Η νέα κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου, αυτή τη φορά με πολύ ισχυρή παρουσία της ακροδεξιάς που έχει αναλάβει και σημαντικά υπουργεία, ήδη φαίνεται ότι κάνει επιλογές που οδηγούν σε μία κλιμάκωση της βίας, ιδίως όταν βασική πλευρά της ιδεολογίας και πρακτικής της ακροδεξιάς είναι μια έντονη ρητορική μίσους κατά των αράβων.
Πολεμικό κλίμα και πάλι στο Ισραήλ
Η ίδια η κυβέρνηση του Ισραήλ, που υποδέχεται για συνομιλίες τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, δηλώνει ότι θα απαντήσει αποφασιστικά στο τελευταίο κύμα αιματηρών επιθέσεων στην Ιερουσαλήμ το περασμένο Σάββατο, όπου στην πρώτη ένας ένοπλος Παλαιστίνιος κάτοικος της Ανατολικής Ιερουσαλήμ σκότωσε επτά ανθρώπους κοντά σε μια συναγωγή, πριν σκοτωθεί στην προσπάθεια διαφυγής του, ενώ στη δεύτερη ένας 13χρονος Παλαιστίνιος τραυμάτισε δύο Ισραηλινούς. Μάλιστα, τμήμα των μέτρων που συζητιούνται είναι η διεύρυνση του δικαιώματος οπλοφορίας των πολιτών, η τιμωρία και των οικογενειών όσων κατηγορούνται για τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένων μέτρων όπως η κατεδάφιση των σπιτιών τους και η ανάκληση των δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης των συγγενών.
Κλιμάκωση των ισραηλινών επιθέσεων
Βεβαίως, των επιθέσεων είχε προηγηθεί μια κλιμάκωση των ισραηλινών επιθέσεων στην Κατεχόμενη Δυτική Όχθη, όπου την περασμένη Πέμπτη 9 Παλαιστίνιοι – ανάμεσά τους και μία 61χρονη γυναίκα – σκοτώθηκαν σε μια επιδρομή των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας στη Τζενίν στη Δυτική όχθη, την βιαιότερη τέτοια επιδρομή εδώ και αρκετό καιρό. Επιπλέον, αργότερα το Ισραήλ χτύπησε και στόχους στη Γάζα σε απάντηση σε ρίψεις ρουκετών.
Ούτως ή άλλως, όπως παρατήρησε και ο Γκίντεον Λέβι στην εφημερίδα Haaretz, θα ήταν πολύ δύσκολο να μην υπάρξει μια τέτοια κλιμάκωση της βίας. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά:
«Τι σκεφτόσασταν; Ότι η θανάτωση 146 Παλαιστινίων στην Δυτική Όχθη το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του B’Tselem [του Ισραηλινού Κέντρου για τα ανθρώπινα δικαιώματα στις κατεχόμενες περιοχές], οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήταν μαχητές, θα γινόταν παθητικά αποδεκτή; Ότι η θανάτωση περίπου 30 ανθρώπων τον τελευταίο μήνα θα πέρναγε ήσυχα;
Ότι οι κάτοικοι του προσφυγικού καταυλισμού Σοαφάτ, που υφίστανται κακομεταχείριση κάθε μέρα και κάθε νύχτα από την αστυνομία και τη Συνοριακή Αστυνομία, που εισβάλλουν στα σπίτια τους σε παράξενες επιχειρήσεις, από επιδρομές για φόρους μέχρι νυχτερινές συλλήψεις, καταστρέφοντας την ιδιοκτησία και την αξιοπρέπειά τους, θα έραιναν αυτούς που τους κακομεταχειρίζονται με ρύζι; Ότι κάποιος που ο παππούς του δολοφονήθηκε από ένα έποικο και που ο δεκαπτάχρονος φίλος του σκοτώθηκε την περασμένη εβδομάδα δεν ήταν κάποιος που μπορούσε να πραγματοποιήσει μια επίθεση;
Και τι σκέφτονταν οι διοικητές της παρανοϊκής επίθεσης την περασμένη Πέμπτη στο προσφυγικό στρατόπεδο της Τζενίν; Ποιος ήταν ο σκοπός της επίθεσης εκτός από την επίδειξη δύναμης; Να καταστείλει την τρομοκρατία; Απλώς έριξε λάδι στη φωτιά».
Η βία ως διαχείριση των εσωτερικών προβλημάτων του Νετανιάχου
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τον τρόπο που ο Νετανιάχου διαχειρίζεται τέτοια περιστατικά και για να απαντήσει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Καταρχάς έχει να αντιμετωπίσει τις μεγάλες διαμαρτυρίες ενάντια στη μεταρρύθμιση τυο δικαστικού συστήματος που είναι σε εξέλιξη. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, που για πολλούς αποτελούν την εκδίκηση του ίδιου του Νετανιάχου ενάντια σε όσους οργάνωσαν τη δική του ποινική δίωξη, κατά βάση περιλαμβάνουν τον περιορισμό της δυνατότητας του Ανώτατου Δικαστηρίου να ακυρώνει νόμους και κυβερνητικές αποφάσεις και τη δυνατότητα μιας απλής πλειοψηφίας της Κνεσέτ να επαναφέρει αυτούς τους νόμους. Περιλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη δυνατότητα της κυβέρνησης ως προς το διορισμό δικαστών και περιορισμένο της δυνατότητας των δικαστηρίων να κρίνουν κυβερνητικούς νόμους και αποφάσεις.
Τμήμα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων και η διαίρεση του αξιώματος του Γενικού Εισαγγελέα σε δύο, όπου το ένα θα αφορά την εισαγγελική λειτουργία και το άλλο τη νομική συμβουλή προς την κυβέρνησης. Το τελευταίο θα επέτρεπε στον Νετανιάχου να αντικαταστήσει τον σημερινό Γενικό Εισαγγελέα με κάποιο δικής του επιλογής που θα μπορούσε να αναθεωρήσει ή ακόμη και να αποσύρει τις διώξεις για διαφθορά σε βάρος του και έτσι να αποφύγει την καταδίκη του.
Όμως, όλα αυτά θεωρούνται ευθείες απειλές ενάντια στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αυτό φάνηκε και στον τρόπο που η Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου Εσθήρ Χαγιούτ δήλωσε ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα αποτελέσουν ένα θανάσιμο πλήγμα στην δημοκρατική ταυτότητα της χώρας. Ήδη οι διαδηλώσεις που έχουν διοργανωθεί ως διαμαρτυρία απέναντι στις μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα είναι ιδιαίτερα μαζικές με συμμετοχής πολλών χιλιάδων πολιτών.
Την ίδια στιγμή ο Νετανιάχου έχει να αντιμετωπίσει και εσωτερικές διαιρέσεις στον κυβερνητικό συνασπισμό. Χαρακτηριστική η αντιπαράθεση ανάμεσα στον προερχόμενο από το Λικούντ υπουργό Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ και τον υπουργό Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς. Ο Γκαλάντ έδωσε διαταγή να κατεδαφιστεί ένα παράνομο φυλάκιο εποίκων στη Δυτική Όχθη, την ώρα που ο Σμότριτς, που προέρχεται από το ακροδεξιό Θρησκευτικό Σιωνιστικό κόμμα, είχε ζητήσει από τις υπηρεσίες του να εξετάσουν την υπόθεση, χωρίς άμεση κατεδάφιση. Την ίδια ώρα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακροδεξιός Μπεν Γκβιρ έχει υπό την ευθύνη του άλλα σημαντικά τμήματα των υπηρεσιών ασφαλείας, όπως τη Συνοριακή Αστυνομία.
Το αδιέξοδο συνεχίζεται
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει εκφράσει επιφυλάξεις ως προς την κλιμάκωση της βίας από την ισραηλινή πλευρά και η Ουάσιγκτον δεν θα ήθελε να δει σε αυτή τη φάση να αναζωπυρώνεται ένα θέμα που μπορεί να ακυρώσει διάφορες διεργασίες συνεννόησης για τη διαμόρφωση ενός «αντι-ιρανικού» άξονα, καθώς αποδεικνύεται ότι το Παλαιστινιακό είναι ένα ζήτημα που ακόμη έχει μεγάλη φόρτιση στην ευρύτερη μεσανατολική κοινή γνώμη. Γι’ αυτό και ο Άντονι Μπλίνκεν, που κάνει περιοδεία στην περιοχή, ξεκινώντας στις 30 Ιανουαρίου από την Αίγυπτο, και θα επισκεφθεί και το Ισραήλ και τις περιοχές υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, ζήτησε «ηρεμία» και «αποκλιμάκωση».
Βεβαίως ο Νετανιάχου ενόψει και της επίσκεψης Μπλίνκεν είχε σπεύσει στις 24 Ιανουαρίου να επισκεφθεί την Ιορδανία και να συναντηθεί με το Βασιλιά Αμπντουλάχ ΙΙ στο Αμμάν, δηλώνοντας ότι το Ισραήλ θα σεβαστεί το ισχύων καθεστώς ως προς το Τέμενος Αλ Ακσά στην Κωνσταντινούπολη και θα ήθελε την επανεκκίνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Παλαιστινίους. Ωστόσο, ήταν ο ακροδεξιός Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, βασικός κυβερνητικός εταίρος του Νετανιάχου και υπουργός Εθνικής Ασφάλειας που προκάλεσε ένταση πριν από λίγο καιρό με την προκλητική επίσκεψή του στο Τέμενος Αλ Ακσά.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι την ίδια στιγμή υπό την πίεση και των ακροδεξιών κυβερνητικών συμμάχων του ο Νετανιάχου έχει συναινέσει σε μια σκληρή γραμμή έναντι στους Παλαιστινίους στην Κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Οι προτάσεις για βαριές επιπτώσεις στους συγγενείς, οι κατεδαφίσεις σπιτιών, οι βίαιες επιδρομές ισραηλινών δυνάμεων, η ανοχή στον εποικισμό, αλλά και στη ρητορική μίσους της ακροδεξιάς, όλα αυτά παραπέμπουν σε απροθυμία για οποιοδήποτε βήμα πραγματικού διαλόγου. Με αποτέλεσμα να συντηρείται ο κύκλος της βίας.
Από τη μεριά τους οι Αμερικανοί δεν φαίνονται διατεθειμένοι σε αυτή τη φάση να πιέσουν τον Νετανιάχου για αλλαγή πολιτικής. Ο Μπλίνκεν στην επίσκεψή του μπορεί να διατύπωσε μια «ρητορική» υποστήριξη για τη «λύση δύο κρατών», ή να άσκησε έμμεση κριτική στις μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα, ωστόσο ταυτόχρονα επανέλαβε την πάγια και στιβαρή υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ και κυρίως καταδίκασε την επίθεση κοντά στη συναγωγή, όχι όμως και την επίδρομή στη Τζενίν, ενώ απέφυγε να ασκήσει κριτική στην πολιτική των συνεχιζόμενων παράνομων εποικισμών. Σε σχέση με τον Τέμενος Αλ Ακσά επανέλαβε την πάγια θέση για διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος, χωρίς όμως ιδιαίτερη καταδίκη των ισραηλινών πρακτικών που ισοδυναμούν με παραβίαση αυτού του καθεστώτος. Από τη μεριά του Νετανιάχου δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο Ιράν, άλλωστε είναι γνωστή η αντίθεσή του στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ επανελαβε την πάγια ισραηλινή θέση ότι θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να μην αποκτήσει το Ιράν πυρηνικό όπλο.
Πάντως, όλα αυτά παραπέμπουν στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται σε αυτή τη φάση να ασκήσουν ιδιαίτερη πίεση στο Ισραήλ να αλλάξει πολιτική σε σχέση με το Παλαιστινιακό.