Εξαίρετος πανεπιστημιακός δάσκαλος, σημαντικός πολιτικός και ακέραιος άνθρωπος, ο Αλέξανδρος Σβώλος γεννήθηκε στο Κρούσοβο, προκεχωρημένο φυλάκιο του ελληνισμού στη βορειοδυτική Μακεδονία, το 1892 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 1956.
Ο Αλέξανδρος Σβώλος ως πρόεδρος της Κυβέρνησης του Βουνού (ΠΕΕΑ)
Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο του Μοναστηρίου, όπου –ορφανός από πατέρα– είχε εγκατασταθεί μαζί με τη μητέρα του, ο Σβώλος ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Συνέχισε τις νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, φροντίζοντας παράλληλα για τη γενικότερη καλλιέργειά του (εγκυκλοπαιδικές μελέτες, ξένες γλώσσες κ.λπ.). Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή της Αθήνας αριστούχος και επιδόθηκε στη δικηγορία.
Ο Πέτρος Ρούσος, ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Στέφανος Σαράφης (εξ αριστερών) αναχωρούν για το Λίβανο
Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού ο νεαρός δικηγόρος στάθηκε στο πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος τον διόρισε αργότερα σε διευθυντική θέση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Ο Σβώλος πρόσφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον τομέα της εργατικής νομοθεσίας, έως ότου ενεπλάκη στη Μικρασιατική Εκστρατεία από τη θέση αρχικά του συμβούλου της Ελληνικής Αρμοστείας Σμύρνης και ακολούθως του αντιπροσώπου της ελληνικής διοίκησης στην Προύσα.
Το 1927 εξελέγη υφηγητής και ύστερα από δύο έτη καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ο Σβώλος υπήρξε ως καθηγητής ο εκλεκτός των φοιτητών, καθώς συνδύαζε επιτυχώς τη σοφία και την αυστηρότητα με τη χαρούμενη διάθεση και την προσήνεια. Το καθηγητικό έργο του ανακόπηκε προσωρινά μετά το κίνημα του 1935. Επαναδιορίστηκε το 1936, αλλά επί δικτατορίας Μεταξά παύθηκε εκ νέου και εξορίστηκε.
Συνάντηση των Γεωργίου Παπανδρέου, Αλέξανδρου Σβώλου και Άγγελου Αγγελόπουλου στο περιθώριο του Συνεδρίου του Λιβάνου
Επί Κατοχής ο Σβώλος επέλεξε το δρόμο της Αντίστασης, ανεβαίνοντας στο βουνό και αναλαμβάνοντας την προεδρία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Έλαβε μέρος ως πρόεδρος της ΠΕΕΑ στο Συνέδριο του Λιβάνου (1944) και στη συνέχεια ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο των Οικονομικών στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου.
Ως πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος – Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΣΚ-ΕΛΔ) εξελέγη το Μάρτιο του 1950 βουλευτής Θεσσαλονίκης, ενώ επανεξελέγη στις εκλογές του 1956, λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του, υπό τη σημαία της Δημοκρατικής Ενώσεως.
Ο Αλέξανδρος Σβώλος, μεταξύ πολλών άλλων, στο Συνέδριο του Λιβάνου
Από επιστημονικής απόψεως, η γνώμη του συνταγματολόγου και πολιτειολόγου Σβώλου είχε πάντα βαρύνουσα σημασία, προπάντων επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως. Με το νομικό ρεαλισμό του, τη λαμπρή ακαδημαϊκή διαδρομή του και το πλούσιο συγγραφικό έργο του ο Σβώλος κατάφερε να καταλάβει μια ξεχωριστή θέση στην ελληνική συνταγματική επιστήμη και να συντελέσει ουσιωδώς στην αληθή δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των ελλήνων πολιτών.
Προικισμένος με πολιτικό ήθος και επιστημονικό κύρος, ψυχική ευγένεια και πνευματική ελευθερία, ο Σβώλος υπήρξε ένας συνετός ηγέτης και ένας συνεπής μαχητής, πραγματικό υπόδειγμα δημοσίου ανδρός στο α′ μισό του 20ού αιώνα.
Ένας από εκείνους που τίμησαν με τα γραπτά τους τον Αλέξανδρο Σβώλο στο διάβα του χρόνου υπήρξε ο λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος. Σε ένα άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 22 Φεβρουαρίου 1981, με αφορμή τη συμπλήρωση 25 ετών από το θάνατο του διαπρεπούς συνταγματολόγου, ο Πανσέληνος έγραφε τα εξής:
Στις 23 του Φλεβάρη κλείνουν 25 χρόνια από τη μέρα που πέθανε ο Αλέξανδρος Σβώλος και γράφω τις μνήμες μου με μια αμηχανία σα να μιλώ για τον εαυτό μου. Η γνωριμία μαζί του και η πνευματική του επιρροή συντέλεσε στο να ξυπνήσει μέσα μου τις δυνάμεις, μικρές ή μεγάλες, που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του, με την ευθύνη να τις ολοκληρώσει.
Παρόλο που μπήκα μαζί του σα βουλευτής στη Βουλή του 1950 με ’51 και παρόλο που είμουν μέλος του κόμματός του και ταχτικός κριτικός της εφημερίδας του «Μάχη», στην πραγματικότητα έμεινα πάντα ένας μαθητής του, που σιγά σιγά, με τα χρόνια, έγινα φίλος του, τόσο που να ξέρω όλες τις γνώμες και τα παράπονά του και με τους πιο στενούς συνεργάτες του, να μεσολαβώ, να με ρωτά και κάπου κάπου να τον επηρεάζω.
Η γνωριμία μαζί του άρχισε όταν στις πτυχιακές εξετάσεις του Πανεπιστημίου παρουσιάστηκα να με εξετάσει στο Συνταγματικό. Δεν μπορώ να πω πως τον ικανοποίησα ιδιαίτερα, αλλά ο Σβώλος ήξερε να εξετάζει και να βρίσκει το τι ξέρεις και με ένα στίχο του Παλαμά!
Όταν τον άκουγες να μιλά σε ένα ακροατήριο, είτε φοιτητικό –για τα δικαιώματα του ανθρώπου– είτε στη Βουλή για τον Έλληνα, καταλάβαινες ότι το όραμά του για την ανθρωπότητα έπαιρνε τις απίθανες διαστάσεις που έδινε στη συνείδησή του το αίνιγμα της ζωής καθαυτό. Μιλούσε για ένα τσαλαπατημένο λουλούδι, όπως μιλούσε και για έναν τσαλαπατημένο λαό.
Αυτό το αίνιγμα, που είναι η αφετηρία της σκέψης στον άνθρωπο, στον απλό όσο και στον μορφωμένο, και που κάποτε το αγνοούν οι ηγέτες του όταν θένε να παν αποπάνω του, ασκούσε στον Αλέξανδρο Σβώλο (με το ελληνικό πνεύμα του) μια μόνιμη ψυχολογική διεργασία, όπως στους πραγματικούς καλλιτέχνες σαν τον Μπαλζάκ και τον Ντοστογιέφσκι (με την άρρωστη σκέψη του)· μια ψυχολογική διεργασία που ευθύνεται για το ποιητικό αίσθημα της ζωής.
Σε τέτοιες ώρες, λοιπόν, και κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι φοιτητές που τον άκουγαν να μιλά και να απευθύνεται ίσια στην ταλαιπωρημένη ανθρώπινη περηφάνεια τους, από την πενηντάχρονη πολιτική υποδούλωση της χώρας που άρχισε στα 1929 με το Ιδιώνυμο και τέλειωσε (ή μάλλον πάει να τελειώσει) με την πτώση της χούντας, καταλαμβάνονταν από φρενίτιδα ενθουσιασμού.
Ένας απρόοπτος άνεμος ελευθερίας φυσούσε σε όλο το Πανεπιστήμιο, πέρα από τις αίθουσες της Νομικής Σχολής, και από το Πανεπιστήμιο μεταφερόταν στα σπίτια των φοιτητών και στους δρόμους. Γιατί όταν η ελευθερία και για μια στιγμή μόνο αστράψει στο μυαλό του ανθρώπου, ή να την αποχτήσει πρέπει ή να πεθάνει.
Ένας τρόπος να καταλαγιάσουν τα πράγματα είταν να διώξουν τον Σβώλο από το Πανεπιστήμιο και το κάναν. Κι από τότε πεθάναν πολλοί.
Ο Αλέξανδρος Σβώλος ξαναμπήκε αργότερα στο Πανεπιστήμιο και ξαναβγήκε δυο τρεις φορές, γιατί, όπως είχε πει και στον εναρκτήριο λόγο του, όταν πρωτοδιορίστηκε καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, το Μάρτη του 1929:
«Ο Νομικός δεν ημπορεί να είναι μόνον μύστης του Δικαίου, είναι μοιραίως και στρατιώτης αυτού».
Και έτσι, στα 1945, με ένα ψήφισμα της πλειοψηφίας των καθηγητών της Νομικής Σχολής (που είταν μόνο μύστες του Δικαίου), παύτηκε οριστικά από καθηγητής.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.2.1981, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τότε μπήκε στη Βουλή σαν πολιτικός. Ο Αλέξανδρος Σβώλος ήτανε πάντα στρατιώτης του Δικαίου. Εδώ δεν υπήρχανε φοιτητές. Άλλες αιτίες κάνανε τις καρδιές των ανθρώπων να εκρήγνυνται. Όταν όμως ο Σβώλος ανέβαινε στο βήμα, έβλεπες μια κεντρόμολη δύναμη να σπρώχνει τους σκορπισμένους στην αίθουσα βουλευτές απ’ όλα τα κόμματα να κατεβαίνουν από τα ακραία εδώλια και να κάνουν ένα πυκνό, γύρω από το βήμα, ακροατήριο, για να τον ακούσουν.
Ανάμεσά τους είτανε και ο διαβόητος Μανιαδάκης, που σαν υπουργός της Ασφάλειας, στα χρόνια του Μεταξά, είχε κρατήσει τον Σβώλο εξόριστο τέσσερα χρόνια στην Ανάφη, στη Νάξο και στη Χαλκίδα.
– Καλά τα λες εσύ, δάσκαλε, αλλά σε ακούνε αυτοί εσένα, μονολογούσε σχετλιαστικά ο πρώην μεταξικός υπουργός της Ασφάλειας – πάγος και ρετσινόλαδο! Κουφή να ’ναι η ώρα που μας ακούει!
Ο Σβώλος πάλι μιλούσε πράος και ήρεμος για ειρήνευση, για συμφιλίωση, για δημοκρατία, σα να μιλούσε για φυσικούς νόμους που η άγνοιά τους θα έφερνε ολέθρια αποτελέσματα. Πολλοί από τη Δεξιά, με κάποιο τρόπο, τον επιδοκιμάζαν –εναβρυνόταν να φαίνονται πως τον καταλαβαίνουν– αλλά η Δεξιά συνέχιζε το χαβά της. Και η φωνή του, που είχε δύναμη και αυθεντία, ηχούσε παράωρη στο κενό.
Και να είτανε μόνο ίσαμε εδώ; Όλα τα πάθη της ανώμαλης εκείνης εποχής τα είχε σηκώσει ο Σβώλος στον ώμο του. Η κυρίαρχη τάξη τον μισούσε σαν εξωμότη και γιατί δεν έπαιρνε θέση ενάντια στον εμφύλιο πόλεμο, για τον οποίο θεωρούσε υπαίτια και τη Δεξιά. Η Αριστερά είχε εξαπολύσει κι αυτή εναντίον του μια ακατονόμαστη επίθεση με το ραδιόφωνο του Ζαχαριάδη, βρισιά και συκοφαντία να δεις και ν’ ακούσεις! Και πολιτική μικρόνοια.
Και κοντά σε όλα τούτα έρχεται και η Σοσιαλιστική Διεθνής με δύο εκπροσώπους της που έστειλε στην Αθήνα, το γνωστό Εγγλέζο Εργατικό Ντένις Χηλμ και το Βέλγο σοσιαλιστή Βικτόρ Λαρόκ, να ερευνήσουν για τον περίεργο φιλοκομμουνισμό του Αλέξανδρου Σβώλου και του Σοσιαλιστικού Κόμματός μας.
Στη βραδινή βεγγέρα του Σβώλου, θυμούμαι, τον είδα λίγο συλλογισμένο, μόλις μπήκα στο σπίτι του, ρώτησα και μου είπανε για την άφιξη των φίλων μας σοσιαλιστών, και μου ήρθε αμέσως στο στόμα ένας στίχος από τον «Κρητικό» του Σολωμού (Απόσπασμα XVIII).
«Τρία αστροπελέκια επέσανε,
ένα ξοπίσω στ’ άλλο».
Γελάσαμε όλοι. Αλλά φαίνεται πως άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στο θυμικό του προέδρου μας, γιατί κάθε τόσο ρωτούσε:
– Πώς τον είπες, Ασημάκη, εκείνο το στίχο του Σολωμού;
Μονάχα το ηθικό ανάστημα του Σβώλου μπορούσε να πείσει τους δύο προκατειλημμένους δυτικούς πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα, πώς κουρελιάστηκε η συνθήκη της Βάρκιζας και πώς ο ελληνικός φασισμός μεγάλωνε μες στη θερμοκοιτίδα της Δεξιάς, για να εκδηλωθεί στην ώρα που έπρεπε. Όπως εκδηλώθηκε με τη χούντα!
Είταν ή δεν είταν επιτέλους πολιτικός ο Αλέξανδρος Σβώλος; Το ερώτημα τούτο είταν στα στόματα πολλών, καθημερινά, όσο ζούσε, και νομίζω πως εξηγούσε περισσότερο αυτούς που ρωτούσαν παρά τον ίδιο τον Σβώλο. Οπωσδήποτε αυτοί που του αρνιόντανε την ιδιότητα του πολιτικού πρέπει να είχαν υποτιμημένη ιδέα για την πολιτική, γιατί η άρνησή τους στηριζότανε στην ιδέα ότι ο Σβώλος είταν πολύ σοφός και πολύ ακέραιος άνθρωπος για να είναι πολιτικός!
Κι άλλοι πάλι που κατά βάθος παραδεχόντανε τις αρχές του τού αναγνωρίζαν αυτή την ανωτερότητα (που απέκλειε την πολιτική) σα λύτρο για να μπαινοβγαίνουν από το ένα κόμμα στο άλλο εξασφαλίζοντας μια έδρα στο κοινοβούλιο. Ο ίδιος όμως ο Σβώλος, διακηρύχνοντας σε ανύποπτο χρόνο ότι είναι στρατιώτης του Δικαίου, απόδειξε ότι είταν πολιτικός. Αυτό δα το απόδειξε και η όλη κατοπινή του ιστορία.
Τελικά ο Αλέξανδρος Σβώλος είταν ένας άνθρωπος απλός και απέριττος, που αγάπησε τους ανθρώπους με την οργανική αγάπη που έχει κανείς στην ίδια τη ζωή. Δεν είχε τίποτα η αγάπη του από την εξοργιστική έπαρση σοφών και ασόφων που πλησιάζουν τους λαούς από συγκατάβαση, ανύποπτοι πως αυτοί είναι που έχουν ανάγκη από την αγάπη των ανθρώπων, χωρίς την οποία το άτομο είναι ανάπηρο ψυχικώς. Ζούμε γιατί ζουν δίπλα μας και άλλοι. Αν μέναμε μόνοι απάνω στη Γη, δε θα είχαμε συνείδηση της ύπαρξής μας.
Ο ακέραιος άνθρωπος, όταν δεν είναι άρρωστος ψυχικά, νιώθει προς το λαό του το αίσθημα που θα ένιωθε, αν είχε σκέψη, ένα δέντρο προς τις ρίζες του.