Ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων
Σε ηλικία 83 ετών έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Β’. Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, το 1967, έπειτα από το αποτυχημένο κίνημά του κατά της δικτατορίας ,
η χώρα δεν γνώρισε άλλον βασιλιά. Και με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το δημοψήφισμα του 1974 έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα
Τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος: Ο θάνατός του στον διεθνή Τύπο
Ακολουθεί το πέμπτο μέρος της ιστορίας του τέως βασιλιά, όπως το κατέγραψε ο δημοσιογράφος Γεώργιος Π. Μαλούχος:
Αν η 21η Απριλίου 1967 υπήρξε μοιραία ημέρα για τη δημοκρατία, την Ελλάδα και, τελικά, και την Κύπρο, η 13η Δεκεμβρίου υπήρξε το ίδιο – αλλά αυτή τη φορά για τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Γιατί για όλα τα παραπάνω, δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά τραγική. Μάλλον, για την ακρίβεια, όσο κι αν ακούγεται σκληρό, ιλαροτραγική: ήταν η ημέρα που ο τέως βασιλιάς έθεσε σε ενέργεια ένα αντικίνημα κατά της χούντας, το οποίο, όμως, ήταν τόσο πρόχειρα προετοιμασμένο και με τέτοιες δομικές αδυναμίες, ώστε λίγες ώρες μετά την εκδήλωσή του θα είχε καταρρεύσει αύτανδρο και, πλέον, το διακύβευμα δεν θα ήταν πώς θα πέσει ο Παπαδόπουλος, αλλά το πώς θα σωθεί ο Κωνσταντίνος, που θα έφευγε όπως όπως, υπό συνθήκες δραματικές, για τη Ρώμη. Για να μην επιστρέψει πια ποτέ ξανά στην Ελλάδα ως βασιλιάς, ούτε καν ως ιδιώτης, μέχρι να περάσουν δεκαετίες.
Το τι και το πώς του αντικινήματος αυτού, δεν πρόκειται να περιγραφεί εδώ. Ο λόγος είναι ο διττός: πρώτον, επειδή οι λεπτομέρειες είναι πολλές. Και επειδή είναι ένα θέμα αρκετά άγνωστο ακόμα, είναι λάθος να παρουσιαστεί ελλειπτικά. Αυτό θα ήταν εύκολο να οδηγήσει σε σφαλερές εντυπώσεις. Ο παράλληλος λόγος, είναι ότι ακόμα και αυτό να μην συμβεί, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να πληροφορηθεί κανείς το σύνολο των διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με το τι συνέβη εκείνη την ημέρα, που πλέον υπάρχουν, αν και, ως επί το πλείστον, συγκεντρωμένες σε μία πηγή: στο βιβλίο των απομνημονευμάτων του τέως βασιλέως “Χωρίς Τίτλο” για τη συγγραφή του οποίου συνεργάστηκα μαζί του δια μακρόν και ένα μεγάλο μέρος του οποίου, πολλών δεκάδων σελίδων, είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στα γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνη την ημέρα, στιγμή προς στιγμή. Ο λόγος της τόσο επίμονα αναλυτικής καταγραφής, υπήρξε ακριβώς το ότι το αντικίνημα δεν είναι στην πραγματικότητα ένα ευρέως γνωστό κεφάλαιο ούτε της ζωής του Κωνσταντίνου, ούτε και της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Και υπάρχει λόγος γι αυτό.
Προσπάθησε αλλά…
Οταν κανείς μελετήσει το αντικίνημα του Δεκεμβρίου ΄67 οδηγείται με ασφάλεια σε μία σειρά από συμπεράσματα, τα οποία ασφαλώς και δεν είναι αρεστά στην κυρίαρχη αφήγηση για την εν λόγω περίοδο: πρώτον, ότι παρά την λανθασμένη στάση του και το ’65 και στις 21 Απριλίου του ΄67, τον Δεκέμβριο ο Κωνσταντίνος προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, όποιες ήταν αυτές, να διορθώσει την κατάσταση. Εκανε παν δυνατόν για τον ίδιο να διώξει τη χούντα. Εκανε όσο μπορούσε. Ομως, το έκανε. Υπήρξε αρκετό; Ασφαλώς όχι. Κάθε άλλο. Υπήρξε, αλλά για να του στερήσει, εν τέλει, τον θρόνο του: αυτό ήταν το μοναδικό ουσιώδες αποτέλεσμα της 13ης Δεκεμβρίου.
Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Οχι υπό την έννοια ότι ο Κωνσταντίνος δεν προσπάθησε να ρίξει τη χούντα, αλλά ως προς τα κίνητρά του: ότι δηλαδή δεν το έπραξε για να αποκαταστήσει τη δημοκρατία, αλλά για να αναδιανείμει τη “νομή της εξουσίας” εντός των πλαισίων της εκτροπής. Αυτό το συμπέρασμα είναι ασφαλώς εντελώς, 100%, αυθαίρετο. Δεν στηρίζεται πουθενά και, στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά δίκη προθέσεων. Αλλωστε, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι ο Κωνσταντίνος δεν κατηγορήθηκε ποτέ σοβαρά ως χουντικός ούτε από τον πολιτικό κόσμο, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν ήταν. Και αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι η ίδια η χούντα, όπως αναλύθηκε σε προηγούμενα κείμενα, τον περικύκλωσε για να πετύχει να πάρει την εξουσία.
Επίσης, ουδείς, πριν ή μετά, κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο και ως ιδεολογικά φασιστή. Αυτό έχει αντίστοιχα μεγάλη σημασία: η ιδεολογική διάσταση του προσώπου είναι καθοριστική για τις επιλογές του. Αλλωστε, πριν την 21η Απριλίου, ο ίδιος έκανε ότι μπορούσε για να οδηγηθεί η χώρα με ασφάλεια σε απολύτως τίμιες εκλογές – κάτι που ουδέποτε και από κανέναν αμφισβητήθηκε. Το γεγονός ότι οι εκλογές της 28ης Μαΐου δεν έγιναν ποτέ δεν οφείλεται σε πρόθεση του Κωνσταντίνου να αλλοιώσει το πολίτευμα, αλλά σε αδυναμία της δημοκρατίας συνολικά να προστατεύσει τον εαυτό της από τους επίορκους δικτάτορες.
Η «Μεγάλη Χούντα»
Η προκήρυξη και μόνη της αναμέτρησης της 28ης Μαΐου καταρρίπτει αμετάκλητα κάθε μυθοπλασία περί δήθεν “μεγάλης χούντας”, όπως και κάθε αντίστοιχη “εκτίμηση” σχετικά με δήθεν σύγκρουση για τη νομή της εξουσίας στις 13 Δεκεμβρίου του 1967. Αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα ουδεμία σχέση έχει με τίποτα τέτοιο. Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο Κωνσταντίνος ήθελε να πετύχει δύο στόχους μαζί – που ήταν άλλωστε σύμφυτοι: αφενός να απαλλάξει τη χώρα, το πολίτευμα και τον εαυτό του ως αρχηγό της από τους δικτάτορες και, αφετέρου, να ακυρώσει την καταστροφή που υπέστη η φήμη του ως αρχηγού του κράτους την 21η Απριλίου όταν αναγκάστηκε να ορκίσει τη χούντα. Ο Κωνσταντίνος ήθελε να “γυρίσει το χρόνο πίσω”. Και να κλείσει αυτήν την ανώμαλη παρένθεση, στο άνοιγμα της οποίας έφερε ιδιαίτερα βαρέως ότι είχε αναγκαστεί να συμπράξει.
Οπως προαναφέρθηκε, δεν πέτυχε τίποτα από όλα αυτά. Πώς να τα πετύχει; Με “επιχειρησιακό” επικεφαλής του αντικείματος δίπλα του τον υπέργηρο επικεφαλής του Οίκου του Βασιλέως στρατηγό Δόβα, ο οποίος ήταν ουσιαστικά εκτός πάσης πραγματικότητος και μη σε θέση να κουνήσει ούτε το χέρι του, παρά το γεγονός ότι ήταν γνήσια πιστός του; Με το να φτάνει να απορρίπτει την συμμετοχή κρίσιμων δυνάμεων που ζητούσαν με πάθος τη συμμετοχή τους και που ήταν με απόλυτη βεβαιότητα πιστές στον Βασιλιά; Με την αδυναμία του να συντονίσει, να δώσει εντολές, να κάνει ουσιαστικά το οτιδήποτε; Φταίει ο Δόβας; Ασφαλώς όχι. Δουλεία του Κωνσταντίνου ήταν να βρει τον κατάλληλο άνθρωπο – και υπήρχαν τέτοιοι, που είχαν μάλιστα, και με κίνδυνο, εκδηλώσει την πίστη και το ενδιαφέρον για τη συμμετοχή τους, αλλά που ουδείς ποτέ τους απάντησε… Είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστικό ότι όταν ο Κωνσταντίνος κάλεσε, μία εβδομάδα πριν τους πιστούς του σωματάρχες στα ανάκτορα, τους Κόλλια και Περίδη, τους είπε ο ίδιος ότι δεν επρόκειτο για κίνημα “με την κλασική έννοια”, αλλά για κάτι σαν “δήλωση προθέσεων”, ή κάτι τέτοιο, περισσότερο για να δει ο λαός και ο στρατός ποια είναι η θέση του. Και με ποιο τρόπο αυτό θα… έπειθε άραγε τον Παπαδόπουλο να σηκωθεί να φύγει; Ισως ο Κωνσταντίνος είχε υπερβολική πεποίθηση ότι οι Αμερικανοί, που μετά από το πρόσφατο εκεί ταξίδι του είχε κρίνει πώς δεν ήταν φίλιοι προς τη Χούντα, θα τον στήριζαν. Ουδείς γνωρίζει.
Ποιο το επόμενο βήμα;
Και αυτό δεν είναι παρά μόνον το πρώτο, το επιχειρησιακό σκέλος. Γιατί υπάρχει και το αμέσως επόμενο, το πολιτικό: τι είχε σχεδιαστεί για το ενδεχόμενο επικράτησης του αντικινήματος; Ποιο θα ήταν το αμέσως επόμενο βήμα; Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν, ακόμα και σήμερα, ότι ο Κωνσταντίνος ετοιμαζε ως εντολοδόχο πρωθυπουργό του σε περίπτωση που έριχνε τη χούντα, τον Κερκυραίο πολιτικό Θεοτόκη και όχι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή όπως συχνά έχει λεχθεί και γραφεί. Ο Καραμανλής είχε, πριν και μετά απ’ όλα αυτά, ιστορικό διαφόρων αρνήσεων προς τον Κωνσταντίνο: είχε πράγματι δεχθεί πρόταση, μέσω του Μπίτσιου και είχε αρνηθεί κατηγορηματικά, προφανώς έχοντας συνείδηση ότι θα ήταν αδύνατο να επιτύχει μία τέτοια ενέργεια. Και όσοι γνωρίζουν τι σημαίνει αυτό, αντιλαμβάνονται ήδη ότι ακόμα και να πετύχαινε το σχέδιο της 13ης Δεκεμβρίου, μία τέτοια τοποθέτηση, αμέσως μετά, θα ισοδυναμούσε με ένα είδος “δεύτερης ευκαιρίας” στη χούντα να προλάβει και να καταφέρει να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί, με το α ή το β παλιό ή νέο σχήμα. Ηταν μία ιδέα από κάθε άποψη θνησιγενής. Και εσφαλμένη σε βαθμό και πάλι ιλαροτραγικό. Ομως, έτσι κι αλλιώς, έμεινε μόνον στα χαρτιά, καθώς το όλο σχέδιο έπασχε τόσο άσχημα που όλα κατέρρευσαν πολύ πιο πριν από εκείνο το στάδιο.
Με όλα αυτά δεδομένα, δεν μπορεί να αρνείται κανείς στον μόλις αποθανόντα βασιλέα, ότι, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, αντί να κάτσει ήσυχος στη γωνιά του και να περιμένει βλέποντας και κάνοντας και κρατώντας ισορροπίες, επιχείρησε έμπρακτα να επανορθώσει τα σφάλματα και να καλύψει τα προβλήματα που, ως έναν βαθμό, είχαν γεννήσει οι ίδιες του οι αδυναμίες. Και στην προσπάθειά του αυτή, υπήρξε τελικά ένας από τους λίγους του αστικού τουλάχιστον χώρου, αν μπορεί να κατατάξει κανείς έτσι έναν άνακτα, που έπαιξε κορώνα γράμματα όχι μόνον έναν ολόκληρο θρόνο, αλλά ακόμα και την ίδια του τη ζωή. Πόσοι ήταν εκείνοι που ρίσκαραν πολύ πολύ λιγότερα; Τελικά, έχασε τον πρώτο, γλύτωσε τη δεύτερη.
Δεν τα κατάφερε και αυτό κάθε άλλο παρά παράδοξο είναι: αν μπορούσε να τα καταφέρει, δεν θα είχε χρειαστεί καν η 13η Δεκεμβρίου. Η χούντα θα είχε τελειώσει ήδη την 21η Απριλίου, όταν ήταν απείρως πιο ευάλωτη. Ομως, όπως είπε και ο πρωταίτιός της Παττακός στον υπογράφοντα σε μία ιστορικής σημασίας τηλεοπτική συνέντευξη απαντώντας με ένα φρικτά σαρδώνειο γέλιο κι ένα μάτι που έβγαζε ακόμα σπίθες απόλυτης παράνοιας στα 90 του, στο ερώτημα πόσο καλά προετοιμασμένοι ήταν οι πραξικοπηματίες “τι προετοιμασμένοι; ‘Φου’ να μας κάνανε, θα πέφταμε. Απλως δεν βρέθηκε κανείς να μας κάνει ‘φου΄”… Ούτε στις 21 Απριλίου ούτε, ουσιαστικά, και στις 13 Δεκεμβρίου 1967… Πολύ απλά, δεν βρέθηκε κανείς να τους κάνει “φου”…