Ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων
Σε ηλικία 83 ετών έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Β’. Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, το 1967, έπειτα από το αποτυχημένο κίνημά του κατά της δικτατορίας, η χώρα δεν γνώρισε άλλον βασιλιά. Και με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το δημοψήφισμα του 1974 έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα
Ακολουθεί το έκτο μέρος της ιστορίας του τέως βασιλιά, όπως το κατέγραψε ο δημοσιογράφος Γεώργιος Π. Μαλούχος:
Τέσσερα περίπου χρόνια διήρκεσε η πραγματική βασιλεία του Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια των οποίων έγιναν τόσα ώστε να καταστούν αρκετά για να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον θρόνο και την Ελλάδα. Τέσσερις περίπου μήνες χρειάστηκαν ώστε να μην γίνει, από την πλευρά του, το μοναδικό που θα έπρεπε, ώστε, τελικά, να μην τον εγκαταλείψουν οριστικά, πλέον εκείνον και ο θρόνος και η χώρα.
Ηταν οι τέσσερις μήνες από τα τέλη Ιουλίου έως και τις αρχές Δεκεμβρίου 1974. Από την ημέρα που οι πραξικοπηματίες του Ιωαννίδη και του Ανδρουτσόπουλου, της δεύτερης περιόδου της χούντας, εγκατέλειπαν σαν τα ποντίκια το σκάφος στην τύχη του αφού πρώτα είχαν προκαλέσει την εθνική καταστροφή στην Κύπρο και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ερχόταν ξαφνικά στην Αθήνα από το Παρίσι να σώσει ότι μπορούσε ακόμα να σωθεί, μέχρι την ημέρα που λάμβανε χώρα το δημοψήφισμα το οποίο έγραφε το τέλος της ουσιαστικής συμμετοχής του βασιλέως Κωνσταντίνου Β’ στην ελληνική ιστορία, όπως και το αντίστοιχο της μοναρχίας, στις 8 Δεκεμβρίου 1974. Ηταν η ημέρα που έκλεινε για πάντα όχι μία, αλλά πολλαπλές, ως επί το πλείστον ερεβώδεις εποχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Γιατί δεν επέστρεψε
Το τι ακριβώς συνέβη και δεν ήρθε ο Κωνσταντίνος στην Αθήνα αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας το ήξεραν μόνον δύο άνθρωποι: ο ίδιος και ο Καραμανλής. Που και οι δύο δεν υπάρχουν πια – εντάξει, και οι πολύ στενοί τους συνεργάτες φυσικά, που δεν θα μιλήσουν ποτέ. Οι εκδοχές τους διαφέρουν. Η αλήθεια, αν υποτεθεί ότι υπάρχει μία αδιαφιλονίκητη τέτοια, δεν θα μπορέσει ποτέ να πιστοποιηθεί. Ομως, η λογική έχει μία πρόδηλη απάντηση.
Σύμφωνα με την εκδοχή Καραμανλή, το ζήτημα περίπου δεν τίθεται: απλώς ο Κωνσταντίνος δεν σηκώθηκε να έρθει. Το γιατί και το πώς, δικό του θέμα. Εδώ πρέπει πάντως κανείς να υπενθυμίσει το εξής: θεωρούμε πολύ συχνά και εξαιρετικά λανθασμένα τη Μεταπολίτευση περίπου ως μία αυτονόητη διαδικασία, σαν κάπως να έγινε αυτόματα, κάπως να μην συνέβη τίποτα, κάπως σα να μπορούσε να την κάνει και ο περιπτεράς της γειτονιάς. Καλό θα ήταν να συνέλθουμε και να κατανοήσουμε για τι συζητάμε.
Οταν έφτασε ο Καραμανλής, η κεφαλή της χούντας είχε εξαφανιστεί, αλλά αυτή κάθε άλλο παρά είχε πέσει. Ο κρατικός μηχανισμός ήταν όλος από πάνω μέχρι κάτω δικός της. Ο Καραμανλής δεν είχε ιδέα σε ποιων τα νύχια βρισκόταν φτάνοντας στο Ελληνικό και αν η απειλή που η παρουσία του συνιστούσε για όλο το χουντικό σύστημα θα κόστιζε τη ζωή του, είτε με Ανδρουτσόπουλο και Ιωαννίδη, είτε χωρίς.
Βέβαια, υπήρχαν κάποιοι. Ηταν όμως αρκετοί; Είναι χαρακτηριστική η αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μόλις έμαθε το νέο της επιστροφής Καραμανλή, τα παράτησε όλα και ήρθε και αυτός πίσω την επόμενη ημέρα. Οπως διηγείται, όταν έφτασε στη “Μεγάλη Βρετανία”, όπου έμενε τώρα ο Καραμανλής, μπήκε στο λόμπι για να φτάσει πάνω στο δωμάτιό του να τον δει. Ομως, μπαίνοντας, πάγωσε: όλη η Μπουμπουλίνας, όλοι οι βασανιστές του, όλο το “επίλεκτο” δυναμικό της χούντας, ήταν εκεί.
Και τώρα υποτίθεται… φρουρούσε τον Καραμανλή. Τους ήξερε καλά περίπου έναν προς έναν. Τους είχε μετρήσει πάνω στο κορμί του με πληγές. Και όταν είδε τον Καραμανλή ήταν το πρώτο που του είπε, αμέσως. Κι εκείνος του απάντησε: – “Μίκη, δεν ξέρω αν είμαι ελεύθερος ή αιχμάλωτος…”. Οπότε, με αυτά τα δεδομένα, ποιος μπορεί να κακίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου που… άφησε τη δημοκρατία και την επανάσταση να περιμένουν μέχρι τον… Σεπτέμβριο ώστε να είναι βέβαιος ότι ο Καραμανλής θα έχει στρώσει την κατάσταση για να επιστρέψει και να του κάνει τον αγώνα εκ αριστερών…;
Ο Καραμανλής δεν ήταν δειλός
Ο Κωνσταντίνος όμως δεν άργησε – ή μάλλον δεν… δεν ήρθε γι αυτό. Δεν ήταν ότι φοβόταν για τον εαυτό του. Δεν ήταν δειλός. Δεν ήρθε γιατί έκρινε ότι πρέπει να περιμένει τον Καραμανλή, που σύμφωνα με τον ίδιο τον βασιλιά, του είχε πει να τον περιμένει να του τηλεφωνήσει ότι όλα είναι εντάξει πριν κατέβει. Ο Κωνσταντίνος ήθελε, όπως έλεγε, να δείξει απόλυτο σεβασμό στη βούληση του Καραμανλή για να τεθούν οι βάσεις για τη νέα, γνήσια δημοκρατική, τίμια μεταξύ τους αρχή. Και περίμενε αυτό το περίφημο τηλεφώνημα το οποίο όμως ουδέποτε έφτασε στο Κλάριτζες του Λονδίνου, ή σε οποιαδήποτε άλλη γραμμή της πρωτεύουσας της Γηραιάς Αλβιώνας για τον βασιλιά των Ελλήνων. Ο Καραμανλής πάλι, δεν αναγνώρισε τέτοια δέσμευσή του για κανένα τέτοιο τηλεφώνημα. Οπως και να χει, ακόμα κι αν είχε πει ο Καραμανλής “περιμένετε, θα σας τηλεφωνήσω πότε είναι σωστό, ασφαλές ή ότι άλλο, για να κατεβείτε”, αυτό θα μπορούσε να έχει κάποια αξία για λίγες το πολύ ημέρες, άντε βαριά μια εβδομάδα. Ως εκεί. Από εκεί και πέρα…
Από εκεί και πέρα, αυτό που συνέβη στην πράξη είναι ότι τα περιβάλλοντα ανέλαβαν, και συγκεκριμένα του Κωνσταντίνου, τον παραδοσιακό τους ρόλο: “όχι μην κατεβείτε μεγαλειότατε, γιατί το ένα, το άλλο, το τρίτο…” Ναι, εντάξει, έτσι όμως δεν γίνεται. Και δεν έγινε. Ο Κωνσταντίνος έχασε για μία ακόμα φορά την μεγάλη στιγμή της ιστορίας: την είχε χάσει το 1965, την είχε χάσει το 1967, δύο φορές τότε, και την έχανε και το 1974, για τελευταία φορά.
Ομως, διάφοροι μανδαρίνοι και παρατρεχάμενοι, ήταν, για τους δικούς τους λόγους, ευχαριστημένοι που οι καταστρεπτικές εισηγήσεις τους είχαν εισακουστεί. Είχε γίνει το δικό τους, είχαν επικρατήσει στη σύγκρουση απόψεων και, τελικά, είχαν πάρει και τον Κωνσταντίνο και τον θρόνο στο χοντρό απαθή λαιμό τους. Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά. Ηταν όμως, για τον ίδιο, η πιο μοιραία. Αλλά τα περιβάλλοντα είναι για τις σκιές. Οι βασιλείς οφείλουν στο φως.
Η απαγόρευση και το μεγάλο σφάλμα
Βέβαια, πρέπει να τονιστεί εδώ ότι ο Καραμανλής, παράλληλα με την ανακοίνωση της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, ανακοίνωνε και την απαγόρευση στον Κωνσταντίνο να έρθει μέχρι τότε στην Ελλάδα – και αν έβγαινε θετικό, θα επέστρεφε τα χαράματα της επομένης. Αν ήταν αρνητικό για τον θρόνο, δεν θα επέστρεφε. Ο Κωνσταντίνος έγινε έξαλλος γιατί προδήλως αυτή η απόφαση ήταν μία βαθιά μαχαιριά στο στομάχι. Ομως, ήταν πράγματι τόσο βαθιά, ώστε να φτάσει σε ποσοστιαίες διαφορές τέτοιας κλίμακας; Πολύ δύσκολο. Και, βέβαια, ένα πολύ απλό ερώτημα ουδέποτε βρήκε ή θα βρει επαρκή απάντηση: γιατί ένας βασιλιάς χρειάζεται οιαδήποτε άδεια για να επιστρέψει στην πατρίδα του; Αναμφίβολα ο Κωνσταντίνος είχε διαρπάξει το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής του – άλλωστε, αν είχε πάρει το αεροπλάνο να κατέβει, ακόμα και μετά την απαγόρευση, ποιος θα τον είχε πειράξει; Τι θα γινόταν δηλαδή; Γιατί υπήρχε τέτοιος φόβος;
Αυτό υπήρξε σε γενικές γραμμές το κάδρο της τελευταίας περιόδου από την πραγματική μέχρι και την τυπική έναρξη της Μεταπολίτευσης, το οποίο και θα μείνει για πάντα στην ιστορία ως το απόλυτο αντιπαράδειγμα για τον τρόπο “αξιοποίησης” των συμβουλών ενός περιβάλλοντος. Αλλά και ως υπενθύμιση ότι κανένα περιβάλλον δεν πρόκειται ποτέ να πληρώσει το κόστος των επιλογών του, που θα βαρύνουν πάντοτε τον πρώτο, τον επικεφαλής, εκείνον που έχει απέναντί του ο λαός. Και εκείνον που δεν δικαιούται και ούτε δύναται ποτέ να πει: “δεν φταίω εγώ, φταίει κάποιος άλλος”. Στη δημοκρατία, αυτό δεν υπάρχει. Και η δημοκρατία είναι πάνω απ’ όλα.