Ως «εγγονό» έβλεπε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τον εαυτό του έναντι του «παππού του» πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου – και ανάλογα ανταπέδιδε και εκείνος. Σε αυτό το μοτίβο πατούσε η σχέση τους, η μακράν καλύτερη που είχε τόσο ως διάδοχος όσο και ως βασιλιάς με πολιτικό ηγέτη.
Ομως, όλα αυτά, εξαερώθηκαν, έγιναν καπνός, από τη μία ημέρα στην άλλη, όταν βρέθηκε στο επίκεντρο το «τρίτο πρόσωπο»: ο αληθινός γιος: ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο άνθρωπος για τον οποίο «εγγονός» και «παππούς» οδηγήθηκαν σε ακραία σύγκρουση και η δημοκρατία δοκιμάστηκε στα όριά της μέχρι που, δύο χρόνια αργότερα, έσπασαν πλέον και αυτά.
Η ιστορία είναι φυσικά πολύ γνωστή: η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και οι κατηγορίες κατά του Ανδρέα για συνωμοσία, ο Γαρουφαλιάς στο υπουργείο Αμύνης, ο Γεώργιος Παπανδρέου που θέλει να τον αντικαταστήσει για να το αναλάβει ο ίδιος, ο βασιλιάς που αρνείται να το δεχθεί με το σκεπτικό ότι αυτό ενδεχομένως θα οδηγήσει στο να πουν κάποιοι ότι μπορεί να καλύψει μία έρευνα για συνωμοσία μέσα στις Ενοπλες Δυνάμεις, κάτι που, ο ίδιος, δεν μπορούσε να αποδεχθεί.
Και που, κατά το Σύνταγμα του 1952, είχε δικαίωμα να αρνηθεί. Και, τέλος το ξέσπασμα της φοβερής κρίσης στις 15 Ιουλίου 1965, η αποπομπή / παραίτηση του «Γέρου», οι κυβερνήσεις της Αποστασίας, η Ελλάδα που άρχισε να φλέγεται, η αντίστροφη μέτρηση για τη δικτατορία…
Το «ζήτημα Ανδρέας»
Πριν όμως απ’ όλα αυτά, όταν ακόμα το δίπολο «παππούς» – «εγγονός» ήταν σε πλήρη άνθιηση, το «ζήτημα Ανδρέας» είχε εγερθεί ξανά μεταξύ του βασιλιά και του πρωθυπουργού, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, με τον Γεώργιο Παπανδρέου να είναι εξαιρετικά ανοικτός έναντι του Κωνσταντίνου όταν συζητούσε για τα – γνωστά βέβαια σε όλους – προβλήματα που είχε με τον υπουργό – γιο του, ο οποίος είχε αναλάβει αυτόκλητα τον ρόλο του άτυπου αρχηγού της σκληρής αριστερής πτέρυγας του Κέντρου.
Η πιο χαρακτηριστική από όλες, ήταν ίσως λίγο καιρό μετά την επιστροφή του Γεωργίου Παπανδρέου από την Ουάσιγκτον όπου είχε κληθεί να συναντήσει τον πρόεδρο Τζόνσον με κύριο αντικείμενο τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Εκείνο το διάστημα, ο Κωνσταντίνος είχε δεχθεί, κατόπιν αιτήματός του, σε ακρόαση τον αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε ζητήσει να του αναλύσει τον προϋπολογισμό.
Οταν τελείωσε η παρουσίαση, ο Ανδρέας, όπως έχει αφηγηθεί ο Κωνσταντίνος, ζήτησε από τον βασιλιά την άδεια να του αναφέρει μία άκρως απόρρητη πληροφορία. Ποια ήταν αυτή; Οτι, κατά τον Ανδρέα, ο πατέρας του πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου του είχε αναθέσει να είναι ο σύνδεσμος μεταξύ της κυβέρνησης και της ΕΔΑ.
Ο Κωνσταντίνος άκουσε την πληροφορία με μεγάλο σκεπτικισμό, γνωρίζοντας πολύ καλά τις απόψεις του «Γέρου» για την ΕΔΑ και την Αριστερά και την όποια συνεργασία μαζί τους. Ετσι, μόλις έφυγε ο Ανδρέας, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον πρωθυπουργό. Ομως, μετά τα «τι κάνετε, πώς είστε», δεν πήγαινε στο δια ταύτα του τηλεφωνήματος. Πανέξυπνος ο «Γέρος» τον ρώτησε «γεμάτος ανησυχία», όπως αφηγείται ο Κωνσταντίνος: -«Δεν μου λέτε μεγαλειότατε, μήπως είδατε τον γιο μου;»
– «Μόλις έφυγε»
– «Τι συνέβη;»
– «Δεν συνέβη τίποτε. Αλλά μου είπε…»
– «Ρε τον ψεύτη! Σας είπε τέτοιο πράγμα; Είναι ψέματα μεγαλειότατε. Δεν έχω δώσει καμία τέτοια εντολή!»…
Οι τρεις πρωταγωνιστές
Η ρήση, είναι γνωστή: ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου. Και γενικά, ισχύει. Οχι όμως εν προκειμένω. Οχι στους άγριους δαιδάλους της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ιδίως σε εκείνη τη φοβερή περίοδο, την πιο καθοριστική, που άλλαξε τα πάντα και οδήγησε την Ελλάδα δεκαετίες πίσω.
Και που όλα παίχτηκαν ανάμεσα σε τρεις πρωταγωνιστές: έναν «εγγονό», έναν «παππού», έναν γιο: Ετσι, ο Κωνσταντίνος έγινε ίσως το μόνο πρόσωπο στην ελληνική δημόσια ζωή που οι σχέσεις του υπήρξαν τελικά μοιραίες και με τους τρεις ιστορικούς ηγέτες τόσο της προχουντικής όσο και της μεταπολιτευτικής περιόδου: Τόσο τον Γεώργιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου, όσο και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και που το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου», δεν ήταν ικανό να λειτουργήσει…