Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών. Η 1η Ιουνίου 1973 σηματοδότησε το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα, με τον Κωνσταντίνο να παραμένει στο εξωτερικό και να μην επιστρέφει στην Ελλάδα. Μάλιστα, για πρώτη φορά μετά την αλλαγή πολιτεύματος, επέστρεψε το 1981 και αυτό για τον θάνατο της μητέρας του, της Φρειδερίκης.
Με τη φυγή του όμως, προέκυψε το θέμα της βασιλικής περιουσίας και της βασιλικής χορηγίας. Ο τέως εγκατέλειψε τη χώρα τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την αποτυχία του να οργανώσει ένα αντικίνημα απέναντι στη Χούντα, η οποία στη συνέχεια, αφού είχε φύγει, συνέχιζε να του χορηγεί τη βασιλική χορηγία, την οποία και εισέπραττε μέχρι το 1973.
Τα πρώτα χρήματα από την εκποίηση της περιουσίας τα εισέπραξε ο Τέως γύρω στα 1970, όταν πούλησε στο Τατόι μια μεγάλη αγροτική έκταση «εκείθεν της σιδηροδρομικής γραμμής» έναντι πέντε εκατομμυρίων δολαρίων.
Με τη φυγή του στο εξωτερικό, λέγεται ότι αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, όμως η κινητή και ακίνητη περιουσία που κληρονόμησε η σύζυγός του Αννα-Μαρία, μετά τον θάνατο των γονιών της, προστέθηκαν τότε στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Σύμφωνα με παλαιότερο δημοσίευμα του «Βήματος», το 1973 η χούντα είχε καταθέσει 120 εκατομμύρια δραχμές για την απαλλοτρίωση της λεγόμενης βασιλικής περιουσίας, όμως οι ενδιαφερόμενοι φέρονται να είχαν αρνηθεί να τα λάβουν.
Το ύποπτο ριφιφί στο Τατόι και το 10ετές μυστικό
Μία περίεργη διάρρηξη έγινε στο Τατόι το 1991 και μάλιστα η αστυνομία την κράτησε κρυφή για 10 χρόνια. Στη λίστα των κλοπιμαίων περιλαμβάνονταν χρυσό διάδημα σε σχήμα τιάρας με μαργαριτάρια, χρυσές εικόνες με πλαίσια στολισμένα με διαμάντια, σταυροί με σμαράγδια, βραχιόλια με ρουμπίνια, δαχτυλίδια με διαμάντια, κολιέ με μαργαριτάρια και ένα μενταγιόν από αμέθυστο.
Ο χαμένος θησαυρός του Τατοΐου είχε σπάνια κειμήλια αμύθητης αξίας και έκαναν ξαφνικά φτερά.
Η διάρρηξη έγινε ενώ η κινητή περιουσία των Γλύξμπουργκ, ήταν μέσα σε κοντέινερ και θα μεταφερόταν με φορτηγά στο λιμάνι του Πειραιά και από εκεί στο λιμάνι Τίλμπουρι της Αγγλίας.
Τότε, ο διαχειριστής της βασιλικής περιουσίας, απόστρατος ναύαρχος Μάριος Σταυρίδης, παρουσιάστηκε στο Αστυνομικό Τμήμα της Κηφισιάς και δήλωσε ότι «ύστερα από διάρρηξη που έγινε στο Τατόι, εκλάπησαν πίνακες ζωγραφικής και θρησκευτικές εικόνες».
Η διαμάχη με την Ελλάδα για τη λεγόμενη βασιλική περιουσία
Οι Έλληνες πολίτες ψήφισαν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, τιμωρώντας τον Κωνσταντίνο για την προδικτατορική εξέλιξη των γεγονότων. Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η αβασίλευτη δημοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευομένης.
Έτσι, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να μην επιστρέψει και οι διαφορές του με το ελληνικό κράτος για την πρώην -πια- βασιλική περιουσία έφτασαν στα δικαστήρια. Αφορούσαν το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, το κτήμα Τατοΐου και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας.
Το 1992 σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δια της οποίας εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα. Η σύμβαση ψηφίστηκε με τον νόμο 2086/1992 περί κυρώσεως της μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου σύμβασης. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο κερκυραϊκός λαός πραγματοποίησε κατάληψη στο ανάκτορο Μον Ρεπό διαδηλώνοντας κατά της συμφωνίας και δηλώνοντας ότι το ανάκτορο ανήκει στον κερκυραϊκό λαό και όχι στον μονάρχη.
Επίσης, το 1992 μεταφέρθηκε με κοντέινερ όλη η κινητή περιουσία που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα συμπεριλάμβανε κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες. Τα κοντέινερ με τα οποία μεταφέρθηκαν τα κινητά αντικείμενα από το Τατόι προκάλεσαν την κατακραυγή της κοινής γνώμης. Μάλιστα καταγράφηκε το γεγονός πως εκλάπησαν πίνακες ζωγραφικής, θρησκευτικές εικόνες και κοσμήματα. Σημειώθηκε ακόμη πως ο νόμος του 1992 της κυβέρνησης Μητσοτάκη εξυπηρετούσε σκανδαλωδώς τα συμφέροντα του Κωνσταντίνου.
Εγραφαν τα «Νέα» το 2007: Ο τέως βασιλιάς είχε κοστολογήσει τη διεκδικούμενη περιουσία του σε 161,1 δισ. δραχμές, όπως προκύπτει από τα υπομνήματα που είχε προσκομίσει. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως αποδείχθηκε, δεν συμμερίστηκε τις θέσεις του. Του επεδίκασε όχι πλήρη, αλλά εύλογη αποζημίωση που ανερχόταν σε 4,6 δισ. δραχμές, (13,5 εκατ. ευρώ) ποσό κατά πολύ μικρότερο ακόμη και από τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν (συνολικά 14,2 εκατ. ευρώ) στη δημοπρασία από τον οίκο Christie΄s.
Η πρώτη επίσκεψη
Ακόμα, το 1993, έκανε μια πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση ενοχλήθηκε από αυτή την περιοδεία του και αντιμέτωπη με τις όλο και ισχυρότερες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης του ζήτησε να αποχωρήσει. Το 1994 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε με τον νόμο 2215/1994 τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια θεωρώντας ότι η βασιλική περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με το νομικό διάταγμα της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Ο συγκεκριμένος νόμος αναγνώριζε ότι η απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας από τη Χούντα ήταν εξ αρχής νόμιμη και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το 1974, οπότε και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, ενώ αποκαλούσε τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ως Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ ζητώντας παράλληλα από τα μέλη της οικογένειας να δηλώσουν ένα επίθετο στα ληξιαρχεία ως όρο για την επανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.
Στις 21 Οκτωβρίου 1994 κατέθεσε, μαζί με άλλα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, προσφυγή κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Την προσφυγή υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι Rosalyn Higgins, καθηγήτρια στο London School of Economics και μετέπειτα η πρώτη γυναίκα μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, και Georges Vedel, μέλος του γαλλικού συνταγματικού δικαστηρίου και διαπρεπής νομικός, ενώ το κύριο έργο της υπεράσπισης είχαν οι νομικοί λόρδος Λέστερ και Nathene – Arnaouti συνεπικουρούμενοι από τους δικηγόρους Μπράβο και Γεωργιάδη.
Τον Οκτώβριο του 1998 δημοσιεύθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έκρινε ως παραδεκτό λόγο το περιουσιακό σκέλος της προσφυγής και όχι τα υπόλοιπα παραπέμποντας την υπόθεση σε νέο τμήμα με νέα σύνθεση. Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία αποδόθηκαν 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Να σημειωθεί ότι στην προσφυγή ο τέως βασιλιάς και τα υπόλοιπα μέλη υπολόγιζαν την βασιλική περιουσία σε 161 εκατομμύρια ευρώ.
Οι νομικοί εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου επισήμαναν στο υπόμνημά τους ότι για το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να συνεκτιμηθούν τρία κρίσιμα στοιχεία:
- Ο Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του είναι απλοί πολίτες ιδιώτες, χωρίς προνόμια και με αυτή την παραδοχή η περιουσία πρέπει να αποτιμηθεί αποκλειστικώς σε χρήμα.
- Οι αιτούντες δεν έχουν καταβάλει φόρους και άλλες οφειλές προς το Δημόσιο από κτήσεως της επίδικης περιουσίας.
- Μεγάλο μέρος των εκτάσεων των επίμαχων κτημάτων είναι δασικά και ως τέτοια έχουν μικρή εμπορική αξία, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων αξιοποίησής τους.
- Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος διεκδικούσε πίνακα του Τζορτζ Σκοτ και άλλα αντικείμενα τα οποία, όμως, σύμφωνα με φορτωτικές που προσκόμισε η ελληνική πλευρά είχαν μεταφερθεί με τα κοντέινερ από το Τατόι το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς του 1991. Αυτό αποκάλυψε πως ο Κωνσταντίνος ψευδόταν και προκάλεσε θυμηδία στους δικαστές.
Τελικά, με απόφαση του δικαστηρίου ο τέως βασιλιάς έλαβε ως αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003. Το Ελληνικό Κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», θέλοντας να κάνει έναν πολιτικό υπαινιγμό, και εξέδωσε το σχετικό πιστωτικό εκκαθαριστικό από τη ΔΟΥ Αχαρνών ως κατά τόπον αρμόδια, με το σκεπτικό ότι τελευταίος τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ήταν τα Ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου το ποσό, ανήγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα – Μαρία» με έδρα το Λιχτενστάιν ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μέχρι σήμερα όμως οι δραστηριότητες του ιδρύματος δεν έχουν γίνει γνωστές.