Ο Νίκος Ξανθόπουλος, ένας από τους αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου πέθανε σήμερα σε ηλικία 89 ετών μετά από περίπου ένα μήνα νοσηλείας του σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω.
Πριν από λίγες ημέρες είχε βγει από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας καθώς αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα, με τους γιατρούς και την οικογένειά του να ελπίζουν στην καλυτέρευση της πορείας της υγειάς του. Ωστόσο δεν τα κατάφερε και σήμερα 22 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή βυθίζοντας σε θλίψη την οικογένειά του και τον καλλιτεχνικό χώρο.
Νίκος Ξανθόπουλος: Για πάντα το «παιδί του λαού»
Ποιος ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1934 στη Νέα Ιωνία, την προσφυγική γειτονιά της Αθήνας. Παιδί ποντίων προσφύγων μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια. Ο πατέρας του ήταν κατά περίσταση τσαγκάρης και ψαράς, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε για τη αντιστασιακή του δράση.
Μεγάλωσε με τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. «Μια μέρα πήγε να φέρει κρασί κι έκανε 6 μήνες να γυρίσει» γράφει στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε το 2005 με τίτλο «Όσα Θυμάμαι και Όσα Αγάπησα». Στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ, της οποίας παρέμεινε πιστός οπαδός μέχρι τέλους.
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, έχοντας ως ίνδαλμά του τον Μάνο Κατράκη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1957 στο θίασο της Κατερίνας με την κομεντί του Μ. Αντρέ «Βιργινία». Από το 1957 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, εκτός από τον θίασο της Κατερίνας, που υπήρξε μεγάλη δασκάλα γι’ αυτόν, έπαιξε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, συνεργάστηκε με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ έπαιξε για λίγο στο μουσικό θέατρο.
Το 1958 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι». Στην αρχή έπαιξε ρόλους κακού, σκληρού και γενικά μικρότερους ρόλους, σε κωμωδίες, δράματα, ακόμη και σε «τολμηρές» για την εποχή τους ταινίες, ώσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο απογείωσε την καριέρα του.
Η καριέρα
Με την ίδρυση της εταιρείας των Τεγόπουλου/Καράμπελα «Κλακ Φιλμ» το 1963, ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε ο βασικός πρωταγωνιστής της. Με σκηνοθέτη τον Τεγόπουλο και σπουδαίους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου στους υπόλοιπους ρόλους, ο Νίκος Ξανθόπουλος τυποποιήθηκε σε ρόλους κατατρεγμένου και αδικημένου, σε ταινίες μελό, όπως «Περιφρόνα με γλυκειά μου» (1965), «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Άδικη κατάρα» (1967), «Ξεριζωμένη γενιά» (1968), «Η σφραγίδα του Θεού» (1969), «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» και το λαϊκό έπος «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969).
Κοσμοσυρροή στους κινηματογράφους για το «παιδί του λαού»
Πολλές από αυτές τις ταινίες δεν προβλήθηκαν καν στην πρώτη προβολή, αλλά απευθείας στις συνοικίες της Αθήνας, όπου γινόταν χαλασμός κόσμου, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι διανοούμενοι τις λοιδωρούσαν και οι κριτικοί τις περιφρονούσαν, αλλά ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά τους λαϊκούς κινηματογράφους και οι πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ζούσαν ακόμη τότε αποθέωναν «το παιδί του λαού».
Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα. Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία, μετά από απουσία 24 ετών, έρχεται το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου Με τον Ορφέα τον Αύγουστο.
Στα τέλη του 2005 εκδίδει σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του “Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα” και διοργανώνει εμφανίσεις σε διάφορα μέρη ανά την Ελλάδα για την προώθηση του έργου του. Η ιδέα για το βιβλίο δημιουργήθηκε μετά από συνέντευξή του στο περιοδικό Εικόνες.
Παντρεύτηκε δύο φορές και έχει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.