Tα πρόσφατα γεγονότα σε Ιλιον και Κόρινθο έφεραν στο προσκήνιο τη σκληρή πραγματικότητα μιας σεξουαλικής βίας με θύτες και θύματα ανηλίκους, γεννώντας ερωτήματα για τα αίτια, όσο και για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Για τον ψυχίατρο παιδιών και εφήβων Γιώργο Ξυλούρη, μέλος του ΔΣ της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδας και επιστημονικό υπεύθυνο στο κέντρο ημέρας «Το Σπίτι του Παιδιού», «στις περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις το παιδί-θύτης φέρει κάποιο ψυχολογικό τραύμα. Συχνά υπάρχει ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης. Παιδιά με αποδιοργανωμένο συναισθηματικό δεσμό με την οικογένειά τους έχουν αυξημένες πιθανότητες να εκδηλώσουν αντικοινωνικές συμπεριφορές». Ωστόσο, διευκρινίζει ότι «αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι οι θύτες είναι ψυχιατρικά άρρωστοι».
Στατιστικά στοιχεία για την Ελλάδα δεν υπάρχουν. Μια εικόνα μάς δίνουν τα στοιχεία από την Καλιφόρνια. Οπως σημειώνει ο ειδικός, στη συγκεκριμένη Πολιτεία των ΗΠΑ «οι ανήλικοι που ασκούν σεξουαλική βία κατά ανηλίκων αντιπροσωπεύουν το 35,6% των γνωστών στις Αρχές θυτών. Το ποσοστό παιδιών που ασκούν σεξουαλική βία σε άλλα παιδιά είναι υψηλότερο στις ηλικίες μεταξύ 15 και 17. Περίπου ένας στους οκτώ ανήλικους παραβάτες είναι κάτω των 12. Η σεξουαλική βία μεταξύ ανηλίκων, μάλιστα, αφορά το 25,8% όλων των σεξουαλικών αδικημάτων».
Τα χαρακτηριστικά των ανήλικων θυτών
Για τον Γιώργο Ξυλούρη στις περιπτώσεις σεξουαλικής βίας με θύτες ανηλίκους, «αν το θύμα είναι παιδί πριν από την εφηβεία (κάτω των 12 ετών), οι θύτες έχουν συχνά χειρότερες ψυχοκοινωνικές δεξιότητες, τα θύματα είναι συνήθως συγγενείς ή στο στενό τους περιβάλλον, χρησιμοποιούν λιγότερη βία κατά τη διάρκεια της παραβατικής συμπεριφοράς, έχουν μικρότερη σεξουαλική εμπειρία, είναι κοινωνικά απομονωμένοι. Αν το θύμα είναι εφηβικής ή προεφηβικής ηλικίας, οι θύτες είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν βία κατά τη διάρκεια της πράξης, έχουν συνήθως προηγούμενο ιστορικό παραβατικής συμπεριφοράς, κάποιες φορές ιστορικό συλλήψεων, κατάχρησης ουσιών ή άλλων συμπεριφορικών προβλημάτων. Συχνά, τα θύματά τους δεν είναι στο σπίτι, αλλά στο σχολείο ή άγνωστοι. Εχουν πιο εξωστρεφές προφίλ, μοιάζουν με συμπεριφορές που βλέπουμε σε συμμορίες».
Στην εφηβεία η ομάδα δημιουργεί ταυτότητα. Οπως σημειώνει ο ψυχίατρος, «ένας έφηβος σεξουαλικός παραβάτης δεν είναι απαραίτητα ο αρχηγός της ομάδας. Μπορεί να πράξει υπό την πίεση του αρχηγού ή της ομάδας. Πιθανώς φοβάται, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι μπορεί να εγκαταλειφθεί ή να γίνει το θύμα της επιθετικότητας της ομάδας. Συχνά βλέπουμε χαμηλή εικόνα εαυτού. Μέσα από την πράξη εκφορτίζει ο θύτης μια ανεπάρκεια. Αλλος μηχανισμός άμυνας είναι η ταύτιση με τον επιτιθέμενο, καθώς έτσι δίνεται η αίσθηση της ισχύος. Αυτό μπορεί να συνδέεται με προηγούμενη εμπειρία κακοποιητικού γονέα».
To θύμα πίσω από τον θύτη
Για τον Γιώργο Ξυλούρη το στοίχημα για τους ειδικούς ψυχικής υγείας που δουλεύουν με παιδιά είναι να δουν το θύμα πίσω από τον θύτη. «Αυτό δεν σημαίνει πως πίσω από κάθε θύτη υπάρχει ένα θύμα κακοποίησης, αλλά σίγουρα κάτι υπάρχει» λέει και αναφέρει ένα παράδειγμα: «Ενα παιδί πλησίαζε άλλα παιδιά και τα χάιδευε στα γεννητικά τους όργανα. Αυτό εκλαμβανόταν ως διεισδυτικό και παραβατικό. Tο παιδί, μέσα από τη θεραπεία, έδειξε πως είχε υποστεί το ίδιο σεξουαλική κακοποίηση. Μέσω αυτής της συμπεριφοράς προσπαθούσε να κάνει επαφή με άλλα παιδιά. Ηταν ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ένιωθε ότι μπορούσε να κατευνάσει τον θυμό του πατέρα του, όταν αυτός ήταν μεθυσμένος».
H «αναβάθμιση» της παραβατικότητας των εφήβων
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια «ποιοτική αναβάθμιση» των πράξεων βίας στις νεότερες ηλικίες, υποστηρίζει η δρ Αγγελική Καρδαρά, τακτική-επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος: «Ενώ ανάμεσα στο 2000 και το 2020 η εγκληματικότητα στις ηλικίες 13-17 ετών από 7% έπεσε στο 4,5%, στα “σκληρά” εγκλήματα που χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα βίας, ο δείκτης της εγκληματικότητας παρουσιάζεται αυξημένος».
Για τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, διευθυντή Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας Παιδιού, «μετά την κρίση και τα μνημόνια η βία μεταξύ των παιδιών έγινε ποιοτικά σκληρότερη», ενώ υπογραμμίζει ότι για «πολλά από τα παιδιά που είναι σήμερα 15 χρόνων, το μόνο βίωμα που έχουν είναι κρίση και καταστροφή, μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει μέλλον».
Για τον Γιώργο Ξυλούρη, «η αιτιολογία δεν είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή η τραπ μουσική. Τα παιδιά και οι έφηβοι είναι εκτεθειμένοι σε πολλά ερεθίσματα, αλλά δεν έχουν να αναφερθούν κάπου για να τα φιλτράρουν. Δεν τους δίνεται η δυνατότητα να εξηγήσουν τι συμβαίνει. Δεν αναφέρομαι σε επίπεδο ενημέρωσης, να τους κάνουμε μαθήματα, αλλά της γονεϊκής λειτουργίας με την ευρύτερη έννοια της προστασίας, της ενεργητικής ακρόασης, της καθοδήγησης, του νόμου, της πλαισίωσης, της προοπτικής, της βοήθειας να βάλουν σε σκέψεις και λόγια αυτό που συμβαίνει γύρω τους».
Η Ολγα Θεμελή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, τέλος, υπογραμμίζει ότι οι έφηβοι ζουν τη βία «στην οικογένειά τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στους υψηλούς δείκτες του ενδοοικογενειακού πλαισίου που εκτινάχθηκαν στην πανδημική περίοδο, στο σχολείο που αδυνατεί να υπερασπιστεί τον κοινωνικό του ρόλο περιορίζοντας τις αρμοδιότητές του στην κάλυψη της ύλης και την αριστεία, στον κοινωνικό χώρο όπου οι όροι κοινωνικής συμβίωσης μεταβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια δραματικά».