάτι πιο βαθύ στους ανθρώπους.
Ξέρουμε ότι ετοιμάζετε Τσέχοφ. Ποια είναι η δική σας οπτική για το έργο;
Η δημιουργία και η συντριβή της νιότης, ο ίδιος ο γλάρος στον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Ο γλάρος στον «Γλάρο». Πώς καταφέρνουν οι γέροι να σκοτώσουν τους νέους και τα όνειρά τους, την αθωότητα, την αφέλεια και το ακατάτακτο της δύναμής τους. Σκοτώνουμε γλάρους πάντα.
Ψάχνω να ξεκλειδώσω το κείμενο και να το ακούσω ξανά και ξανά κι αυτό είναι μέρος της διαδικασίας της δημιουργικής και την απολαμβάνω.
Μπαίνω σε μια ομίχλη, σε μια σκιά και με μια διαδικασία αργή μου αποκαλύπτεται.
Με αργούς ρυθμούς μέρα τη μέρα, πριν μπω στην πρόβα.
Ο Τσέχοφ είναι ένας δημιουργός που αγαπώ, οι ήρωές του είναι πλάσματα ολοκληρωμένα, πάρα πολύ απτά, αληθινά, οικεία, με τις δικές τους προσωπικές ρωγμές.
Η ανθρώπινη φθορά και η ανθρώπινη αδυναμία σαν βουβή κραυγή.
Πριν καταπιαστώ με ένα κείμενο, μπορεί αυτό για χρόνια να τριγυρίζει και να κατοικεί στο μυαλό μου. Ετσι συμβαίνει και με το Γλάρο.
Δεν είναι κάτι που μου προέκυψε τώρα, αλλά είναι ένα έργο που απασχολεί το μυαλό μου πάρα πολύ καιρό, το έχω διδάξει επίσης με πολλούς τρόπους.
Ξεκίνησα από το έργο μέσα στο έργο, το δημιούργημα του Τρέπλιεφ και τη Νίνα μέσα σ’ αυτό. Θεωρώ πως εστιάζει στον σκοπό της ίδιας της ύπαρξης του ανθρώπου, σε μια αναζήτηση για το ίδιο το νόημα της ζωής και της δημιουργίας, για τη φθορά, τη συντριβή, την ήττα, κάτι που είναι μόνιμα επίκαιρο αλλά ακόμα περισσότερο τώρα, που καλούμαστε, με όλες αυτές τις αλλαγές, να επαναπροσδιορίσουμε ξανά όσα έμοιαζαν κεκτημένα, καθώς και όλες τις νέες αξίες από την αρχή.
Πώς αποφορτίζεστε ύστερα από την επαγγελματική ενασχόληση της περιόδου;
Αγαπώ πολύ να περπατάω στους δρόμους της Αθήνας, να παρατηρώ τον κόσμο, να χαζεύω τον τρόπο τους, πώς βαδίζουν, πώς μιλούν. Διαβάζω και βλέπω πολλές ταινίες και σειρές κυρίως αστυνομικές, με κάνουν να ξεφεύγω λίγο από αυτό το βύθισμα και την απομόνωση της δημιουργίας. Αγαπώ να περιηγούμαι σε χώρους που δεν μου είναι οικείοι και να μιλώ για αυτούς σε άλλους, να τους ξεναγώ δηλαδή σε κάτι που εγώ έχω ζήσει και που νιώθω την ανάγκη να το μοιράζομαι.
Μπορώ να περπατάω με τις ώρες και να μιλάω για δρόμους, σημεία, κτίρια για περιοχές ολόκληρες. Θα μπορούσα να είμαι ξεναγός. Αγαπώ πολύ επίσης πολύ να μαγειρεύω, να πειραματίζομαι με τα υλικά και τις γεύσεις, να φτιάχνω καυτερά φαγητά με πολλά και διαφορετικά υλικά, αυτοσχεδιάζοντας, κάθε φορά.
Μ’ αρέσει να ξυπνάω νωρίς, να ακούω τη πόλη να ξυπνάει.
Είμαι παιδί εργατικής συνοικίας που βρέθηκε στο κέντρο και αφουγκράζεται τη ζωή της πόλης ζώντας δύο ζωές.
Υπάρχει έστω και ως πρώτη ιδέα το επόμενο πρότζεκτ/έργο/παράσταση που θέλετε να ανεβάσετε;
«Τι οφείλουμε στη δημοκρατία»: αυτός είναι ο τίτλος. Ετσι λέγεται η χειρονομία που με απασχολεί. Μια αναμέτρηση με τις οφειλές μας στη δημοκρατία, με τις τρύπες, τις ουλές, τη φασαρία, την ταχύτητα, τον φανατισμό, την αλαζονεία και τον λαϊκισμό. Γιατί ο κόσμος αλλάζει γρήγορα αλλά αν θέλουμε πραγματικά να αφήσουμε κάτι στα παιδιά μας αυτό είναι η συνεκτική παραδειγματική μνήμη που οδηγεί προς το κοινό καλό.