Το 2015 εκδόθηκε από «ΤΟ ΒΗΜΑ» το τρίτομο αυτοβιογραφικό έργο του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου «ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ» για τη συγγραφή του οποίου συνεργάστηκε με τον αρθρογράφο των «ΝΕΩΝ» Γεώργιο Π. Μαλούχο. Το βιβλίο έγινε μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη, εκδοτική επιτυχία των τελευταίων δεκαετιών.
Σε αυτό, ο Κωνσταντίνος δεν αφηγήθηκε μόνον την περίοδο της ίδιας του της βασιλείας και τα όσα την ακολούθησαν μέχρι και τη στιγμή της αφήγησής του, αλλά και ολόκληρη τη ζωή του, καθώς και ολόκληρη την ιστορία της οικογένειάς του, ήδη από την περίοδο του Γεωργίου Α’ που υπήρξε ο μακροβιότερος βασιλιάς της Ελλάδας μένοντας στον θρόνο επί μισό αιώνα και, εν συνεχεία, όλων των διαδόχων του. Πρόκειται για μία ογκώδη και γεμάτη πλούτο αφήγηση, για την προετοιμασία της οποίας απαιτήθηκε εντατική εργασία που διήρκεσε περισσότερα από τρία χρόνια και, για προφανείς λόγους, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας. Ενα ελάχιστο πλην χαρακτηριστικό δείγμα από αυτή την αφήγηση ακολουθεί εδώ και «μιλά» για τον εκλιπόντα τέως βασιλιά με μεγαλύτερη ενάργεια από κάθε τρίτη περιγραφή ή αφήγηση.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ «ΓΕΡΟ» ΜΕΤΑ ΤΟ ‘65
«Δεν κατάφερα να αποφύγω την αντιπαράθεση»
Με τον Γέρο οι σχέσεις μας ήταν αρμονικές, ήταν σχέσεις παππού πρωθυπουργού και εγγονού βασιλέως. Η λύπη μου για το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο είχαμε οδηγηθεί επιτάθηκε και από τη λύπη μου για τις προσωπικές μας σχέσεις και ότι δεν κατάφερα να αποφύγω την αντιπαράθεση μαζί του. Ξαναβρεθήκαμε τελείως τυχαία ύστερα από λίγο καιρό αφότου είχε βγει στα μπαλκόνια και φώναζε «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο; Ο λαός ή ο βασιλεύς;». Συναντηθήκαμε τυχαία με τα αυτοκίνητά μας στον δρόμο έξω από την Κηφισιά. Εγώ πήγαινα προς το Τατόι και αυτός γύριζε από το Καστρί. Κορνάρουμε ο ένας στον άλλον και σταματήσαμε. Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα και μιλήσαμε περίπου 20 λεπτά στη μέση του δρόμου. Ηταν η πρώτη φορά που ειδωθήκαμε ύστερα από την κρίση. Ξαφνιαστήκαμε και οι δύο και, παρότι υπήρξε αρχικά μια αμηχανία το κλίμα μετά ήταν θαυμάσιο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
– Τι είναι αυτά που λέτε στον λαό, του είπα.
– Τι εννοείτε, μεγαλειότατε;
– Αφού εσείς βγαίνετε στο μπαλκόνι και απευθύνεστε με αυτόν τον τρόπο στον ελληνικό λαό, μήπως θα έπρεπε να βγω και εγώ να απαντήσω.
– Οχι μεγαλειότατε. Δεν δύνασθε να το κάνετε αυτό. Είστε ο βασιλεύς. Αλλο τι θα κάνω εγώ ως πολιτικός, εσείς δεν μπορείτε! μου είπε μειδιώντας, κουνώντας το δάχτυλό του.
Εκανα το τεράστιο λάθος να τον ακούσω. Αν από εκείνη τη στιγμή είχα τοποθετηθεί δημοσίως και απευθείας στον ελληνικό λαό, ίσως τα πράγματα να εξελίσσονταν διαφορετικά. Πάντως, όσο κι αν αυτό κάνει εντύπωση σε κάποιους, και μετά το ‘65 με τον Γέρο συνεχίσαμε να έχουμε καλές σχέσεις και συχνές επαφές.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΠΑΥΛΟΥ
«Κατέρρευσα. Το πρόσωπό μου γέμισε δάκρυα»
«Αρχισα να αντιλαμβάνομαι την κατάσταση όταν διαπίστωσα ότι, αν και μέχρι τότε δεν περνούσε ημέρα χωρίς να διαβάσει μία μία όλες τις εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, ξυπνώντας από τις 5 το πρωί, δεν ήθελε πια να διαβάζει. Φαίνεται ότι είχε αρχίσει να παραιτείται, να μη θέλει πλέον να ενημερώνεται. Η τομή όμως έγινε τη φοβερή εκείνη 31η Ιανουαρίου, όταν οι πόνοι του έγιναν ξαφνικά τρομεροί, ανυπόφοροι, και τον μετέφερα πάλι ο ίδιος στον “Ευαγγελισμό”, αυτή τη φορά με τον φόβο και την αγωνία να με κυριεύουν, καθώς και με τη θλίψη που τον έβλεπα να υποφέρει, χωρίς όμως να θέλω να αφήσω τίποτε από αυτά να φανεί στον ίδιο. Η απουσία της μητέρας μου στην Αμερική ήταν ο λόγος που έπεσε σε μένα ο τραγικός κλήρος, όταν ο γιατρός των Ανακτόρων Θωμάς Δοξιάδης ζήτησε εσπευσμένα να με συναντήσει, τα κύτταρά μου ένιωθαν, αλλά το μυαλό μου ηρνείτο να κατανοήσει αυτό που ερχόταν.
– Δεν θα σας μιλήσω ως ιατρός προς τον Υψηλότατον. αλλά ως άνδρας προς άνδρα, είπε.
Δεν χρειάστηκε να συνεχίσει. Ολα πια είχαν τελειώσει. Εχει δικαίωμα να λυγίσει και να κλάψει ένας άνδρας; Πολύ περισσότερο ένας πρίγκιπας που αύριο θα γίνει βασιλιάς πριν την ώρα του, επειδή ο βασιλεύς πατέρας του θα φύγει τόσο ξαφνικά από τη ζωή; Κατέρρευσα. Το πρόσωπό μου γέμισε δάκρυα και έφερα τα χέρια μου στα μάτια μου να τα καλύψω. Δεν ήθελα να ζήσω εκείνη τη στιγμή. Ηθελα ο χρόνος να γυρίσει πίσω, να ξαναγίνουν όλα όπως ήταν πριν. Παρακαλούσα τον Θεό να μας βοηθήσει, αν και ήξερα ότι δεν υπήρχε πια τίποτε που θα μπορούσε και εκείνος να κάνει. Λίγο μετά, ο Δοξιάδης συνέχισε. Μου μίλησε για τα ευρήματα του καρκίνου και για τη βεβαιότητα του τέλους. Χρειάστηκε να κάνω κάτι που έκανα μόνο δύο φορές στη ζωή μου όταν η ψυχή μου και το μυαλό μου βρέθηκαν σε πίεση: κλείστηκα στο μπάνιο και κλαίγοντας έκανα εμετό. Ηταν ένας γεμάτος δύναμη άντρας. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα αρρώσταινε τόσο σοβαρά και θα έσβηνε τόσο σύντομα.
Οι τελευταίες μέρες
Ο πατέρας μου δεν με είχε ορίσει Αντιβασιλέα για όλο αυτό το διάστημα, παρά μόνο για τις φορές που έπαιρνε νάρκωση. Βεβαίως είχα αρχίσει να έχω ολοένα μεγαλύτερη συμμετοχή στα πράγματα. Είχα υπογράψει διάφορα διατάγματα εκ μέρους του και ενημερωνόμουν και από την κυβέρνηση και από τον Χοϊδά για τα κρίσιμα κρατικά ζητήματα, για τα οποία φυσικά εν συνεχεία ενημέρωνα τον πατέρα μου. Οι ημέρες περνούσαν, ο πόνος μεγάλωνε, όπως και η αγωνία, αλλά, όπως είναι φυσικό, η ελπίδα πάντοτε ζούσε μέσα μου. Πάνω απ’ όλα δεν έπρεπε να καταλάβει ο ίδιος ο Βασιλεύς την κρισιμότητα της κατάστασής του. Σε αυτό κατέληξαν πρώτα οι ίδιοι οι γιατροί του, έλληνες και ξένοι, όπως και εμείς άλλωστε, με το σκεπτικό ότι θα μπορούσε να φέρει ακόμη πιο ταχεία επιδείνωση. Επίσης, καθώς όλα αυτά συνέβαιναν πλέον στην καρδιά της εκλογικής περιόδου, δεν έπρεπε ακόμη να τα αντιληφθεί και κανείς άλλος, ακριβώς για να μην εμπλακεί με οποιονδήποτε τρόπο αυτό το ζήτημα με τις πολιτικές εξελίξεις. Ετσι κι έγινε.
Ο πρωθυπουργός έμαθε την κατάσταση στην πλήρη της έκταση αμέσως μετά τις εκλογές, όταν εκείνος και η κυβέρνηση ήρθαν στο Τατόι στις 18 Φεβρουαρίου για να λάβει ο Παπανδρέου επισήμως την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως. Ηταν μια φοβερή ημέρα. Εκείνο το πρωί χρειάστηκαν ώρες ώσπου ο αδύναμος πλέον βασιλεύς να μπορέσει να ντυθεί με τη στραταρχική στολή του. Επρεπε να καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της, υπό άλλες συνθήκες, απλής αυτής διαδικασίας. Τα κατάφερε όμως. Τον κοιτούσα καθ’ όλη τη διάρκεια του τελετουργικού για την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, περήφανος για τη δύναμή του να καταφέρει να σταθεί όρθιος και να εκτελέσει το καθήκον του. Και συγκλονισμένος ταυτόχρονα, έχοντας επίγνωση του πόνου που χωρίς να φανεί στο πρόσωπό του, ο ίδιος περνούσε. Μόλις έφυγαν όλοι, που ασφαλώς κατάλαβαν σε κάποιον βαθμό την κρισιμότητα της κατάστασης χωρίς όμως να πουν τίποτε, από την υπερπροσπάθεια που μόλις είχε καταβάλει ο πατέρας μου κατέρρευσε. Ηταν πια η στιγμή να τηλεφωνήσω ο ίδιος στον πρωθυπουργό και να του ζητήσω να επιστρέψει. Ο Παπανδρέου ήρθε, ενημερώθηκε πλήρως και με τη σύμφωνη γνώμη του ελήφθη απόφαση να μη δημοσιοποιηθεί ακόμη ο βαθμός κρισιμότητας της κατάστασης. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Βασιλεύς Παύλος θα έμπαινε στο χειρουργείο για μια πολύωρη επέμβαση στην οποία είχαμε πια εναποθέσει όλοι τις τελευταίες μας ελπίδες. Οι χειρουργοί του με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Μάνο βρέθηκαν μπροστά σε εκτεταμένες μεταστάσεις οι οποίες έπρεπε να αφαιρεθούν στο σύνολό τους. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 6 Μαρτίου 1964, ο πατέρας μου Βασιλεύς Παύλος έφευγε από τη ζωή».
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ
«Αντε να φύγουμε γιατί περιμένει κι ο Σατανάς…»
«Στις 31 Μαρτίου 1967 ο Παρασκευόπουλος μου υπέβαλε την παραίτησή του. Η κυβέρνησή του δεν κατάφερε να πετύχει τον στόχο της, να οδηγήσει δηλαδή τη χώρα σε εκλογές. Ο Γέρος και η Ενωση Κέντρου αφαίρεσαν την εμπιστοσύνη τους. Ο λόγος, φυσικά, ήταν ο Ανδρέας και συγκεκριμένα το ζήτημα παράτασης της βουλευτικής του ασυλίας και μετά τη διάλυση της Βουλής για τις εκλογές της 28ης Μαΐου, ώστε να αποφύγει την ανάκριση για τον ΑΣΠΙΔΑ. Οταν έπεσε η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου έβλεπα το χάος μπροστά μου. Αποφάσισα λοιπόν να καλέσω όλους τους πολιτικούς αρχηγούς έναν έναν κατά σειρά δύναμης του κόμματός τους, όπως ακριβώς όριζε το Σύνταγμα. Πρώτα ήταν ο Παπανδρέου, μετά ο Κανελλόπουλος, ο Στεφανόπουλος, ο Πασαλίδης και τέλος ο Μαρκεζίνης. Πήρα μια κόλλα χαρτί και είπα στον καθένα τους ότι θα γράψω κάθε λύση που θα μου προτείνουν και ότι αν διαπίστωνα ότι υπάρχει κάποια λύση που συμπίπτει από τους περισσότερους θα προχωρούσαμε με αυτήν. Πρώτος και καλύτερος μπαίνει ο Παπανδρέου και πριν καλά καλά καθίσει, μου είπε:
– Σας παρακαλώ, μη μου μιλήσετε για τον γιο μου. Χαμογέλασα…
– Κύριε Πρόεδρε, δεν θα μιλήσουμε για τον γιο σας, είμαστε εδώ για να βρούμε κάποια λύση.
– Αυτό το παιδί είναι η κατάρα της ζωής μου.
Ανατρίχιασα… Είναι τραγικό να ακούς έναν πατέρα να μιλάει έτσι… Και είναι δυο φορές τραγικό όταν από τη σχέση αυτού του πατέρα με τον γιο του κρέμεται το μέλλον ενός λαού και μιας χώρας.
– Κύριε πρόεδρε, δεν θα μιλήσουμε για γιους. Θέλω να ξέρω από εσάς τι θα κάνουμε. Εχω καλέσει όλους τους αρχηγούς και επειδή εσείς είστε ο αρχαιότερος και ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος, θέλω να σας ακούσω πρώτο. Τι πρέπει να κάνουμε;
– Η πρώτη λύσις είναι να μου δώσετε την εντολή. Δεν το συνιστώ. Η δεύτερη λύσις είναι να δώσετε την εντολή στον Κανελλόπουλο… Δεν δύνασθε. Αφού δεν τη δώσατε σε μένα, πώς θα τη δώσετε στον Κανελλόπουλο… Η τρίτη λύσις είναι να κάνετε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση. Μόλις έπεσε. Η τέταρτη λύσις είναι να κάνετε οικουμενική.
Ολα όσα πρότεινε τα έγραφα. Ξαφνικά μου λέει:
– Προσέξτε όμως τη χούντα…
– Ποια είναι αυτή η χούντα, πρόεδρε;
– Δεν μπορώ να σας πω.
– Ξέρετε όμως τι θα συμβεί τώρα, κύριε πρόεδρε; τον ρωτάω.
– Μόλις βγείτε από τα Ανάκτορα, θα συλληφθείτε.
– Γιατί;
– Για εσχάτη προδοσία. Αντιλαμβάνεσθε τι κάνατε; Είπατε στον αρχηγό του ελληνικού κράτους να προσέξει τη χούντα. Σας ρωτάει ποια είναι αυτή η χούντα και δεν λέτε. Αρα είστε ένας συνωμότης.
Γέλασε με την καρδιά του. Αυτά που του έλεγα είχαν μεγάλη δόση αλήθειας αλλά τα έλεγα με χιουμοριστική διάθεση. Εφυγε λοιπόν και ακολούθησαν και οι άλλοι, ο ένας μετά τον άλλον, οι οποίοι μου επανελάμβαναν το αίτημα για οικουμενική.
Προτελευταίος μπήκε μέσα ο Πασαλίδης, ο οποίος στο παρελθόν είχε υπηρετήσει ως μενσεβίκος. Είχε ζήσει την Οκτωβριανή Επανάσταση, είχε συγκρουστεί με τον ίδιο του Λένιν. Ηταν πολύ μεγάλος σε ηλικία, είχε ψιλή φωνή και κρατούσε μαγκούρα. Με μία λύση και μόνο ήρθε.
– Παιδί μου, θα κάνεις οικουμενική, μου είπε.
– Κύριε πρόεδρε, εγώ οικουμενική δεν κάνω.
– Γιατί;
– Διότι δεν θα καταφέρετε να συνεννοηθείτε, θα τσακωθείτε και θα γίνουμε όλοι ρεζίλι.
Παίρνει τότε τη μαγκούρα του και κουνώντας την στον αέρα, μου είπε κοιτώντας με στα μάτια:
– Παιδί μου, εσένα σε ήξερα για έξυπνο. Τώρα κατάλαβα ότι είσαι κουτός.
– Πρόεδρέ μου, σας κάλεσα στο γραφείο μου και εσείς με βρίζετε κιόλας;
– Οικουμενική να κάνεις, παιδί μου. Αν πετύχει, εσύ θα ανέβεις στα ύψη. Αν αποτύχει ή δεν γίνει, εσύ παραμένεις στα ύψη γιατί προσπάθησες. Εμείς θα την πληρώσουμε τη νύφη.
Το σκέφτηκα λίγο και του είπα:
– Λοιπόν πρόεδρέ μου, αυτή είναι η καλύτερη συμβουλή που έχω πάρει και για να πω την αλήθεια τη σκέφτομαι τόσο καιρό και τώρα που μου το λέτε και εσείς, το αποφάσισα.
– Θα με φωνάξεις και εμένα;
– Βεβαίως, του λέω, όλοι θα μπουν στην κυβέρνηση.
– Αντε τότε… μου είπε. Πάμε να φύγουμε γιατί περιμένει κι ο σατανάς.
– Πώς είπατε;
– Δεν ξέρεις ποιος είναι ο σατανάς;
– Οχι, ποιος είναι;
– Ο Μαρκεζίνης…