Τα σοβαρά λάθη που έχουν καταγραφεί στον χειρισμό της υπόθεσης της Ρούλας Πισπιρίγκου τόσο από τις διωκτικέ αρχές όσο και από μερίδα επιστημόνων στηλιτεύει ο πατρινός στρατηγός ε.α της ΕΛ.ΑΣ Χρήστος Δρακόπουλος.
Μιλώντας στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» στέκεται ενδεικτικά σε δύο – τρία σημεία, που ουσιαστικά λειτούργησαν υπονομευτικά και το υλικό της προανάκρισης κατά τη γνώμη του παραδόθηκε με «ατέλειες» στην Εισαγγελία.
«Εχει μπλέξει πολύ το πράγμα. Κι όλα αυτά, διότι η Αστυνομία «κρέμεται» από τα πορίσματα ιατροδικαστών και άλλων ειδικών. Ασφαλώς είναι χρήσιμη η επιστήμη για την εξιχνίαση σοβαρών υποθέσεων, όμως η ΕΛ.ΑΣ. δυστυχώς πέρασε σε δεύτερη μοίρα, αφού το έργο της εξιχνίασης ανέλαβαν (άκουσον – άκουσον) τα κανάλια, οι τηλεϊατροδικαστές και τηλεδικηγόροι»!
«Στα δικά μου χρόνια δεν παρατηρείτο το φαινόμενο που βλέπουμε σήμερα. Στο θέμα της προανάκρισης για να διακριβωθούν οι λόγοι που έφυγαν από τη ζωή τα τρία κοριτσάκια η άκρα μυστικότητα του έργου του τμήματος Ανθρωποκτονιών πήγε περίπατο. Έγινε ένα… μεγάλο σουρωτήρι, στο βωμό της θεαματικότητας των καναλιών…».
Ο στρατηγός ε.α. Χρήστος Δρακόπουλος στέκεται ιδιαίτερα στην εξής επισήμανσή του: «Είναι ένα μεγάλο κενό η υπόθεση. Αν η κεταμίνη είναι το ”φονικό όπλο” που εξόντωσε την Τζωρτζίνα, για το πλήρες ”δέσιμο” της υπόθεσης θα έπρεπε να είχε βρεθεί η διαδρομή της.
Αναποδογυρίζεις τον κόσμο σε τέτοιες περιπτώσεις για να συμπεριλάβεις ένα τόσο ατράνταχτο στοιχείο στη δικογραφία. Δεν ξέρω τι έκανε το τμήμα Ανθρωποκτονιών και γιατί δεν μπόρεσε να βρει τον τρόπο που έφθασε σε ”φονικά χέρια” η κεταμίνη, αν και πολύ φοβάμαι ότι αυτό οφείλεται σε έλλειψη συνεργασίας…».
Η εφημερίδα ζήτησε από τον κ. Χρήστο Δρακόπουλο να γίνει αναλυτικός και να εξηγήσει τι εννοεί και απάντησε ως εξής: «Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι δεν υπήρξε η παραμικρή συνεργασία ανάμεσα στο τμήμα Ανθρωποκτονιών της Αθήνας με την Ασφάλεια της Πάτρας. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί έγινε αυτό το λάθος. Πρόκειται για κραυγαλέο λάθος, γιατί η υπόθεση αφορούσε την Πάτρα κι εδώ βρίσκονται όλοι οι πρωταγωνιστές της. Οι γονείς, συγγενείς, κουμπάροι, γείτονες κι ένας ευρύτερος περίγυρος που πιθανότατα θ’ αποδεικνυόταν χρήσιμος. Γνωρίζουν καλύτερα οι ικανότατοι ντόπιοι αξιωματικοί την ανθρωπογεωγραφία της πόλης και πολύ πιο εύκολα θα είχαν προσεγγίσει διάφορα άτομα και η έρευνα θα ήταν ενδελεχέστερη και θα είχαν προκύψει πρόσθετα στοιχεία που βάσιμα πιθανολογώ ότι δυστυχώς δεν εμπεριέχονται στη δικογραφία…».