Σε σκληρό διπλωματικό «πόκερ» φαίνεται πως εξελίσσεται το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Το Βρετανικό Μουσείο επιβεβαιώνει, για πρώτη φορά, ότι συμμετέχει σε «εποικοδομητικές συζητήσεις» με την Αθήνα ενώ το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού διαμηνύει ότι δεν αναγνωρίζει νομή, κατοχή και κυριότητα των Μαρμάρων στους Βρετανούς, καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής.
Το θέμα απασχολεί τον Τύπο, με όλες τις μεγάλες εφημερίδες να φιλοξενούν ρεπορτάζ και άρθρα γνώμης που, όχι μόνο βλέπουν «συμφωνία» μεταξύ των δύο πλευρών αλλά το προχωρούν και ένα βήμα παραπέρα αποκαλύπτοντας τα ανταλλάγματα -τον Τζόκεϋ του Αρτεμισίου, τη χρυσή μάσκα του Αγαμέμνονα και το θρυλικό κύπελλο του Νέστορα- που θα δώσει η Ελλάδα στη Βρετανία ώστε να καλυφθεί το κενό της απουσίας των Γλυπτών από το Μουσείο του Λονδίνου.
Και μπορεί τα διεθνή Μέσα να τάσσονται υπέρ της επανασύνδεσης των ιστορικών αντικειμένων στο Μουσείο Ακρόπολης και να στρώνουν το έδαφος για μια «ιστορική», όπως την χαρακτηρίζουν, συμφωνία ωστόσο, η υπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας, Μισέλ Ντόνελαν, σε δηλώσεις της ξέκοψε κάθε σενάριο επιστροφής.
Σε συνέντευξή της στο BBC, η 38χρονη πολιτικός κληθείσα να σχολιάσει τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, επέμεινε ότι τα Γλυπτά «ανήκουν εδώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο» και δεν πρέπει να επιστραφούν στην Ελλάδα. Όπως σημείωσε η ίδια, η αποστολή τους θα «άνοιγε τον ασκό του Αιόλου» και θα ήταν ένας «επικίνδυνος δρόμος», αφού θα προκαλούσε αντιπαράθεση και για τα υπόλοιπα εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου. «Θα άνοιγε την πύλη στο ερώτημα για ολόκληρο το περιεχόμενο των μουσείων μας», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, είχε αναφερθεί στην «συστηματική και αθόρυβη προσπάθεια» που γίνεται για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, τονίζοντας ότι δεν αναμένει άμεσα αποτελέσματα αλλά ότι ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί και σε μεταγενέστερο χρόνο «να βλέπουμε αυτό το μοναδικό μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς στο φυσικό του χώρο, στη σκιά του ιερού βράχου».
Το Βρετανικό Μουσείο φαίνεται σα να βιάζεται να κλείσει τη συμφωνία, προχωρά σε διαρροές για προχωρημένες διαπραγματεύσεις με την ελληνική πλευρά και «καρφώνει» την βρετανική κυβέρνηση ότι «πάντα ξεκαθάριζε πως το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών αφορά το ίδιο το Μουσείο αλλά τώρα που οι συνομιλίες με την Ελλάδα επιβεβαιώνονται αλλάζει γνώμη».
Το παιχνίδι του Όσμπορν και η πάγια θέση των Βρετανών
Στο μεταξύ, σε άρθρο της η Telegraph, η οποία είχε αποκαλύψει ότι ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, βρίσκεται σε επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση, κάνει λόγο για ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι από πλευράς ηγεσίας του λονδρέζικου Μουσείου και αποκαλύπτει το παρασκήνιο των συζητήσεων για την επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα.
Tο εκτενές δημοσίευμα, υπό τον τίτλο «Ο Τζορτζ Όσμπορν παίζει ριψοκίνδυνο παιχνίδι ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου», αναφέρει ότι «για οποιονδήποτε άλλον είναι απλά μάρμαρα. Στα χέρια του Τζορτζ Όσμπορν ωστόσο, έχουν γίνει πιόνια σκακιού. Και το παιχνίδι που παίζει μπορεί να καθορίσει το μέλλον των σπουδαιότερων πολιτιστικών θησαυρών της χώρας».
Και προσθέτει: «O πρώην καγκελάριος, που είναι τώρα ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο να ασκήσει πολιτική με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, γνωστά ως Ελγίνεια Μάρμαρα. Τολμά να πιάσει μια «τσουκνίδα» που οι προκάτοχοί του δεν άγγιξαν καν, διερευνώντας τρόπους να στείλει τουλάχιστον μερικά από τα Γλυπτά πίσω στην Ελλάδα. Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι, αλλά το ίδιο μπορεί να είναι και η ανταμοιβή του. Ίσως ο Όσμπορν έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το να μην κάνει τίποτα δεν είναι επιλογή».
Στη συνέχεια, ο Gordon Rayner, που υπογράφει το άρθρο, υπενθυμίζει την πάγια θέση των Βρετανών ότι τα Γλυπτά αυτά περιήλθαν στην κατοχή του Μουσείου του Λονδίνου από τον λόρδο Έλγιν, που ενήργησε με νόμιμο τρόπο στις αρχές του 19ου αιώνα. «Για τους Έλληνες, τα Mάρμαρα είναι κλεμμένα. H Ελλάδα ως έθνος δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι πραγματικά ολοκληρωμένη αν δεν της επιστραφούν τα Γλυπτά», συμπληρώνει.
Οι μυστικές και οι φανερές συζητήσεις Λονδίνου – Αθήνας
Αφού κάνει μία ιστορική αναδρομή της διαμάχης των δύο πλευρών, που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, αναφέρεται στην ομόφωνη απόφαση της UNESCO τον Μάιο του 2021 για την επιστροφή των Γλυπτών και υπενθυμίζει ότι την ίδια χρονιά ο Τζορτζ Όσμπορν εξελέγη πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου. Πέντε μήνες αργότερα, είχε την πρώτη του συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Έλληνα πρωθυπουργό.
«Η συνάντηση -και εκείνη που ακολούθησε τον περασμένο Νοέμβριο, με άλλες τέσσερις ή πέντε μυστικές συναντήσεις με τον Γιώργο Γεραπετρίτη, τον Έλληνα υπουργό Επικρατείας- είναι η προσπάθεια του Όσμπορν να χαράξει έναν τρίτο δρόμο, όσον αφορά τα Μάρμαρα. Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου έχει αναλάβει να συγκεντρώσει 1 δισεκατομμύριο λίρες στο πλαίσιο του προγράμματος Rosetta, για τον εκσυγχρονισμό και την αναμόρφωση του Μουσείου, πράγμα που σημαίνει ότι έχει ήδη ξεκινήσει να ψάχνει τα χρήματα. Τα Ελγίνεια Μάρμαρα έχουν γίνει εμπόδιο. Αν δείξει ότι δεν τα σέβεται και γυρίσει την πλάτη του στην εκστρατεία για τον επαναπατρισμό τους, μπορεί να χάσει δωρητές», αποκαλύπτει ο αρθρογράφος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων που χρειάζεται ο Όσμπορν είναι πιθανό να προέλθει από τις ΗΠΑ, μια χώρα που δίνει μικρή σημασία στις ιστορικές αξιώσεις της Βρετανίας για την ιδιοκτησία των Μαρμάρων.
«Από την άλλη πλευρά, οι πολιτιστικά συντηρητικοί δωρητές θα μπορούσαν να αποσύρουν τη χρηματοδότησή τους εάν τα Μάρμαρα παραδίδονταν πίσω στην Ελλάδα, κυρίως λόγω των επιπτώσεων, αφού και άλλα μουσεία της χώρας θα μπορούσαν να αδειάσουν από τα αποκτήματα της αποικιοκρατικής εποχής», εξηγεί.
Η λύση του Όσμπορν λοιπόν, είναι να προτείνει έναν δανεισμό των Γλυπτών στην Αθήνα με αντάλλαγμα τον δανεισμό κάποιων άλλων θησαυρών. Μάλιστα, ο Rayner παρουσιάζει και ένα χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με το οποίο «θα μπορούσε να σταλεί στην Ελλάδα το ένα τέταρτο των Γλυπτών για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια, το μέρος αυτό θα επιστρέψει πίσω στη Βρετανία και στην Ελλάδα θα έρθει ένα άλλο τέταρτο».
Πάντως, ξεκαθαρίζει ότι οι Έλληνες δεν πρόκειται να συμφωνήσουν με την πρόταση «ένα τέταρτο τη φορά» ωστόσο, «αισιοδοξούν ότι μπορεί να συμφωνήσουν να τα πάρουν μισά – μισά».
Το σκεπτικό πίσω από την πρόταση
Στη Βρετανία αυτή τη στιγμή γίνεται μεγάλη συζήτηση για το αν ο Όσμπορν έκανε ή όχι μία πρόταση που ξέρει ότι θα απορριφθεί, μόνο και μόνο για να μπορέσει να καθησυχάσει τους υποψήφιους δωρητές υποστηρίζοντας ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Όσοι τον γνωρίζουν, αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, επιμένουν ότι η προσφορά του είναι ειλικρινής και ότι ο ίδιος πιστεύει πως οι διαπραγματεύσεις με την Αθήνα θα αποδειχθούν, τελικά, επιτυχείς. Μάλιστα, υποστηρίζουν ότι έχει τη σιωπηρή υποστήριξη των υπουργών της κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι η Μισέλ Ντόνελαν έβαλε τελεία στο θέμα.
Ο Όσμπορν έχει επίσης την υποστήριξη των διαχειριστών του μουσείου. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η κλασικίστρια Μαίρη Μπίαρντ, η οποία πιστεύει ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν ευκαιρία και όχι πρόβλημα.
«Οι αξιώσεις επιστροφής δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ενοχλήσεις, αλλά ως ευκαιρίες για βελτίωση των σχέσεων του Μουσείου με άλλες ομάδες συμφερόντων και άλλα μέρη του κόσμου. Οφείλουμε να εργαστούμε για μια λύση που θα είναι η καλύτερη», δήλωσε στην Telegraph η Μαίρη Μπίαρντ.
Θα παίξουν ρόλο οι εκλογές της άνοιξης;
Ο αρθρογράφος, εν τω μεταξύ, βάζει στο «κάδρο» και τις επερχόμενες εκλογές. Χαρακτηρίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη αγγλόφιλο και προτρέπει τη Βρετανία να τον κρατήσει κοντά της. «Είναι ένας από τους λίγους κεντροδεξιούς ηγέτες στην Ευρώπης, γεγονός που τον καθιστά χρήσιμο σύμμαχο του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως αν επανεκλεγεί στις εκλογές που θα διεξαχθούν την άνοιξη. Είναι αγγλόφιλος και έχει ζήσει στο παρελθόν στο Λονδίνο, και η Βρετανία καλά θα κάνει να τον κρατήσει κοντά της», σημειώνει ενώ δεν αποκλείει το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών να βρεθεί ψηλά στην ατζέντα της προεκλογικής του εκστρατείας.
Αν και ο νόμος του 1963 αποτελεί «αγκάθι» και απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο τη μόνιμη αφαίρεση αντικειμένων, πηγές πλησίον των διαπραγματεύσεων τονίζουν ότι οι δύο πλευρές θα «παίξουν» με τις λέξεις και ότι θα επιστρατευτούν οι όροι «σύμπραξη» και «συνεργασία» προκειμένου να βρεθεί η «χρυσή» τομή.
«Οι συνθήκες φύλαξης των αντικειμένων, η μετακίνησή τους, η προσβασιμότητα των μουσείων και οι ιστορικές αξιώσεις ιδιοκτησίας πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνονται υπόψη. Αλλά σε μια εποχή που η επιστροφή γίνεται κανόνας σε όλο τον κόσμο, τα μουσεία της Βρετανίας μπορεί να βρεθούν να “κολυμπούν” ενάντια στο ρεύμα», καταλήγει το δημοσίευμα.