Τον «Φάλσταφ», το κύκνειο άσμα του Τζουζέπε Βέρντι, παρουσιάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή σε μια νέα, φιλόδοξη παραγωγή από τις 26 Ιανουαρίου. Πρόκειται για μια κωμική όπερα η οποία βασίζεται στην κωμωδία του Σαίξπηρ «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίντσορ», την οποία ο μεγάλος συνθέτης ξεκίνησε να γράφει στα 80 του απλώς και μόνο για τη χαρά της δημιουργίας, χωρίς καλά καλά να γνωρίζει αν θα κατάφερνε να την ολοκληρώσει, αλλά έμελλε να γίνει το θριαμβευτικό τέλος της λαμπρής του διαδρομής στο λυρικό θέατρο.
«Δεν ήταν η πρώτη του κωμωδία στην πραγματικότητα. Δοκίμασε μία νωρίτερα, αλλά δεν τα κατάφερε. Είναι όμως το πρώτο του σημαντικό κωμικό κομμάτι ύστερα από όλες αυτές τις τραγωδίες. Ενας άνδρας στα 80 του αποφασίζει να αλλάξει, να δοκιμάσει κάτι νέο. Και είναι τόσο συναρπαστικό. Αυτό που ελπίζω για τα 80 μου είναι να είμαι αρκετά γενναίος για να δοκιμάσω εντελώς κάτι νέο όπως αυτός. Γιατί προέκυψε μια κωμωδία από κάποιον που είχε δει τα πάντα στη ζωή, που έχει δει τραγωδίες και που είχε ερωτευτεί και είχε απογοητευτεί από τον έρωτα, είχε βιώσει τα πάντα και εξακολουθούσε να μπορεί να χαμογελάει» αναφέρει στα «Πρόσωπα» ο Στίβεν Λάνγκριτζ που υπογράφει τη σκηνοθεσία. Ο επιφανής βρετανός δημιουργός, μετά την επιτυχημένη παρουσίαση της «Κάρμεν» στο Ηρώδειο, επιστρέφει στη Λυρική για να στήσει μια εξωστρεφή, ευφρόσυνη και ψυχαγωγική παράσταση.
Κεντρική φιγούρα είναι ο ξεπεσμένος ιππότης σερ Τζον Φάλσταφ και οι ερωτικές περιπέτειές του, οι οποίες τον καθιστούν περίγελο στη μικρή τοπική κοινωνία. «Το έργο έχει να κάνει με ένα πνεύμα, μια δύναμη ζωής. Και νομίζω ότι η δουλειά μας είναι να απελευθερώσουμε αυτό το πνεύμα για το κοινό σήμερα. Και αυτό κάνουμε. Εξερευνούμε στις πρόβες και βρίσκουμε τι έχει αυτός ο χαρακτήρας. Είναι ψεύτης. Είναι απατεώνας. Είναι ματαιόδοξος. Πίνει πάρα πολύ. Τρώει πάρα πολύ. Αλλά τον αγαπάμε. Είναι ένας πολύ ελαττωματικός άνθρωπος με τόσο εξαιρετικό, ακαταμάχητο πνεύμα που τον λατρεύουμε. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα» επισημαίνει ο σκηνοθέτης. Ολες αυτές τις ιδιότητες του χαρακτήρα ανέλαβε να τις ενσαρκώσει ο κορυφαίος έλληνας βαρύτονος με τη λαμπρή διεθνή καριέρα Δημήτρης Πλατανιάς, ο οποίος κάνει το ντεμπούτο του στον ρόλο.
Η συγκεκριμένη όπερα του Βέρντι θεωρείται σήμερα από τα αριστουργήματα του λυρικού θεάτρου εξαιτίας της οικονομίας και της συμπύκνωσής της, με το μεγαλύτερο μέρος της να χαρακτηρίζεται από διαρκή εναλλαγή ρυθμών, ηχοχρωμάτων, μελωδικών θεμάτων και στοιχείων αρμονίας. «Είναι ένα εξαιρετικά καλά δομημένο θεατρικό κομμάτι. Είναι πολύ, πολύ συμπαγές. Είναι σχεδόν φτιαγμένο σαν το πιο περίπλοκο ρολόι ως προς τον τρόπο που συνδυάζεται δραματικά. Ετσι, το καθήκον για εμάς είναι να βεβαιωθούμε ότι πραγματικά εξερευνούμε όλα τα διαφορετικά γρανάζια. Ολοι το αγγίζουν σαν να παίρνουν το πίσω μέρος ενός ρολογιού ή κάτι τέτοιο, διασφαλίζοντας ότι όλο το ρολόι λειτουργεί. Και αυτό είναι πολύ διασκεδαστικό. Αλλά δεν είναι μόνο μια καλοφτιαγμένη όπερα, είναι επίσης μια όπερα που εμβαθύνει στην ψυχολογία των χαρακτήρων, είναι ευφρόσυνη. Νομίζω ότι αυτός ο χαρακτήρας είναι τόσο σημαντικός σήμερα γιατί παρατηρεί ότι η κοινωνία τον χρειάζεται.
Τον κατηγορούν. Τον ρίχνουν στο ποτάμι, τον τιμωρούν με κάθε τρόπο αλλά τον χρειάζονται. Κι αυτό που παρατηρώ στον χαρακτήρα είναι οι δυνατότητές του, ακόμα κι όταν τα πράγματα είναι τρομερά, απολύτως τρομερό για εκείνον. Ακόμα και τότε μπορεί να απολαύσει κάτι απλό, όπως ένα ποτήρι κρασί ή μια ιδέα. Αυτός, ακόμα και στη χειρότερη στιγμή, μπορεί να καταφέρει να βρει ξανά κάτι θετικό, η αισιοδοξία είναι απλά φανταστική. Και αισθάνομαι ότι ύστερα από όσα περάσαμε όλοι τα τελευταία χρόνια το να απελευθερώσουμε λίγο από το πνεύμα του Φάλσταφ στις κοινωνίες δεν είναι κακό» υπογραμμίζει ο Στίβεν Λάνγκριτζ.
Ο σκηνοθέτης μεταφέρει την ιστορία του Φάλσταφ στην Αγγλία της δεκαετίας του 1930, μια εποχή όπου κυριαρχούσε ο παραλογισμός της κοινωνικής ιεραρχίας, στα όρια της φεουδαρχίας, μια ιδέα που δοκιμάζει τώρα για πρώτη φορά. «Είναι μεγάλη πρόκληση, κάτι συναρπαστικό. Δεν είναι εντελώς ανυπέρβλητο. Αλλά, ξέρετε, είναι ένα από εκείνα τα κομμάτια που νομίζω ότι ποτέ δεν τα λύνεις εντελώς. Δεν μπορείς. Είναι πολύπλευρα. Και νομίζω ότι το ανέβασα τελευταία φορά πριν από 30 χρόνια νομίζω ή πολύ καιρό πριν τέλος πάντων. Και τώρα επέστρεψα ξανά σε αυτό και βλέπω διαφορετικά πράγματα σε αυτό. Και ξέρω ότι το συγκεκριμένο έργο ο Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι το έχει δουλέψει επίσης πολλές φορές ως μαέστρος. Και λέει κάθε φορά που επιστρέφει σε αυτό ότι βρίσκει νέα πράγματα. Υπάρχουν κάποιες όπερες που οι φιγούρες είναι άλλες κάθε φορά που τις συναντάς, βρίσκεις κάτι καινούργιο. Επομένως, δεν είναι μόνο η λειτουργία του σκηνικού, είναι επίσης μια εξερεύνηση και μια ανακάλυψη. Οταν πλησιάζεις ένα μεγάλο αριστούργημα όπως αυτό, μαθαίνεις συνέχεια» παραδέχεται ο ίδιος.
Ο Φάλσταφ είναι ο μόνος πραγματικά πρωταγωνιστικός ρόλος της όπερας αφού γύρω από εκείνον περιστρέφονται όλοι οι άλλοι χαρακτήρες. Ο Βέρντι επιστράτευσε τεράστια παλέτα προκειμένου να αποδώσει στη σύνθεσή του τις διαφορετικές όψεις του κεντρικού ήρωα, κάτι που είναι αρκετά ευδιάκριτο στη μουσική του. «Η μουσική δημιουργεί συναισθήματα, κυρίως τα πράγματα που βασίζονται στο γέλιο αφού υπάρχει τόσο πολύ γέλιο στη παρτιτούρα. Μερικά από αυτά τα γέλια είναι σκληρά, παρεμπιπτόντως, ενώ άλλα είναι το σωστό γέλιο που βγαίνει από μέσα σου. Οπότε, ναι, σε φέρνει σε συναισθήματα. Οδηγεί τη δράση. Είναι, άλλωστε, η κορύφωση στο τέλος της καριέρας του Τζουζέπε Βέρντι. Είναι ένα απόλυτο αριστούργημα. Είναι εξαιρετικό. Θα πω και κάτι άλλο, μια προσωπική σκέψη μου. Ο Σαίξπηρ, φυσικά, ήταν μια μεγάλη ιδιοφυΐα. Νομίζω όμως ότι αυτή η όπερα είναι σπουδαιότερο έργο από τις “Εύθυμες κυράδες του Ουίντσορ”. Αυτή είναι η γνώμη μου. Ετσι και αυτό είναι πολύ σπάνιο. Υπάρχουν μερικές καλές όπερες για τον Αμλετ, αλλά δεν νομίζω ότι καμία από αυτές ταιριάζει αρκετά με την αρχική εδώ. Νομίζω ότι ο Βέρντι και ο Μπόιτο έχουν ξεπεράσει το πρωτότυπο. Πιθανότατα θα υπάρχουν μελετητές του Σαίξπηρ σε όλον τον κόσμο που θα τρομοκρατηθούν να το διαβάσουν, αλλά αυτό νομίζω» τονίζει ο βρετανός σκηνοθέτης.
Περικοπές στην Αγγλία
Πέρα από τη συνεργασία του με την Εθνική Λυρική Σκηνή αυτή την περίοδο, ο Στίβεν Λάνγκριτζ βρίσκεται από το 2019 στην καλλιτεχνική διεύθυνση του φημισμένου βρετανικού φεστιβάλ του Γκλάιντμπορν, το οποίο μαζί με όλα τα λυρικά θέατρα της χώρας βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο. Αιτία, η απόφαση του Συμβουλίου Τεχνών της Αγγλίας το φθινόπωρο να προχωρήσει σε σημαντικές περικοπές των επιχορηγήσεων των καλλιτεχνικών σχημάτων σε όλη τη χώρα έπειτα από κυβερνητική οδηγία για εξοικονόμηση πόρων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το Γκλάιντμπορν να χάσει περισσότερη από τη μισή χρηματοδότησή του και να αναγκαστεί να ακυρώσει τη θερινή περιοδεία του στη χώρα. «Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για ολόκληρη τη βιομηχανία της όπερας στη Βρετανία, γιατί όλος ο κλάδος έχει πληγεί. Δεν είναι λοιπόν μόνο το Γκλάιντμπορν, είναι η Εθνική Οπερα της Ουαλίας, η Εθνική Οπερα της Αγγλίας, το Covent Garden και όλοι οι οργανισμοί που είχαν μεγάλες περικοπές. Εμείς, όπως ανακοινώσαμε, δεν έχουμε την πολυτέλεια λόγω των περικοπών να περιοδεύσουμε μετά το φετινό Διεθνές Φεστιβάλ, κάτι που κάναμε τα τελευταία 50 χρόνια με παραγωγές που πήγαιναν σε πόλεις της Αγγλίας με νεότερους καλλιτέχνες στους βασικούς ρόλους και με εκπαιδευτικά και κοινωνικά προγράμματα για τα παιδιά. Αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε φέτος» αναφέρει ο σκηνοθέτης και συνεχίζει αναδεικνύοντας τα προβλήματα που δημιουργούνται πλέον στον χώρο. «Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα που δεν θα έχουν τη συνηθισμένη τους πρόσβαση στην όπερα. Μερικά από αυτά τα μέρη, για παράδειγμα το Λίβερπουλ, τα επισκέπτεται κανονικά η Εθνική Οπερα της Ουαλίας και το Γκλάιντμπορν αλλά κανείς από εμάς δεν έχει την πολυτέλεια να πάει εκεί φέτος. Είναι λοιπόν όλα πολύ περίεργα γιατί ο στόχος των στρατηγικών αποφάσεων του Συμβουλίου Τεχνών ήταν να προσεγγίσει περισσότερα μέρη της χώρας, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι θα έχουμε λιγότερη όπερα σε πλήρη κλίμακα τέλος πάντων. Ακόμα κι έτσι, εμείς θα συνεχίσουμε, δεν τα παρατάμε. Θα ανακοινώσουμε τα σχέδιά μας αρκετά σύντομα και τη δέσμευσή μας στην ανάπτυξη ταλέντων, στη συνεργασία με παιδιά και νέους και στην παραγωγή πραγματικά κορυφαίων παραστάσεων όπερας με νεότερους ερμηνευτές τον υπόλοιπο χρόνο, εκτός του μεγάλου διεθνούς μας φεστιβάλ. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό, απλά δεν θα είναι εκτός έδρας, θα είναι στο σπίτι μας». Παρ’ όλα αυτά, σε αναζήτηση νέας έδρας ίσως χρειαστεί να βγει σύντομα η Εθνική Οπερα της Αγγλίας, μια από τις πολιτιστικές ναυαρχίδες της χώρας, ο μεγαλύτερος ίσως χαμένος των περικοπών των επιχορηγήσεων, αφού είδε το ετήσιό του κονδύλι των 12,8 εκατομμυρίων στερλινών να μηδενίζεται. Το Συμβούλιο Τεχνών υπονόησε πως σε μια ενδεχόμενη μετακόμιση του οργανισμού εκτός Λονδίνου, με το Μάντσεστερ να είναι ο πιθανότερος προορισμός του, θα επανέφερε τα κρατικά χρήματα στα ταμεία του. «Θα υπάρξουν περισσότερα νέα σχετικά με αυτό υποψιάζομαι. Οι συζητήσεις συνεχίζονται. Αλλά φυσικά, δεν είμαι σε αυτές τις συζητήσεις γιατί δεν είναι ο οργανισμός μου. Μιλάμε, ωστόσο, με τους συναδέλφους μας όλη την ώρα. Στην πραγματικότητα, δεν ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλον και εργαζόμαστε μαζί για να προσφέρουμε έργα της όπερας σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους» καταλήγει ο Στίβεν Λάνγκριτζ.