Τρίτη ταινία της «τριλογίας του Φόρε», του νησιού όπου ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) γύρισε ορισμένες από τις καλύτερες ταινίες του (οι άλλες δύο είναι «Η ώρα του λύκου» και η «Ντροπή»), το «Πάθος» («En passion», Σουηδία, 1969) επαναπροβάλλεται περιορισμένα και σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.
Η ταινία μιλά για την ιστορία ενός ανθρώπου με μυστηριώδες παρελθόν (Μαξ φον Σίντοφ), αποσυρμένου σε ένα μακρινό νησί μετά τον χωρισμό του με τη γυναίκα του (Μπίμπι Αντερσον), εκεί όπου κυκλοφορεί ένας μανιακός σκοτώνοντας ζώα και εκεί όπου δύο άλλοι άνθρωποι, ένας αρχιτέκτονας (Ερλαντ Γιόζεφσον) και μια γυναίκα (Λιβ Ούλμαν), θα παίξουν ρόλο στη ζωή του.
Ο Μπέργκμαν όπως πάντα «παίζει» με άνεση στην έδρα του, η ταινία κάνει μια θαρραλέα βουτιά στην ψυχή των ηρώων της ενώ συγχρόνως δημιουργεί ένα παράξενο «είδος» σασπένς που κλιμακώνεται από καλά κρυμμένα μυστικά, εξομολογήσεις και αναγνώσεις επιστολών.
Συγχρόνως ο Μπέργκμαν πειραματίζεται κινηματογραφικά, βάζοντας τους ηθοποιούς να «βγαίνουν» από τους ρόλους τους και να μιλούν για αυτούς και το πώς τους αντιμετωπίζουν ως καλλιτέχνες (ένα στυλ που μοιάζει να παραπέμπει σε ταινία του… Ζαν-Λικ Γκοντάρ). Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που δεν έχει γεράσει καθόλου και αξίζει να έχουν υπόψη τους όσοι δεν την έχουν δει.
Συναρπαστική ωμότητα
Ο «Ορκος του Παμφίρ» («Pamfir», διεθνής συμπαραγωγή με βάση την Ουκρανία, 2022), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ουκρανού σκηνοθέτη Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σομπτσούκ, η οποία μάλιστα είχε προβλήματα στη δημιουργία της (δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί όταν τον περασμένο Φεβρουάριο έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία).
Διατηρώντας ένα ύφος που συχνά παραπέμπει σε σύγχρονο παραμύθι του δάσους, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης επεξεργάζεται το πορτρέτο ενός θηριώδους, ακαλλιέργητου αλλά κατά βάθος έντιμου χωριάτη, του Λεονίντ, ο οποίος θέλει να επανενταχθεί στον τόπο του, εκεί όπου επιστρέφει από όπου «εργαζόταν». Οι προθέσεις του είναι αγνές, η δουλειά δεν τον φοβίζει, η οικογένειά του είναι το μόνο που λατρεύει, όμως οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν όνειρα και η αγωνία για το μέλλον του γιου του τον αναγκάζει να ασχοληθεί και πάλι με τη μεταφορά λαθραίων προϊόντων.
Αυτή η αγωνία του Λεονίντ σε συνδυασμό με μια υπόκωφη οργή μα και ένα παράπονο (συναισθήματα χαραγμένα στο παρουσιαστικό του ηθοποιού Ολεξάντρ Γιατσετσιούκ) είναι που θέτουν σε λειτουργία τη δυναμική της ταινίας, στην οποία το παγωμένο ουκρανικό τοπίο κυριαρχεί. Διόλου τυχαία το παρατσούκλι του Λεονίντ είναι Παμφίρ, που σημαίνει «πέτρα»: ένας δυνατός άνθρωπος που έχει μάθει να δουλεύει μόνο με τα χέρια αλλά με αρχές: «ποτέ μη συμβιβάσεις την συνείδησή σου» είναι η μία και μοναδική συμβουλή που δίνει στον γιο του.
Το ταξίδι του είναι συναρπαστικό, όπως συναρπαστική είναι και η ωμότητά του στην οποία ο Σουκολίτκι-Σομπτσούκ εμμένει με πάθος. Εντέλει, νιώθεις σεβασμό απέναντι σε αυτόν τον ατρόμητο γίγαντα που είναι έτοιμος να αυτοθυσιαστεί για το καλό των ανθρώπων που αγαπά.
Η ζωή αντιγράφει το σινεμά
Το μόνο πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο στο φιλόδοξο αλλά γραφικό βιογραφικό έπος «Το χρυσάφι του Ρήνου» («Rheingold», Γερμανία / Ιταλία / Ολλανδία, 2022) που γύρισε ο Φατίχ Ακίν για τον διάσημο κούρδο ράπερ της Γερμανίας Xatar είναι ότι αυτός ο τόσο επικίνδυνος, ενίοτε αδίστακτος αλλά, κυρίως, απερίσκεπτος άνθρωπος κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες της μουσικής βιομηχανίας (και όχι μόνο).
Μόνο στο σινεμά λες ότι γίνονται αυτά τα πράγματα, να όμως που γίνονται και στη ζωή. Γιος διάσημου συνθέτη κλασικής μουσικής ο οποίος καταδιώχθηκε από το καθεστώς του Χομεϊνί, ο Τζιγουάρ Χατζάμπι από πολύ μικρός, στη Βόννη όπου η οικογένειά του κατέληξε στη δεκαετία του 1980, παρότι είχε αρχίσει να ασχολείται με τη μουσική, πούλαγε πορνό DVD και στη συνέχεια ναρκωτικά. Μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές κατέληξε στο Αμστερνταμ (ενώ καταζητούνταν στη Γερμανία) και εκεί έμπλεξε με τον τοπικό «νονό» της κουρδικής μαφίας που δεν δίσταζε να δολοφονεί ο ίδιος εν ψυχρώ.
Ο Xatar που υποδύεται ο Εμίλιο Σακράγια θα μπορούσε να είναι ήρωας ταινίας του Γκάι Ρίτσι, το σκηνοθετικό ύφος του οποίου φαίνεται ότι μάλλον ενδιέφερε εδώ τον Ακίν. Εξάλλου, μέσα στη βαρβαρότητά της η ταινία που ακολουθεί με αυστηρότητα τη χρονολογική σειρά των γεγονότων λες και μιλά για κανένα σπουδαίο πρόσωπο, έχει και κάτι σαν χιούμορ· έστω και αν ενίοτε σου δίνει την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια πιο βίαιη εκδοχή του «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη» (παράδειγμα η σκηνή της καταστροφής μιας μεγάλης ποσότητας υγρής κοκαΐνης ή η σκηνή της κλοπής χρυσού όπου ο Xatar παριστάνει τον αστυνομικό).
Αν εξαιρέσουμε την παλαιομοδίτικη ελληνική μεταγλώττιση, το συμπαραγωγής Γαλλίας / Γερμανίας / Βελγίου κινούμενο σχέδιο «Ο Βίκινγκ και το μαγικό σπαθί» («Vic the Viking and the Magic Sword», 2019) του Ερικ Καζ ξεχωρίζει για την απλότητά του στο σχέδιο μα και για τον γλυκό, εύπεπτο τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τους Βίκινγκ και τις θεότητές τους.