Αυτή η φορά δεν ήταν σαν τις προηγούμενες. Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε νοσηλευθεί τα τελευταία χρόνια σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις, προκαλώντας πάντοτε τα ίδια αντανακλαστικά: μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια και τους φίλους του, αλλά και ουκ ολίγη αμηχανία στα δημοσιογραφικά γραφεία, καθώς ακριβείς πληροφορίες ήταν πολύ δύσκολο να διασταυρωθούν.
Και όταν αυτό γινόταν εφικτό, ήταν πλέον για να ακουστούν ευχάριστα νέα: πότε θα έβγαινε από το νοσοκομείο. Οχι όμως τώρα: αυτή τη φορά δεν επέστρεψε. Ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών.
Στις 2 Ιουνίου 1940, ο Κωνσταντίνος ως βρέφος, θα γνώριζε την απομάκρυνση από την Ελλάδα από την πρώτη στιγμή της ζωής του – κάτι που θα τον κατέτρεχε έκτοτε για πάντα. Ήταν όταν η οικογένειά του έφυγε μέσω Κρήτης για την Αίγυπτο και στη συνέχεια για τη Νότιο Αφρική την ώρα που οι Γερμανοί έμπαιναν πλέον στην Ελλάδα.
Θα επέστρεφαν όταν ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον 6 ετών, με την παλινόρθωση του ελληνικού θρόνου μετά το δημοψήφισμα που έφερε βασιλιά τον θείο του Γεώργιο Β’. Ο αιφνίδιος θάνατος του Γεωργίου το 1947 έφερε τον Παύλο, πατέρα του Κωνσταντίνου στον θρόνο, και, κατά συνέπεια, μετέτρεψε τον ίδιο σε πρίγκιπα – διάδοχο από πολύ νεαρή ηλικία.
«Βασιλιάς των Ελλήνων, όχι της Ελλάδας»
Πολύ νεαρός όμως ήταν και αρκετά αργότερα, όταν έφτασε πλέον η μεγάλη ώρα: να γίνει βασιλιάς των Ελλήνων – και επέμενε πολύ σε αυτό: όχι της Ελλάδας, των Ελλήνων, υπενθύμιζε διαρκώς. Ήταν η στιγμή που κλήθηκε να αντιμετωπίσει έναν πολύ πιο βαρύ, από κάθε άποψη θάνατο: τόσο προσωπικά, όσο και πολιτικά: εκείνον του πατέρα του, Βασιλέα Παύλου, το 1964.
Έναν θάνατο που επέφερε τεράστιες επιπρόσθετες πολιτικές επιπλοκές στη χώρα, σε μία ήδη εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο. Ετσι, αφού πρώτα ο βασιλιάς Παύλος τον είχε χρήσει αντιβασιλέα με πλήρεις εξουσίες γνωρίζοντας την κατάσταση της υγείας του, που η εξέλιξή της ήταν προδιαγεγραμμένη, ο Κωνσταντίνος ανέρχεται στον θρόνο στις 6 Μαρτίου 1964, σε ηλικία μόλις 24 ετών.
Σε έναν θρόνο, που σε τίποτα δεν θύμιζε εκείνους της βόρειας Ευρώπης, παρά τις πολλαπλές εξ αγχιστείας και εξ αίματος συγγένειες και τις στενότατες σχέσεις της οικογένειας του Κωνσταντίνου με εκείνες.
Με την (μακρά) εξαίρεση της βασιλείας του Γεωργίου Α’, ιδρυτή της δυναστείας του Κωνσταντίνου (η οποία ουδεμία σχέση είχε με εκείνη του Οθωνα), ο ελληνικός θρόνος βρισκόταν διαρκώς στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων. Και αυτό έκανε τη μεγάλη διαφορά από τις βόρειες μοναρχίες, που παραμένοντας αυστηρά στο πλαίσιο των συνταγματικών καθηκόντων τους, εξασφάλισαν τη μακροημέρευση τους.
Βαθιά πολιτική κρίση
Τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος ανεβαίνει στο θρόνο η Ελλάδα διανύει και πάλι μία βαθιά πολιτική κρίση: ο επί οκταετίας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής έχει μόλις φύγει πλέον για το Παρίσι μετά από σύγκρουση με το παλάτι (που ήδη είχε συγκρουστεί πριν και με τον προκάτοχό του Παπάγο), η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη έχει βάλει φωτιά στην Ελλάδα, η Ενωσις Κέντρου έχει ανέλθει στην εξουσία με τεράστια δύναμη, αλλά χωρίς τον συναρχηγό της Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος έχει επίσης πεθάνει αιφνιδίως την ίδια περίοδο.
Ετσι, ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος. Αυτό, ήταν κάτι που δεν ενοχλούσε τον Κωνσταντίνο – κάθε άλλο μάλιστα. Οι σχέσεις των δύο ήταν κάτι παραπάνω από καλές: δεν έπαυε να λέει, μέχρι το τέλος της ζωής του, ότι ήταν σχέσεις «παππού προς εγγονό».
Η συνάντηση μετά τα Ιουλιανά
Μάλιστα, πολλοί δεν γνωρίζουν ότι σχεδόν αμέσως μετά τα Ιουλιανά που άλλαξαν τα πάντα και δυναμίτισαν οριστικά την πορεία της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος συνάντησε τον Γεώργιο Παπανδρέου και το κλίμα της επαφής τους ήταν πολύ καλό – ανεξάρτητα από το τι συνέβαινε στη δημόσια σφαίρα και ακουγόταν στον πολιτικό λόγο.
Όμως, αυτό ελάχιστη, ως μηδενική αξία είχε. Γιατί το δια ταύτα ήταν ότι τώρα ο Γεώργιος Παπανδρέου γινόταν ο τρίτος εν σειρά ισχυρότατος εκλεγμένος πρωθυπουργός, και μάλιστα από το άλλο μεγάλο πολιτικό στρατόπεδο, με το οποίο ο θρόνος ερχόταν σε σύγκρουση. Δεν ήταν πια ένα μεμονωμένο περιστατικό: ήταν ο κανόνας μιας πολιτικής ζωής που δεν μπορούσε να σταθεί πλέον στα πόδια της.
Και με τον πολύπειρο Παύλο να μην υπάρχει πια για να αξιοποιήσει, αν ήταν δυνατόν, την εμπειρία των μεγάλων λαθών του παρελθόντος, για τον νεαρό Κωνσταντίνο, το να βρεθεί στο επίκεντρο αυτής της κατάστασης, την ώρα μάλιστα που ήταν ακόμα βυθισμένος σε ένα τεράστιο για τον ίδιο πένθος, λόγω της λατρείας που έτρεφε για τον πατέρα του, ήταν ένα δηλητηριασμένο δώρο, που δεν το είχε επιθυμήσει – είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και μέχρι το τέλος της ζωής του, όταν μιλούσε για τον πατέρα του τού ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
Όταν λοιπόν τα πολιτικά μαχαίρια βγήκαν πια για τα καλά απ’ τα θηκάρια τους, ο υπεραθλητής, ο χρυσός Ολυμπιονίκης ιστιοπλόος, ο εξαιρετικός στις πολεμικές τέχνες και στο τένις Κωνσταντίνος, ο γοητευτικότερος νεαρός βασιλιάς της Ευρώπης της εποχής του, ο άνθρωπος με μία πραγματικά, γνήσια καλή και ανυστερόβουλη καρδιά, αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, ήταν αδύνατον να λειτουργήσει επαρκώς μέσα σε αυτή τη ζούγκλα των αγρίων λεόντων που οι ικανότητες τους στην πολιτική σύγκρουση ξεπερνούσαν κάθε φαντασία και δεν γνώριζαν όρια.
Άνθρωποι ψημένοι μέσα σε συνθήκες που ο νεαρός βασιλιάς ούτε είχε φανταστεί ότι μπορούσαν να υπάρξουν, άνθρωποι αποφασισμένοι και ικανοί να κάνουν τα πάντα για την κατοχή της εξουσίας, με δυνατότητες που για εκείνον ήταν απλώς εκτός πραγματικότητας.
Αποτελούν όλα αυτά “δικαιολογίες” για τα σφάλματά του; Ασφαλώς και όχι. Ο βασιλιάς, είναι βασιλιάς. Οι ευθύνες του είναι αυτές που είναι. Αποτελούν όμως μία λίαν ακριβή αποτύπωση της πραγματικότητας. Γιατί αυτό συνέβη.
Ποια ήταν λοιπόν η κατάσταση;
Εδώ, τα πράγματα, ακόμα και σήμερα, δεν έχουν γίνει εντελώς ξεκάθαρα. Και, έξι δεκαετίες αργότερα, ακόμα μέχρι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει, ολοκάθαρη και πλήρως τεκμηριωμένη εικόνα για το τι ακριβώς συνέβη στα γεγονότα που συνθέτουν την σύγχρονη ελληνική τραγωδία η οποία ξεκινά με τα Ιουλιανά του 1965 και την «Αποστασία» και καταλήγει στην δικτατορία των επίορκων συνταγματαρχών, το 1967, που βύθισε την Ελλάδα ξανά στο χειρότερο παρελθόν της.
Και που ο ρόλος του Κωνσταντίνου υπήρξε εκεί σημαντικός με τρεις εντελώς διαφορετικούς τρόπους, σε τρεις διαφορετικές περιόδους: τη στιγμή της εκδήλωσής της το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, με την οργάνωση του κινήματος του κατά της χούντας τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και, τέλος, στην ώρα της πτώσης της μετά την εθνική προδοσία της Κύπρου, που ολοκλήρωσε τραγικά το καταστροφικό της έργο.
Και στις τρεις αυτές οριακές ιστορικές στιγμές, η στάση του Κωνσταντίνου διακρίνεται από ένα ενιαίο χαρακτηριστικό γνώρισμα: προσπάθησε να κάνει αυτό που όφειλε, όμως, δεν το κατάφερε. Και αυτό, είχε βαρύτατες συνέπειες και για τον ίδιο και, κυρίως, για τη χώρα.
ΤΕΛΟΣ Α’ ΜΕΡΟΥΣ
*Ο Γεώργιος Π. Μαλούχος συνεργάστηκε με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, το τρίτομο έργο Χωρίς Τίτλο που εκδόθηκε το 2015 από Το Βήμα και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες των τελευταίων δεκαετιών.