Η περίοδος κατά την οποία σύγχρονοι περιηγητές ή ταξιδιώτες, ατομικά ή ομαδικά, ανακάλυψαν εκ νέου και περιηγήθηκαν την Ελλάδα υπήρξε μακρά και θεμελιώδης για τη συγκρότηση της νεότερης Ελλάδας. Οι Αγγλοι μαζί με τους Γάλλους διατήρησαν τα ηνία σε αυτές τις επισκέψεις και ολόκληρες γενιές βρετανών πολιτικών, στρατιωτικών, μελών των ανώτερων τάξεων επηρεάστηκαν από τη μελέτη της Αρχαίας Ελλάδας. Ανάμεσά τους πολλά μέλη του αγγλικού Συντηρητικού Κόμματος, που στήριξαν το αίτημα για επιστροφή των Γλυπτών.
Ο «μετανοήσας» Συντηρητικός
Ο George Nathaniel Curzon γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1859 στο Kedleston της Αγγλίας και προερχόταν από μία από τις ιστορικότερες οικογένειες της Αγγλίας με ρίζες στην ευρύτερη περιοχή από τον 12ο αιώνα μ.Χ. Μετά από λαμπρές σπουδές στο Eaton και στην Οξφόρδη, είχε ξεχωρίσει για το ρητορικό του ταλέντο και τη σφαιρική του μόρφωση και προαλειφόταν για αξιωματούχος του Συντηρητικού Κόμματος των Tories.
Πριν ξεκινήσει τη λαμπρή πολιτική του καριέρα, έκανε μια σειρά από μακρινά ταξίδια στο εξωτερικό για να σχηματίσει γνώμη για τις αποικίες της Αγγλίας, για την Ευρώπη και την κατάσταση στην Ανατολή. Ετσι το 1883 ο Curzon βρέθηκε στην Αθήνα. Μόλις πριν από τρία χρόνια ο Gladstone και η αγγλική εξωτερική πολιτική είχαν εξασφαλίζει την ένωση της Θεσσαλίας και της Αρτας με την Ελλάδα, οπότε η παρουσία των άγγλων ταξιδιωτών δεν πέρασε απαρατήρητη.
Ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, υποστηρικτής της αγγλικής πολιτικής, τηλεγράφησε σε όλα τα χωριά της Αττικής που υποδέχονταν τους άγγλους εκδρομείς με επευφημίες και θερμές εκδηλώσεις. Ο Curzon πριν από το ταξίδι του δεν είχε θετική γνώμη για τους Ελληνες, ενώ είχε και την άποψη ότι ο λόρδος Eλγιν ήταν απολύτως δικαιολογημένος να αφαιρέσει τα Γλυπτά από τον Παρθενώνα. Οταν όμως βρέθηκε στην Αθήνα, έκανε έναν λεπτομερή έλεγχο στα μνημεία και παραδέχθηκε ότι ο Ελγιν δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να αφαιρέσει τα Γλυπτά, ειδικά με αυτή την ακραία και ασυγχώρητη απροσεξία (extreme and unpardonable carelessness). Κατά την παραμονή του στην Αθήνα κατέγραψε τις εντυπώσεις του και για τους σύγχρονους Ελληνες, τους οποίους χαρακτήρισε δημοκράτες με όλα αυτά τα σημαντικά ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα επέτρεπαν την εθνική ανάτασή τους στο άμεσο μέλλον.
Εχοντας τις εντυπώσεις αυτές από το ταξίδι του στην Αθήνα, έστειλε μια επιστολή από το Νταβός της Ελβετίας τον Απρίλιο του 1891 στον εκδότη της εφημερίδας Fortnight Review για τις απόψεις του στο ζήτημα μιας πιθανής επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Στην επιστολή συμφωνούσε με τη γενικότερη άποψη ότι αν τα Γλυπτά του Παρθενώνα παρέμεναν στο Βρετανικό Μουσείο θα ήταν ευκολότερα προσπελάσιμα από περισσότερους επισκέπτες, αλλά παρατήρησε ότι ως άνθρωπος και ως Αγγλος δεν νιώθει άνετα με την αφαίρεση των Γλυπτών από τη θέση τους στο μνημείο των Αθηνών. Ετσι ο Curzon υποστήριξε μια μερική αποκατάσταση του μνημείου, επιτρέποντας κάποια θραύσματα του Παρθενώνα να ενωθούν με το αρχικό τους μνημείο. Η μερική αποκατάσταση έπρεπε να συμπεριλάβει και την Καρυάτιδα ώστε να εξαλειφθεί και το αηδές θέαμα σε κάθε επισκέπτη του Ιερού Βράχου να αντικρίζει ένα αποκρουστικό της αντίγραφο (hideous replica).
Ο θαυμαστής του Ελ. Βενιζέλου
Ο Harold Nicolson γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1886, καθώς ο πατέρας του ήταν πρόξενος της Αγγλίας στο Ιράν εκείνη την εποχή. Επειτα από εξαιρετικές σπουδές στα Κολέγια του Wellington και της Οξφόρδης, ξεκίνησε το επαγγελματικό του στάδιο ως τεχνοκράτης του Foreign Office αριστεύοντας στις εισιτήριες εξετάσεις του. Ηδη πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε αποκτήσει φήμη για τις γνώσεις του και είχε θεωρηθεί ο πλέον ανερχόμενος διπλωματικός υπάλληλος. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συνδέθηκε στενά με τον άγγλο πρωθυπουργό David Lloyd George και τον συνόδευσε στις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις στο Παρίσι το 1919 για την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
O Nicolson γνώριζε Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά, ήταν ένας πραγματικός φιλέλληνας με αγάπη όχι μόνο για την Αρχαία αλλά και για τη σύγχρονη Ελλάδα, ενώ ήταν προσωπικός θαυμαστής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ανάμεσα στα άλλα, ο Nicolson υπήρξε και σημαντικός ιστορικός συγγραφέας. Ενα από τα πλέον γνωστά του έργα ήταν μια βιογραφία του Μπάιρον που εστίαζε στην τελευταία περίοδο της ζωής του στο Μεσολόγγι και έτσι είχε απόλυτη γνώση των ποιημάτων που έγραψε ο λόρδος Βύρωνας εναντίον της βαρβαρότητας που διέπραξε ο Ελγιν.
Με αφορμή τους εορτασμούς στην Αθήνα για τη συμπλήρωση 100 ετών από τον θάνατο του λόρδου Βύρωνα τον Απρίλιο του 1924 και την παρουσία άγγλων εκπροσώπων, ο Nicolson κατάφερε να θέσει επισήμως ως θέμα συζήτησης στο αγγλικό υπουργικό συμβούλιο τη μερική επιστροφή των «Ελγίνειων Μαρμάρων» στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα ο Nicolson πρότεινε στον πρωθυπουργό Ramsay McDonald, που είχε και το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Εξωτερικών, είτε να επιστραφούν και να αποκατασταθούν όλα τα Μάρμαρα και τα Γλυπτά που βρίσκονταν στο Βρετανικό Μουσείο, είτε τουλάχιστον να επιστρεφόταν η Καρυάτιδα που είχε αποσπαστεί από το Ερέχθειο ως μια μικρή χειρονομία φιλίας προς την Ελλάδα και ταυτόχρονης αποκατάστασης του παγκόσμιου αυτού πολιτισμικού μνημείου. Ο McDonald απέρριψε την πρόταση ως ανεφάρμοστη, καθώς οι Ελληνες εύλογα δεν θα περιορίζονταν στην επιστροφή της Καρυάτιδας αλλά θα έθεταν ζήτημα για τη συνολική αποκατάσταση του μνημείου, κάτι που δεν θα αποδεχόταν σε καμία περίπτωση η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου.
Η φεμινίστρια και ο διπλωμάτης
Κατά την κορύφωση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το Foreign Office πρότεινε στον Τσόρτσιλ να επιστραφούν τα ελγίνεια Μάρμαρα του Παρθενώνα στην Ελλάδα ως μια χειρονομία φιλίας και επιβράβευσης της αυτοθυσίας του ελληνικού λαού. Η σχετική συζήτηση στους κόλπους του Συντηρητικού Κόμματος ήρθε στην επιφάνεια από την ιδεολόγο του φεμινισμού και βουλευτή των Συντηρητικών Thelma Cazalet – Keir.
Η αγγλίδα βουλευτής με επερώτησή της στη Βουλή στις 23 Ιανουαρίου 1941, ρώτησε τον πρωθυπουργό αν είχε πρόθεση να περάσει την κατάλληλη νομοθεσία ώστε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα να επιστραφούν στην Ελλάδα. Ηδη είχαν ζητηθεί απόψεις από ειδικούς στο ζήτημα από τις υπηρεσίες του Foreign Office και η βιβλιοθηκονόμος του ινστιτούτου Courtauld υποστήριξε ότι έπειτα από σχετικές συζητήσεις που είχε με άγγλους φιλολόγους και αρχαιολόγους, συμφωνούσαν οι περισσότεροι για την επιστροφή των μνημείων στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό Δημόσιο θα έφτιαχνε ένα μουσείο για να τα φιλοξενήσει.
Η σχετική επίσημη τοποθέτηση της διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου την εποχή εκείνη επικαλέστηκε μια σειρά από παράλογα επιχειρήματα, όπως ότι ο Ελγιν δεν απέσπασε τα μνημεία, αλλά τα βρήκε ήδη αποσπασμένα και πεσμένα στο έδαφος. Επίσης ότι η επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα ως δώρο θα έθιγε την εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων (Greek National Pride) που πίστευαν ότι τα Μάρμαρα τους ανήκαν δικαιωματικά. Τέλος, η διοίκηση του Μουσείου για να εμποδίσει ή να καθυστερήσει τη διαδικασία, υπογράμμιζε το γεγονός ότι για να γίνει η επιστροφή των μνημείων έπρεπε να εισαχθεί προς ψήφιση στο αγγλικό Κοινοβούλιο σχετικός νόμος από την αγγλική κυβέρνηση.
Η σχετική τελική έκθεση του διπλωμάτη W.L.C. Knight, υπεύθυνου για τα ελληνικά ζητήματα στο Foreign Office, αφού εξέταζε προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά, υποστήριξε τη συνολική επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Η έκθεση τελείωνε με τη διαπίστωση ότι η επιστροφή ήταν αδύνατη εν μέσω πολέμου λόγω της περιορισμένης ασφάλειας των ναυτικών μεταφορών, αλλά και επειδή οι Αρχές των δύο χωρών αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρές και πιεστικές προκλήσεις εν μέσω πολεμικών επιχειρήσεων για να μπορέσουν να οργανώσουν μια τόσο περίπλοκη διαδικασία. Ετσι, ο Knight πρότεινε η επιστροφή τους να γίνει μεταπολεμικά με τέτοιον τρόπο ώστε να δοθεί ως αντιστάθμισμα για τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Κύπρο, ώστε να ικανοποιηθούν απολύτως τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων και να μπουν νέες στέρεες βάσεις στην ελληνο-αγγλική φιλία. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στις αγγλικές καλένδες και δεν προχώρησε μεταπολεμικά, καθώς η αγγλική επιρροή υποχώρησε απότομα μετά το 1945, τόσο παγκοσμίως, όσο και στην Ελλάδα.