Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσι από ορθόδοξη εβραϊκή οικογένεια της διασποράς. Σπούδασε μουσική σύνθεση αλλά αμέσως τον κέρδισε η δημοσιογραφία (υπήρξε ανταποκριτής στην Ανατολική Ευρώπη). Από εκεί ξεκίνησε το ταξίδι του στη γραφή. Ηδη από το πρώτο του πολυσέλιδο μυθιστόρημα με τίτλο: «Witz», το περιοδικό «Granta» χαρακτήρισε τον Τζόσουα Κόεν ως έναν από τους καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς των ΗΠΑ κάτω των 40. Ακολούθησε το «Book by Numbers». Εκεί ο Κόεν εισέρχεται στον κύκλο του Χάρολντ Μπλουμ, με τον τελευταίο να αναφέρει πως ο νεαρός λογοτέχνης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους τέσσερις επιδραστικότερους εβραιοαμερικανούς διανοούμενους της νεότερης γενιάς. Τότε είναι που ο Κόεν εμπλέκεται ως συγγραφέας-φάντασμα πίσω από την αυτοβιογραφία του Εντουαρντ Σνόουντεν.
Πριν από ένα χρόνο, στα 41 του, κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για το μυθιστόρημά του «The Netanyahus», με επίκεντρο τη ζωή ενός ιστορικού όσο και αμφίσημου προσώπου του σιωνιστικού κινήματος: τον Μπένγιον Νετανιάχου, πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπένγιαμιν Νετανιάχου (θα μεταφραστεί στα ελληνικά προσεχώς). Μια ιδέα που του την παρέδωσε ο ίδιος ο Χάρολντ Μπλουμ. Στις «Μεταφορές του Βασιλιά» (μτφρ: Παναγιώτης Κεχαγιάς, Gutenberg) μεταφερόμαστε στην ευρύτερη περιοχή του Κουίνς της Νέας Υόρκης. Εκεί θα συναντήσουμε την οικογένεια του Ντέιβιντ Κινγκ ο οποίος έχει εταιρεία μεταφορών. Ρεπουμπλικάνος με έντονη τη νοσταλγία μιας εξιδανικευμένης εβραϊκότητας, είναι ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος που ακούει μόνο τον εαυτό του. Οταν έρχεται από το Ισραήλ ο ανιψιός του, τα πράγματα θα αλλάξουν άρδην. Οι εσωτερικές τριβές στις αντιλήψεις διαφορετικών γενεών μεταναστών, οι μαύρες τρύπες της οικογένειας και η αναζήτηση της ταυτότητας κυριαρχούν.
Ποιο είναι το ζήτημα της δυτικής κουλτούρας που σας απασχολεί σήμερα;
Να σας πω την αλήθεια, σήμερα δεν μπορώ να ορίσω με ακρίβεια τι σημαίνει «δυτική κουλτούρα». Ηταν ένας συνεκτικός όρος που κυριολεκτικά μπορούσε να απαντηθεί μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αυτή την περίοδο είναι μια έννοια που περιέχει πάμπολλες ενδορρήξεις και θα πρέπει – αν χρειάζεται – να την ξαναπιάσουμε από την αρχή. Διότι για μένα οι δύο αυτές λέξεις ξεχωριστά («δυτική κουλτούρα») έχουν τα εξής προβλήματα: η Δύση διαχέεται στην Ανατολή και αντιστοίχως η Ανατολή στη Δύση. Τόσο σε γεωπολιτικό επίπεδο όσο και σε πολιτισμικό. Στο πουθενά και παντού ταυτόχρονα. Οσον αφορά δε την πολιτιστική διαμόρφωση, το αίτημα που προβάλλεται από πανεπιστημιακούς κύκλους των ΗΠΑ για αποκοπή της «κουλτούρας», όπως λέγεται, από την κατανάλωση, και παράλληλα από τον καπιταλισμό, είναι απλά ένα ευμέγεθες μύθευμα. Αν μπορώ να διατυπώσω τι είναι εκείνο που με ενδιαφέρει στενά αυτά τα χρόνια, είναι να ξαναβρεθεί η αντίληψη στο πώς διαβάζουμε, να αναπτύξουμε ικανότητες στην κατανόηση κειμένων και να δημιουργήσουμε ξανά δεσμούς με την κριτική σκέψη. Πράγματα που έχουν χαθεί σε ανησυχητικό βαθμό.
Πώς ορίζετε τη διαφορά μεταξύ «αντικοινωνικού» και «κοινωνικού» μυθιστορήματος;
Η λογοτεχνία σήμερα έχει πολιτικοποιηθεί, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από την πολιτική λογοτεχνία. Η τελευταία απορρέει κυρίως από μια στενά κομματική συνθήκη στην οποία οι προθέσεις του συγγραφέα λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ανεξαρτήτως περιεχομένου. Αυτή την εποχή λοιπόν έχουν πολιτικοποιηθεί τα πάντα: από το σεξ μέχρι το φαγητό και τη μορφή των ανθρώπινων σχέσεων. Οι αναγνώστες φέρνουν τις προτιμήσεις τους και τις εναποθέτουν στις σελίδες του λογοτεχνικού κειμένου. Προκαλούν τον συγγραφέα να είναι υπέρ ή κατά των προτιμήσεων αυτών. Ολοι κοιτούν τον αφηγητή ως το πρόσωπο που θα επιβεβαιώσει ή θα απογοητεύσει την ερμηνεία του αναγνώστη. Ενώ υποτίθεται πως βρισκόμαστε στην εποχή της αποδόμησης των αυθεντιών, ο συγγραφέας λαμβάνεται ως ο εκπρόσωπος μιας γενικόλογης αυθεντίας και φρουρός μιας γνησιότητας. Οι αντιφάσεις συνδέονται με τις ταυτίσεις, έτσι ώστε ο συγγραφέας να συμπίπτει απόλυτα με τις απόψεις των πρωταγωνιστών του. Αυτό θεωρείται κάτι το «αντικειμενικό». Παράλληλα παρατηρείται αύξηση έργων στα οποία ο αφηγητής-συγγραφέας αποδίδει εμμονικά εκφάνσεις του βίου του, σε πρώτο πρόσωπο. Αυτό για εμένα είναι το «αντικοινωνικό» μυθιστόρημα όπως λέτε, με την κυριολεκτική έννοια. Εδώ, ο συγγραφέας αναπαράγει τον συγκεντρωτισμό του. Από την άλλη μεριά, στο «κοινωνικό» μυθιστόρημα των π.χ. Τόμας Μαν και Ρόμπερτ Μούζιλ, η «άποψη» του συγγραφέα γίνεται άμεσα πληθυντική μέσω των αντίθετων χαρακτήρων, των συγκρούσεων, των δραματικών κλιμακώσεων κ.λπ.. Αυτό το δεύτερο μοιάζει να έχει υποχωρήσει. Ως υβριδικός άνθρωπος, παίρνω στοιχεία και από τις δυο κατηγορίες.
Ποιες ήταν οι αρχικές σας σκέψεις πίσω από το «Οι μεταφορές του Βασιλιά»;
Με παίδευε πολύ καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα πήγαινε ως εξής: πώς οι συγκρούσεις σε ένα εξωτερικό περιβάλλον (από μια εξωατομική συνθήκη έως άλλο τόπο) να αντανακλούν τις διαμάχες που συμβαίνουν στην ψυχή ενός χαρακτήρα. Για χρόνια με κρατούσε αιχμάλωτο αυτή η δυαδική σχέση, που περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος ίσως των αντιπαραθέσεων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά. Ηθελα να ανιχνεύσω το χνάρι του τραύματος. Το βιβλίο γράφτηκε στη σκιά του δευτέρου πολέμου στη Γάζα. Ηξερα ανθρώπους που εμπλέκονται και στις δύο πλευρές. Αισθανόμουν έντονα τότε τις δομικές συγγένειες, αλλά και τις διαφορές των δύο αντιμαχόμενων πληθυσμών που κινδυνεύουν να εξαθλιωθούν ή ακόμη και να μείνουν άστεγοι.
Είναι ένα μυθιστόρημα για τους δεσμούς που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια;
Τα περισσότερα μυθιστορήματά μου αφορούν την οικογένεια, η οποία παραμένει η θεμελιώδης μονάδα κοινωνικοποίησης και ισχύος. Η οικογένεια είναι η πρώτη μας εμπειρία. Ισως εκείνη που διαμορφώνει και το πολιτικό μας κριτήριο – ειδικά αυτό το τελευταίο δεν χρειάζεται να το εξηγήσω σε Ελληνα! Οι γονείς και οι κεφαλές του κράτους έχουν άμεση σύνδεση τόσο σε συμβολικό επίπεδο όσο και σε ουσιαστικό. Είναι εκείνοι που έχουν την ευθύνη να μας μεγαλώσουν και από εκείνους επίσης απορρέουν τα πρώτα μας δεινά. Μετά ερχόμαστε εμείς και το τερματίζουμε. Εν συνεχεία έχουμε τη σχέση των αδερφιών που είναι πολυποίκιλη και πολλές φορές αφόρητη, τις προκαταλήψεις του σογιού με τις απαραίτητες εσωτερικές μάχες – που θυμίζουν κατά πολύ τα κόμματα, παράξενα ξαδέρφια που μοιάζουν με τις περίεργες-οργουελικές γραφειοκρατίες. Αυτή η μορφολογία της συγγένειας με ερεθίζει μυθοπλαστικά από τα πρώτα μου βήματα.
Ο πρωταγωνιστής σας Ντέιβιντ Κινγκ, μεταφορέας στο επάγγελμα, είναι φανερό πως διαθέτει όψεις του βασιλιά Δαβίδ. Πώς τον διαλέξατε;
Είναι ένας μικρομέγαλος επιχειρηματίας που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ενας άνθρωπος που ζητά συνέχεια περισσότερα και θέλει να είναι κάτι παραπάνω από αυτό που πραγματικά είναι. Εκπροσωπεί για μένα ένα μεγάλο μέρος της διασποράς, και όχι μόνο της εβραϊκής. Εχει κάνει συγκεκριμένους συμβιβασμούς στη ζωή, με πρωταρχικό σκοπό την επιβίωση, ενώ θέλει να παράσχει αφειδώς στην οικογένειά του και να στερεώσει τη θέση του στο κοινωνικό σύνολο. O χαρακτήρας αποτελεί τη λογική έκβαση της μεταναστευτικής εμπειρίας στις ΗΠΑ και όχι μόνο. Ο Ντέιβιντ Κινγκ λατρεύει την απόκτηση. Γίνεται σκληρός σαν πέτρα, μεταδίδοντας αυτή την τραχύτητά του στους άλλους. Κάθε παλιός μετανάστης κλείνει τη πόρτα στον επόμενο και ο πρωταγωνιστής μου αποθηκεύει τη μνήμη τους. Επειτα τη συσσωρεύει στις αποθήκες του και καλεί τους απογόνους να νοικιάσουν το απόθεμα με τον μήνα.
Σε έναν κόσμο μετα-αλήθειας πολλοί νομίζουν ότι τα πάντα είναι μια εκτεταμένη μυθοπλασία. Πώς αφεθήκαμε έτσι;
Οπως διαμορφώνονται ήδη τα πράγματα, και για εμένα ο ορισμός της μυθοπλασίας αλλάζει από βιβλίο σε βιβλίο. Σκέφτομαι συχνά, τι χρειάζεται να κάνω αφήγημα και γιατί; Ή να το θέσω αλλιώς, πόση αλήθεια κουβαλώ μέσα μου ώστε να τη γράψω. Πού με αποτρέπω; Γιατί δίνω απόλυτη προτεραιότητα στη δική μου πτυχή της αλήθειας τελικά; Υπάρχει ένα σοβαρό ποσοστό παράνοιας στο να προτιμάται η αλήθεια του καθένα, και αυτό δεν πρέπει να το παίρνουμε ελαφριά. Μια κατάσταση που διογκώνεται τελευταία, παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις. Εχω την τάση να μονομαχώ με τα κίνητρά μου και στο πώς τα ενσωματώνω στη μυθοπλαστική μου διάσταση. Ο παράγοντας αλήθεια λοιπόν, οι συγκεχυμένες πηγές της, η αβεβαιότητά μου μπροστά στις αντιθετικές όψεις της αλήθειας, είναι ζωτικές για την πλοκή. Οι περισσότεροι ζουν μέσα σε αυτή την πλοκή, τη δημιουργούν για να υπάρξουν, είναι τελικά καθαρόαιμοι συγγραφείς. Ετσι κι ένα γεγονός μετατρέπεται σε μυθοπλαστική ύλη, ανάλογα με τις επιδιώξεις του αναμεταδότη.
Πώς αντιλαμβανόμαστε την πολιτική σήμερα; Ποια τα όρια μεταξύ συντηρητισμού και προοδευτισμού;
Από την πολιτική περιμένουμε τα πάντα, που γειτνιάζει με το τίποτα. Καθένας την αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο, ανάμεσά τους κι εγώ. Ο διαχωρισμός συντηρητισμού – προοδευτισμού μοιάζει με τον αντίστοιχο που είπαμε και πιο πριν, μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού. Ζούμε στη Λωρίδα της Γάζας ανάμεσα στα δύο. Πραγματοποιούμε επεμβάσεις πότε στα εδάφη του ενός και πότε στου άλλου. Ξετυλίγουμε μια άποψη που πολλές φορές περιέχει και τα δύο στοιχεία, σε μια πορεία που στόχος είναι ο εξαγνισμός της ύπαρξής μας. Ο όρος πολιτική είναι ένας τεχνικός, συκοφαντημένος όρος που προσπαθεί να διευθύνει τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα δύο ρεύματα που συζητάμε. Το τέλος των συστημάτων όπως αναπτύχθηκαν στον 20ό αιώνα φέρνει χτίσιμο πολλών νέων συνόρων και οι κυβερνήσεις θα είναι μεικτών κατευθύνσεων, ενώ θα καταρρέουν για να έρθουν άλλες. Καθώς βαδίζουμε στο τέλος της Ανθρωπόκαινου δεν αισθάνομαι τόσο άσχημα περιέργως, αλλά με λυπεί το εξής επακόλουθο: ο θάνατος της γλώσσας. Μπορείτε να με αποκαλέσετε ελεύθερα καταθλιπτικό Εβραίο, αλλά η κατάρρευση της γλώσσας είναι μια ρεαλιστική τραγωδία.
Μια και μιλάμε για τη γλώσσα, πώς ήταν ο Χάρολντ Μπλουμ; Ησασταν ένας από τους τελευταίους «μαθητές» του.
Ηταν ένας πολύτιμος, γενναιόδωρος και πανέξυπνος άνθρωπος, όχι μόνο για εμένα. Μπορούσε να ξετυλίξει, για παράδειγμα, μια προχωρημένη φροϋδική σκέψη πάνω στο ζήτημα της επιρροής, ενώ ψαχούλευε ένα γερό κομμάτι κέικ σοκολάτας. Με έμενα ίσως εκτίμησε το κοσμικό αστείο τού πώς ένα παιδί από το Μπρονξ μεγαλωμένο στη Γίντις παράδοση, πεινούσε για το πνεύμα του Σαίξπηρ.
«Οι ιστορίες φαντασμάτων με οδηγούν στον Κάφκα»
Οι νεαροί χαρακτήρες Γιόαβ και Ούρι έχουν μόλις τελειώσει τη θητεία τους σε ειδικές μονάδες του ισραηλινού στρατού. Στις ΗΠΑ προσπαθούν να χτίσουν μια νέα ζωή. Πιο κάτω συναντάμε τον Εϊβερι Λούτερ, έναν Αφροαμερικανό πρώην βετεράνο του Βιετνάμ, που του έχει γίνει έξωση. Τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν για εσάς τα πρόσωπα αυτά;
Ο Γιόαβ και ο Ούρι μαθαίνουν πως είναι Εβραίοι, όταν μεταναστεύουν. Για διαφορετικούς λόγους απ’ ό,τι οι προηγούμενες γενιές. Οταν φεύγουν από το Ισραήλ, κάτι μέσα τους ξυπνά. Συνειδητοποιούν από τι περίπου υλικά είναι φτιαγμένοι. Τι τους έχει αφήσει η εκπαίδευση και τι τους αποδιοργανώνει. Ο Γιόαβ λειτουργεί καλύτερα όταν έρχεται η κρίση. Δεν μπορώ να αναλύσω τη λέξη «αντιπροσωπεύει», αναγνωρίζω όμως ποιοι είναι: είναι κάτι σαν τα αδέλφια μου και ό,τι ζημιά ενδεχομένως κάνουν, είναι και δική μου. Τον Εϊβερ Λούτερ τον έχω «δει» λίγους δρόμους παρακάτω από το διαμέρισμά μου στην Νέα Υόρκη. Είναι μαύρος αντισημίτης μέλος του Εθνους του Ισλάμ, και έχει φάει έξωση. Ο Εϊβερ είναι μια σύνθεση πραγμάτων που θέλουν ανάλυση, αλλά δεν τον βλέπω σαν σύμβολο. Βρίσκομαι κοντά του, όπως και σε πολλά θύματα που αναζητούν να ρίξουν το ανάθεμα στον οποιονδήποτε. Και στο τέλος το κενό είναι τόσο μεγάλο, που οι ρίζες του προβλήματος χάνονται. Συχνά μας διαφεύγει το συγκεκριμένο και εκεί διαλυόμαστε.
Στην εβραϊκή παράδοση δεν υπάρχει τόσο ο πολιτικός διαχωρισμός Αριστερά – Δεξιά, όσο τι είναι φυσικό και τι υπερφυσικό. Πώς σας επηρεάζει αυτό;
Πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Το σύνορο μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού σύμπαντος, για μένα δεν υπήρξε ποτέ καθαρό. Το ένα συνεχώς διαχέεται μέσα στο άλλο. Για μένα η πράξη της γραφής είναι μια διχοτομική πράξη ανάμεσα στο να επαναπροσδιορίσω αυτόν τον διαχωρισμό σε κάθε σελίδα αν είναι δυνατόν, και παράλληλα να παραδοθώ σ’ αυτή την απιθανότητα, φλερτάροντας με τη γλωσσική μεταμόρφωση και την αμφιβολία. Εκεί μπορώ να συναντήσω την εβραϊκή παράδοση, που την οφείλω στην κληρονομιά της Γίντις κουλτούρας μου: στις ιστορίες φαντασμάτων που είναι ανθρώπινες τελικά και με έναν παράξενο τρόπο θα έλεγα, με οδήγησαν στους Κάφκα και Κανέτι.