Χωρίς υπόγεια διασύνδεση μεταξύ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Ακροπόλ Ακρός θα προχωρήσει τελικά το έργο αναβάθμισης και υπόγειας επέκτασης του μεγαλύτερου αρχαιολογικού μουσείου της χώρας, όπως αποκάλυψε χθες ο πρόεδρος της διεθνούς επιτροπής αξιολόγησης των αρχιτεκτονικών προτάσεων που υποβλήθηκαν με τη διαδικασία του κλειστού διαγωνισμού για το εν λόγω έργο, Ανδρέας Κούρκουλας.
«Ολες οι ομάδες που πήραν μέρος θεώρησαν ότι δεν χρειάζεται η ένταση αυτής της υπόγειας σύνδεσης και πρότειναν το πέρασμα και η σύνδεση με το Ακροπόλ να γίνει επιφανειακά» είπε ο κ. Κούρκουλας, προσθέτοντας ότι ως ερωτηματικό μένει η εν δυνάμει σύνδεση του μουσείου με τα ιστορικά κτίρια του Πολυτεχνείου.
Η συγκεκριμένη πληροφορία ήταν από τις ελάχιστες που έγιναν γνωστές κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου που είχε ως θέμα τη διαδικασία επιλογής του αρχιτεκτονικού προσχεδίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Και σε πρώτη ανάγνωση προκάλεσε αίσθηση, καθώς στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης συμπεριλαμβανόταν η υπόγεια διασύνδεση μεταξύ των δύο κτιρίων. Σε πιο πρόσφατες αναφορές του ΥΠΠΟ οι διατυπώσεις έκαναν λόγο για διερεύνηση της διασύνδεσης, χωρίς τον όρο «υπόγεια».
Η επιλογή της πρότασης Τσίπερφιλντ – Τομπάζη πληρούσε τα εννέα κριτήρια που τέθηκαν από την επιτροπή – τα οποία δεν ανακοινώθηκαν χθες στο σύνολό τους αλλά μεταξύ των οποίων είναι το μουσείο να αποτελέσει σημείο συνάντησης του ευρύτερου κέντρου και όχι να λειτουργήσει μόνο ως τουριστικός πόλος έλξης, να μπορεί να είναι οικολογικά πρωτότυπο, να απαντήσει με έναν στέρεο τρόπο στη σχέση έκθεσης πραγμάτων, κυρίως τρισδιάστατων αντικειμένων, με το φόντο όπου εκτίθενται, και να μιλήσει για το θέμα του φυσικού φωτισμού, και ιδιαίτερα του κατακόρυφου φωτισμού.
Πλήρως η πρόταση θα παρουσιαστεί στις 15 Φεβρουαρίου από τον διεθνώς καταξιωμένο και πολυβραβευμένο αρχιτέκτονα Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, τα σχέδια του οποίου – σε συνεργασία με το γραφείο του Αλέξανδρου Τομπάζη – είναι εκείνα που επελέγησαν ομόφωνα. Οι υπόλοιπες εννέα προτάσεις, οι οποίες κατατέθηκαν κατόπιν πρόσκλησης από την πλευρά της επιτροπής σε διεθνούς κύρους βραβευμένους αρχιτέκτονες στο πορτφόλιο των οποίων έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον ένα βραβευμένο μουσείο, εξετάζεται αν θα παρουσιαστούν μέσω έκθεσης ή έκδοσης στο ευρύ κοινό.
Η επέκταση του μουσείου, σύμφωνα με την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, προβλέπει αύξηση των εκθεσιακών χώρων κατά 100% (επιπλέον 16.500 τ.μ.), ώστε να καταστεί εφικτή η παρουσίαση στο κοινό μέρους των 125.000 αντικειμένων τα οποία βρίσκονται στις αποθήκες του κτιρίου της οδού Πατησίων, χώρο στάθμευσης 8.500 τ.μ. και κήπο εμβαδού 13.000 τ.μ. Αν και ο προϋπολογισμός για την κατασκευή του έργου θα συνταχθεί μετά το πέρας της ολοκλήρωσης των οριστικών μελετών από τους αρχιτέκτονες, βάσει της προμελέτης σκοπιμότητας που έχει συνταχθεί ενδεχομένως να αγγίξει και τα 300 εκατ. ευρώ. Το ποσό εκτιμάται ότι θα αντληθεί από κοινοτικούς πόρους, ενώ το αρχικό χρονοδιάγραμμα παράδοσης του έργου προβλέπει τα πέντε χρόνια.
Για τις αντιδράσεις
Οσον αφορά τις αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργάνων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων σχετικά με τη διαδικασία του κλειστού διαγωνισμού, ο Ανδρέας Κούρκουλας χαρακτήρισε τις αντιδράσεις «γραφικές», προσθέτοντας ότι επιλέχθηκε η πιο αποτελεσματική διαδικασία, με το μικρότερο ρίσκο, αναφέροντας πως σε περίπτωση που ο διαγωνισμός ήταν ανοιχτός «οι συμμετοχές θα υπερέβαιναν τις 600 με 1.000, κι αυτό αποκαρδιώνει σημαντικά γραφεία, λόγω του κόστους αλλά και του χαώδους αυτής της διαδικασίας».
Επισήμανε δε ότι θα πρέπει «να καταλάβουμε τι χειριζόμαστε λάθος στους διαγωνισμούς, το οποίο δεν επιτρέπει στις δυνάμεις των ελλήνων αρχιτεκτόνων να αποκτήσουν κύρος στη διεθνή κοινότητα», αναφερόμενος, όπως είπε, στις διαδικασίες που έχουν ακολουθηθεί στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς από τη Μεταπολίτευση και εξής.