Κινηματογραφικά είναι αυτό που λέμε «σκηνή ανθολογίας». Ένα εκπληκτικό πλάνο-σεκάνς, που διαρκεί σχεδόν 8 λεπτά με την κάμερα να κινείται στο χώρο.
Το σκηνικό ένα κέντρο διασκέδασης την πρωτοχρονιά του 1946. Η Εύα Κοταμανίδου, η «Ηλέκτρα» της ταινίας που δανείζεται το μύθο της Ορέστειας, στέκεται στην είσοδο. Βλέπουμε μια μπάντα να παίζει ένα δημοφιλές τραγούδι της εποχής: «Εγώ θα σ’αγαπώ και μη σε μέλλει». Στη μία μεριά της αίθουσας, νέοι και νέες. Στην άλλη μόνο άντρες.
Δημοψήφισμα 1974: Η ήττα του Κωνσταντίνου – Η νίκη της Δημοκρατίας
Οι νέοι και οι νέες είναι αριστεροί, μάλλον ΕΠΟΝίτες, οι άντρες μέλη κάποιας «εθνικής οργάνωσης», πιθανώς της «Χ». Εμφανίζεται ένας άντρας που οι Χίτες αντιμετωπίζουν ως ηγετική φυσιογνωμία (τον υποδύεται ο πρόωρα χαμένος Κώστας Στυλιαρης).
Κάποια στιγμή μπαίνει ένας ακόμη αριστερός, που τον υποδύεται ο Γιώργος Μάζης. Ένας από τους απέναντι τον αναγνωρίζει, καταλαβαίνει ότι είναι στέλεχος Άλλωστε, στην Αθήνα, που έχει ήδη ζήσει την πρώτη μεγάλη αιματηρή εμφύλια σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944 οι άνθρωποι των αντιπάλων παρατάξεων γνωρίζονται συχνά μεταξύ τους.
Προκαλείται ανησυχία. Ο υπεύθυνος του καταστήματος σταματά τη μουσική. Όμως, παίρνει με το βλέμμα διαβεβαιώσεις ότι οι άνθρωποι είναι εκεί για να γιορτάσουν και η μουσική ξαναρχίζει.
Οι Χίτες
Όμως, ξανασταματά όταν σηκώνεται ένας από τα μέλη της «Χ» και αρχίζει να τραγουδά «Των Άγγλων τα κανόνια/ κι η νέα διαταγή/ εκάναν τους αντάρτες/ να τρέχουν σαν λαγοί/ την κόκκινη αρκούδα/ να πάρει τα βουνά/ ω, γενναίε βασιλιά.».
Αμέσως οι ΕΠΟΝίτες απαντούν «Δεν μας τρομάζουν/ των άγγλων τα κανόνια/ ούτε του Σκόμπι/ η νέα διαταγή./ Το χουμε γράψει/ στο Σύνταγμα με αίμα/ ελευθερία και όχι κατοχή.»
Συνεχίζουν οι Χίτες «Έτσι θέλουμε/ και θα τον φέρουμε/ τον βασιλιά, τον βασιλιά/ που θα μας φέρει λευτεριά.»
Απαντούν οι ΕΠΟΝίτες «Γιουπι για-για-, γιούπι-γιούπι για/ δεν τον θέλουμε τον βασιλιά/ θέλουμε λαοκρατία/ λαϊκή κυριαρχία/ γιούπι για-για, γιούπι-γιούπι για.»
Ανταπαντούν οι Χίτες «Γιούπι για-για, γιούπι-γιούπι για/ των Ταγμάτων Ασφαλείας τα παιδιά/ με τους άγγλους χέρι-χέρι/ και με τα παιδιά της «Χ»/ ως τη Μόσχα θε να κάνουν κατοχή.
H απάντηση των ΕΠΟΝιτών είναι να ζητήσουν να παίξει η μπάντα ένα γρήγορο μπουγκι – γούγκι και μια από τις κοπέλες (η Νένα Μεντή) τραγουδά ένα δημοφιλές τραγούδι της περιόδου αμέσως τα Δεκεμβριανά: Το πουλί του Σκόμπι/ είναι κόμποι κόμποι/ κι έβγαλε φιρμάνι/ για να ξεθυμάνει/ πάει στο Κολωνάκι»
Ο επικεφαλής των Χιτών δεν το ανέχεται άλλο και πυροβολεί στον αέρα. Η μουσική σταματά. Οι ΕΠΟΝίτες δείχνουν ότι είναι άοπλοι και αποχωρούν.
Ο επικεφαλής των Χιτών λέει στη μπάντα: «Γύρνα ξανά» και οι άντρες αρχίζουν να χορεύουν μεταξύ τους: «Γύρνα ξανά/ στην παλιά σου φωλιά/ βασιλιά./ Ο λαός σου εσένα ζητά/ γύρνα ξανά./ Κι όταν θα ρθεις/κουκουέδες εδώ δεν θα βρεις/ εθνοφύλακες θα ναι φρουροί/ γύρνα ξανά.»
Το πλάνο τελειώνει με την έξοδο της Ηλέκτρας από την αίθουσα. Στη συνέχεια βλέπουμε τους Χίτες να περπατούν στο δρόμο, αρχικά ελαφρά μεθυσμένοι, μετά σαν με βήμα στρατιωτικό, τραγούδώντας ένα αντικομμουνιστικό τραγούδι, μέχρι να φτάσουν σε μια προεκλογική συγκέντρωση του 1952 και να χειροκροτήσουν την ομιλία ενός υποψηφίου με τον Παπάγο…
Η σκηνή, ένα από τα χαρακτηριστικότερα πλάνα-σεκάνς σε όλο κινηματογραφικό σύμπαν του Θόδωρου Αγγελόπουλου, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ικανότητάς του να φτιάχνει σκηνές μεγάλης συμβολικής συμπύκνωσης, ακόμη και χωρίς διάλογο, χρησιμοποιώντας τεχνικές ακόμη και του μιούζικαλ. Συμβάλλει σε αυτό και ο τρόπος που ο Λουκιανός Κηλαηδόνης διάλεξε και οργάνωσε τα τραγούδια της εποχής.
Ταυτόχρονα, η σκηνή αυτή με έναν πολύ σαφή τρόπο υπενθυμίζει συγκεκριμένες σελίδες της νεώτερης ιστορίας
Η «επιστροφή» της μοναρχίας το 1946
Τον Ιανουάριο του 1946 ο βασιλιάς δεν έχει επιστρέψει στην Ελλάδα. Το «πολιτειακό» ήταν ένα θέμα που υποτίθεται ότι έπρεπε να λυθεί με την κυρίαρχη του βούληση του λαού. Άλλωστε, όχι μόνο το ΕΑΜ αλλά και ο ΕΔΕΣ (που εδώ ακολουθούσε την κληρονομιά του βενιζελισμού) είχαν σαφή και ρητή αντιμοναρχική τοποθέτηση. Ακόμη και η Συμφωνία του Λιβάνου, έστω και με ασαφή τρόπο, παρέπεμπε το πολιτειακό στη μελλοντική απόφαση του ελληνικού λαού.
Ούτε ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε η χώρα να έχει μοναρχία, έναν θεσμό που άλλωστε είχε υπάρξει βαθιά διχαστικός στα προπολεμικά χρόνια. Όμως, η χώρα όδευε προς ένα εμφύλιο πόλεμο (ή θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήδη βρίσκονταν). Η επιστροφή του Βασιλέως έγινε «σημαία» της αντικομμουνιστικής παράταξης, που θεωρούσε ότι έτσι θα ισχυροποιούσε το μέτωπο απέναντι στο ΕΑΜ. Ουσιαστικά ήταν η λογική απέναντι στους θεσμούς «λαϊκής κυριαρχίας» θα ήταν καλό να υπάρχει και ένα άλλο μη αιρετό και εγγυημένα αντικομμουνιστικό κέντρο εξουσίας.
Άλλωστε, αυτή ήταν η διαφορά της μοναρχίας στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες. Εκεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα οι μοναρχίες είχαν δει τις αρμοδιότητές του να περιορίζονται στη συμβολική έκφραση της ενότητας του έθνους. Στην Ελλάδα, όσοι επεδίωκαν την επιστροφή της βασιλείας ήθελαν να υπάρχει ένα κέντρο εξουσίας που εάν χρειαστεί να παρενέβαινε και απέναντι στις αποφάσεις δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων.
Δηλαδή, όχι μόνο το διαβλητό δημοψήφισμα του 1946 αλλά και η ίδια η προσπάθεια να επιστρέψει ο βασιλιάς ήταν τμήμα μιας εμφυλιοπολεμικής δυναμικής και μιας απροθυμία να υπάρξει μια πραγματικά δημοκρατική και τελικά ειρηνική διέξοδος.
Άλλωστε, το διαβλητό δημοψήφισμα του 1946 ήρθε να συναντήσει το επίσης νόθο δημοψήφισμα του 1935 όταν εν μέσω βαθιάς πολιτικής κρίσης και με σαφή ορίζοντα μια τη δικτατορία Μεταξά. Κάτι που έρχεται να υπογραμμίσει και τις δύο φορές που τέθηκε ζήτημα επιστροφής της βασιλείας έγινε με διαβλητές διαδικασίες και στο πλαίσιο αυταρχικών μεθοδεύσεων.
Ο ρόλος του Παλατιού στο μετεμφυλιακό σύστημα εξουσίας
Όπως ακριβώς πλάι στο τυπικό σύνταγμα υπήρχε και όλο το «παρασύνταγμα» των μετεμφυλιακών «έκτακτων μέτρων», έτσι και πλάι στην τυπική κοινοβουλευτική δημοκρατία (με τον περιορισμό βέβαια της απαγόρευσης των κομμουνιστικών οργανώσεων), υπήρχαν άλλα δύο κέντρα εξουσίας, ο Στρατός και το Παλάτι, ως «εγγυητές» του χαρακτήρα του καθεστώτος.
Και όντως αυτό φάνηκε ακριβώς στα Ιουλιανά – όπως είχε φανεί και νωρίτερα στη σύγκρουση ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το Παλάτι, όταν πρακτικά το τελευταίο στάθηκε εμπόδιο στις προτάσεις που έκανε. Στα ίδια τα Ιουλιανά το Παλάτι, μέσα από την άρνηση του Κωνσταντίνου να συναινέσει στην αποπομπή Γαρουφαλιά ουσιαστικά αμφισβήτησε την ίδια τη λαϊκή βούληση και διεκδικήσει το ρόλο του κέντρου εξουσίας που δεν θα άφηνε να ξεδιπλωθεί η δημοκρατική δυναμική της ίδιας της κοινωνίας.
Ούτε είναι τυχαίο ότι καθώς ήταν δεδομένο ότι οι εκλογές του 1967 θα οδηγούσαν ξανά σε αποτελέσματα που θα αμφισβητούσαν το μετεμφυλιακό πλαίσιο εξουσίας, όχι μόνο η ομάδα των ΙΔΕΑτών συνταγματαρχών με επικεφαλής τον Παπαδόπουλο αλλά και το Παλάτι με τους ανώτατους αξιωματικούς εξέταζαν το ενδεχόμενο πραξικοπήματος. Απλώς, αποδείχτηκε ότι η ομάδα γύρω από τον Παπαδόπουλο ήταν πιο καλά οργανωμένη και πρόλαβε να πάρει την εξουσία. Το «αντιπραξικόπημα» του Δεκεμβρίου του 1967, δεν είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.