Το δικό τους «κατηγορώ» απέναντι σε όσους από θύματα επιχείρησαν να τους εμφανίσουν ως «θύτες», βάζοντάς τους στο κάδρο των ευθυνών για την εθνική τραγωδία με τους 104 νεκρούς στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, διατύπωσαν σήμερα καταθέτοντας με συγκλονιστικό τρόπο κάτοικοι της περιοχής.
«Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη υπουργών την επόμενη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκτασή σας. Μας κατηγόρησαν ως καταπατητές. Το κράτος μας έχει καταστήσει όλους πολίτες ομήρους σε μία ψευδή συνθήκη. Το σπίτι μου δεν είναι αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια, ούτε η οικογένεια μου» ανέφερε στο δικαστήριο η Αναστασία-Χριστιάννα Φράγκου, ιδιοκτήτρια του οικοπέδου που χάθηκαν 26 ζωές και σώθηκαν 40, όπως κατέθεσε.
Δίκη για το Μάτι: Συνταρακτικές περιγραφές ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους
Η μάρτυρας σημείωσε πως το οικόπεδό τους δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα αλλά είναι σκαλισμένα από τον παππού της στους βράχους. «Δεν είναι βατά, είναι γκρεμός. Από εκεί σώθηκαν όσοι σώθηκαν. Δυστυχώς δεν πρόλαβαν και οι 26 διότι τους πρόλαβε θερμικό κύμα» ανέφερε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Αυτό το αφήγημα ότι δήθεν οι κάτοικοι φταίνε δεν αληθεύει, δεν φταίνε τα σπίτια, υπήρχαν δίοδοι. Δεν υπήρχε ειδοποίηση από κανέναν, καήκαμε σαν τα ποντίκια. Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το Κράτος σε ανθρώπους που έχασαν δικούς τους και όλη την περιουσία τους» είπε η μάρτυρας.
Νωρίτερα και η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου είχε επιστρέψει το «αφήγημα» αυτό επισημαίνοντας ότι για το κακό που έγινε δεν φταίνε ούτε τα σπίτια, ούτε οι δίοδοι στο Μάτι, αλλά ότι οι υπεύθυνοι τους αφήσαν να καούν σαν τα ποντίκια και μετά ανταμείφθηκαν.
Ο εφιάλτης που έζησε
Το σπίτι της Σουμέλας Χατζηλαζαρίδου απέχει περίπου 200 μέτρα από τη θάλασσα εκεί όπου αναζήτησε καταφύγιο για να γλυτώσει από την πύρινη λαίλαπα. Η μάρτυρας, καταθέτοντας στο δικαστήριο, περιέγραψε τον εφιάλτη που έζησε όταν για ώρες μεσοπέλαγα πάλευε με τα κύματα και τις τσούχτρες, μαζί με άλλους κατοίκους της περιοχής, μέχρι τη στιγμή που τους έσωσαν Αιγύπτιοι ψαράδες. Η κατάσταση στην Αργυρά Ακτή, όπως περιέγραψε, ήταν έκρυθμη. «Σε μια παραλία που χωρά 50 άτομα ήταν γύρω στα 700… Ταυτόχρονα πετάγονταν σίδερα πυρακτωμένα, πέτρες και ξύλα. Επίσης, φωτιά και από το μπαρ γίνονται εκρήξεις από το υγραέριο» ανέφερε και στη συνέχεια αφηγήθηκε πως μπήκαν στη θάλασσα όπου είδε φίλους και γείτονες που αναζητούσαν τους δικούς τους ανθρώπους.
«Ήταν το απόλυτο σκοτάδι… Άρχισα να κολυμπάω σε μια τρικυμισμένη θάλασσα» είπε κλαίγοντας με λυγμούς και συνέχισε. «Όλα ήταν μαύρα… και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο 65 ετών να είναι μέσα σε μια αγριεμένη θάλασσα, στο απόλυτο σκοτάδι και την απόλυτη σιωπή. Από θαύμα, καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω». Οι ώρες που ακολούθησαν σημάδεψαν για πάντα τη γυναίκα καθώς δίπλα της είδε ανθρώπους που μετρούσαν απώλειες και έδιναν μάχη να κρατηθούν στη ζωή. «Η θάλασσα αποτελούσε τη μεγάλη μου αγάπη και τώρα δεν θέλω να την βλέπω.
Σκεφτόμουν την φίλη μου την κατάκοιτη, που έμεινε πίσω, και δεν θα μπορούσε να ζήσει. Στράφηκα στην Παναγία όταν κατάλαβα ότι δεν θα ζούσα και της είπα:. » Αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ τώρα αν θέλεις να σωθώ δείξε μου τα σημάδια σου» και μέσα σε πέντε λεπτά άκουσα και άλλους ανθρώπους που φώναζαν βοήθεια…» είπε και στη συνέχεια αναφέρθηκε σε ένα κορίτσι που είχε πάθει κρίση πανικού.
«Είχε κοκαλώσει και την πήρα εγώ και την έσερνα. Κάποια στιγμή ήρθε πάνω μου κάτι σαν ξύλο… Δεν ήταν ξύλο όπως νόμιζα, ήταν πτώμα. Αρχίσαμε να κρυώνουμε έχουμε κράμπες και οι αντοχές μας μειώνονταν. Ήμουν η πιο αισιόδοξη γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είμαστε τόσο κοντά στη Αθήνα και δεν θα ερχόταν κάνεις να μας σώσει…».
Η γυναίκα σημείωσε πως κανείς δεν τους ειδοποίησε για τον κίνδυνο και τους έσωσαν οι Αιγύπτιοι ψαράδες. Την ώρα που την ανέβαζαν στη βάρκα, όπως είπε, είδε μια γυναίκα να παθαίνει ανακοπή ενώ δίπλα είδε εγκαυματίες. «Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είχε κοπεί η φωνή μου» ανέφερε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε πως συνήλθε όταν ένας ψαράς της έδωσε με το ζόρι λίγο ζεστό τσάι.
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειες των παιδιών της να την βρουν. «Τους καμένους και τους νεκρούς τους είδαν τα παιδιά μου από πολύ νωρίς» κατέθεσε και συνέχισε φορτισμένη λέγοντας: «Έκτοτε φοβάμαι το σκοτάδι, τη σιωπή. Πολλές φορές μπαίνω μόνη μου στη σιωπή… Φοβάμαι τις ανηφόρες και τις κατηφόρες λόγω της τρικυμίας. Έχω κατάθλιψη λόγω μετατραυματικού στρες».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως η ίδια υπηρέτησε ως χημικός για χρόνια στο δημόσιο και πάντα όταν πήγαιναν εκδρομή με τα παιδιά ένιωθε βαριά την ευθύνη. «Εδώ 104 νεκροί. Οι έχοντες θέση ευθύνης αμείφθηκαν πλουσιοπάροχα…» τόνισε.
«Ηταν κόλαση»
Ο Αντώνης Γιαννακοδήμος έχασε τον πατέρα του όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε εγκλωβίστηκε στις φλόγες. Ο ίδιος με την οικογένεια του προπορεύονταν όταν ένα φλεγόμενο δέντρο έπεσε και έκλεισε το δρόμο στον πατέρα και τη μητέρα του. Ο μάρτυρας σημείωσε πως δεν υπήρχε καμία ενημέρωση και υποχρεώθηκαν να φύγουν ενώ ήδη η κεραμοσκεπή του σπιτιού τους είχε πάρει φωτιά. «Κόλαση» ανέφερε χαρακτηριστικά συμπληρώνοντας: «Νιώσαμε φόβο, τρόμο εξαθλίωση εγκαταλειμμένοι από τους πάντες». Ο κ. Γιαννακοδήμος κατέθεσε πως τον έχει σημαδέψει η στιγμή που για πρώτη φορά άκουσε ότι υπάρχουν νεκροί. «Ο πατέρας μου βρέθηκε με εγκαύματα και κατέληξε. Η μητέρα μου κάηκε αλλά κατάφερε με τον ξάδερφό μου να φτάσει στο λιμάνι καμένη.
Την κρατούσα στα χέρια μου χωρίς να ξέρω αν θα πεθάνει ή θα ζήσει. Όλα έγιναν αστραπιαία . Είδα από τον καθρέφτη ότι το αυτοκίνητο των γονιών μου είχε αρχίσει να καίγεται. Μετά έχασα την ορατότητα…» ανέφερε φορτισμένος.
Η Δήμητρα Πολυμεροπούλου βρισκόταν εκείνη την ημέρα μαζί με το γιο της και τα δύο εγγόνια της στο σπίτι τους στο Μάτι. Η γυναίκα είναι εγκαυματίας και έχει 40% μοσχεύματα. Καταθέτοντας στο δικαστήριο ανέφερε πως σώθηκαν γιατί μια γειτόνισσα τους πήγε στην παραλία με το αυτοκίνητο της. «Έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε τρέχοντας» είπε και περιέγραψε πως γύρω τους «ήταν μία σκοτεινιά, ένα χάλι».
«Τα έχασα, η αντιμετώπιση ήταν τραγική. Άρχισα να αισθάνομαι δεξιά και αριστερά στα χέρια μου σπίθες» κατέθεσε ενώ στη συνέχεια ο γιός της Γιώργος κρατώντας το κεφάλι του κλαίγοντας είπε στους δικαστές πως τη βγαίνοντας από το το σπίτι τους δέχτηκαν ένα θερμικό κύμα «που είχε πάνω ό, τι καιγόταν». «Μας βρήκε στην πίσω πλευρά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε» περιέγραψε και συνέχισε λέγοντας « Συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και δεν θα μπορούσαμε να περπατήσουμε. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε ευθεία.
Ετοιμαζόμουν να τα αγκαλιάσω τα παιδιά μου και τότε είδα τη γειτόνισσα. Την παρακάλεσα να μας κατεβάσει στην παραλία. Κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. …Εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι μητέρα μου είχε καεί σε πολλά σημεία και δεν ήταν καλά.». Η μητέρα του, όπως είπε, νοσηλεύτηκε για τρεις ημέρες ενώ ο ίδιος 10 ημέρες. Εγκαύματα είχε υποστεί και ο ανιψιός του. «Η μητέρα μου έκανε τρία χειρουργεία, όταν μπόρεσε να φύγει από το νοσοκομείο, ήταν ένας άλλος άνθρωπος.
Ο αγώνας των εγκαυματιών είναι τρομερός» ανέφερε ο μάρτυρας και φορτισμένος και η αδελφή του Αικατερίνη συμπλήρωσε: «Τα ουρλιαχτά από τους πόνους ήταν ασύλληπτα. Τα ουρλιαχτά του πόνου είναι στα αυτιά μου πέντε χρόνια τώρα. Θα ήθελα να βοηθήσω και εγώ με την μαρτυρία μου, για να δικαιωθούν όχι μόνο αυτοί που φύγαν αλλά και αυτοί που μείναν που παλεύουν με τραύματα τους».