Στην αρχή, οι επιστήμονες στη Βρετανική Ερευνα της Ανταρκτικής θεώρησαν ότι ο εξοπλισμός τους δεν ήταν ακριβής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, γράφουν οι «Times», οι ειδικοί στον ερευνητικό σταθμό Χέιλι, στον παγετώνα Μπραντ, ανέφεραν ότι τα μηχανήματα παρακολούθησης του όζοντος παρήγαν εξαιρετικά χαμηλά αποτελέσματα.
Αυτό ήταν το πρώτο σημάδι εκείνου που μέσα σε λίγα χρόνια θα γινόταν σαφές ότι ήταν μια τεράστια τρύπα στο στρώμα του όζοντος – της ατμοσφαιρικής ασπίδας που απορροφά τις επιβλαβείς ακτίνες UV από τον Ηλιο. Οι επιστήμονες σύντομα συνειδητοποίησαν ότι οι χλωροφθοράνθρακες (CFC) που χρησιμοποιούνται σε ψυγεία και δοχεία αεροζόλ ήταν υπεύθυνοι για τη ζημιά.
Η ανακάλυψη οδήγησε στο Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ το 1987, βάσει του οποίου η παραγωγή CFC απαγορεύτηκε παγκοσμίως – ένα σπάνιο παράδειγμα ταχείας διεθνούς περιβαλλοντικής συνεργασίας. Ηταν εντυπωσιακά επιτυχημένη. Περίπου το 99% των χλωροφθορανθράκων έχει καταργηθεί σταδιακά και την περασμένη εβδομάδα ο ΟΗΕ δημοσίευσε έκθεση που προβλέπει ότι το στρώμα του όζοντος θα αποκατασταθεί πλήρως εντός δύο δεκαετιών για το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Η τρύπα πάνω από την Ανταρκτική, η οποία έγινε μεγαλύτερη το 2000, θα κλείσει μέχρι το 2066.
Περιβαλλοντική επιτυχία
Οι παρατηρήσεις που έγιναν στο Χέιλι πριν από τέσσερις δεκαετίες ήταν το πρώτο βήμα σε αυτήν την περιβαλλοντική επιτυχία. Αλλά αρχικά θεωρήθηκε ότι προκλήθηκαν από σφάλμα δεδομένων. Ο επιστήμονας Τζόναθαν Σάνκλιν ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι τα επίπεδα του όζοντος στον κόλπο Χέιλι είχαν «υποστεί δραματική αλλαγή» – είχαν μειωθεί κατά 30% μέσα σε λίγα χρόνια.
Ακολούθησαν πολλές μελέτες. Τον Ιούνιο του 1986, η Σούζαν Σόλομον της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας στις ΗΠΑ δημοσίευσε εργασία στο περιοδικό «Nature», όπου συνέδεσε την απώλεια όζοντος με τα CFC. Και το 1987 η ομάδα της NASA εκτόξευσε ένα τροποποιημένο κατασκοπευτικό αεροπλάνο από την Πούντα Αρένας στη Νότια Χιλή για να πάρει δείγματα σε μεγάλο υψόμετρο. Απέδειξαν ότι η αιτία της τρύπας του όζοντος στην Ανταρκτική οφειλόταν στο χλώριο, και μάλιστα στο ανθρωπογενές χλώριο. Την ίδια χρονιά, εκπρόσωποι πολλών κρατών συγκεντρώθηκαν στο Μόντρεαλ για να συμφωνήσουν να απαγορεύσουν τα CFC. Αρχικά, μόνο μερικές δεκάδες χώρες επικύρωσαν τη συνθήκη. Αλλά με την πάροδο του χρόνου όλα τα κράτη υπέγραψαν.
Ο επικεφαλής της ομάδας της NASA θυμάται ότι υπήρξε αντίσταση από τους κατασκευαστές χημικών που αμφισβήτησαν την επιστήμη, αλλά η δύναμη της πολιτικής βούλησης εξασφάλισε την απαγόρευση των CFC. «Ο μεγαλύτερος αντίκτυπος που έχει η καταστροφή του όζοντος στη στρατόσφαιρα είναι η αυξημένη υπεριώδης ακτινοβολία στην επιφάνεια της Γης και η πρόκληση καρκίνου του δέρματος στους ανθρώπους», λέει. «Η λέξη καρκίνος φόβιζε πολλούς ανθρώπους».
Η κλιματική αλλαγή
Η ταχύτητα της ανταπόκρισης ήταν εξαιρετική – το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ συντάχθηκε μόλις δύο χρόνια μετά τα αρχικά ευρήματα του Σάνκλιν – και τα βήματα για τη διάσωση του στρώματος του όζοντος θεωρούνται ως η πιο επιτυχημένη περιβαλλοντική δράση στον κόσμο. Περισσότερες από τρεις δεκαετίες και 27 διεθνή συνέδρια για το κλίμα μετά, οι πολιτικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για το πώς να αντιμετωπίσουν ένα άλλο, ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα: την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο Σάνκλιν συμφωνεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι πολύ πιο περίπλοκο πρόβλημα από την καταστροφή του όζοντος. Προσθέτει: «Το αποτύπωμά μας είναι πολύ μεγάλο για να το αντέξει ο πλανήτης. Η απάντηση είναι πολύ δύσκολη και είναι τόσο ηθικό όσο και πολιτικό ερώτημα, για το οποίο θα έπρεπε να μιλάμε συνεχώς».