Πριν η ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι κερδίσει την εξουσία τον Σεπτέμβριο, το γερμανικό περιοδικό «Stern» την έβαλε στο εξώφυλλό του με τον τίτλο: «Η πιο επικίνδυνη γυναίκα στην Ευρώπη». Η ανησυχία ήταν τέτοια που η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απηύθυνε μια ελάχιστα συγκαλυμμένη απειλή ότι διαθέτει «τα εργαλεία» για να αντιμετωπίσει την Ιταλία σε περίπτωση που αυτή παρεκκλίνει από τη δημοκρατική πορεία.
Ομως, καθώς συμπληρώνονται 100 ημέρες αφότου η Μελόνι ανέλαβε καθήκοντα ως επικεφαλής της πιο δεξιάς κυβέρνησης που έχει δει η Ιταλία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ανησυχίες αυτές έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει.
Λίγο πριν από το ορόσημο, η Μελόνι είχε θερμές συναντήσεις τόσο με τη Φον ντερ Λάιεν όσο και με τον Πάπα Φραγκίσκο, ενώ στις 16 Ιανουαρίου ήρθε ένα διαφορετικό δώρο για μια κυβέρνηση που επαίρεται για τη σκληρή γραμμή της στο θέμα του νόμου και της τάξης: η αστυνομία στη Σικελία συνέλαβε τον πλέον καταζητούμενο φυγάδα της χώρας, τον Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, έναν «νονό» της Μαφίας που διέφευγε τη σύλληψη επί 30 χρόνια.
Παρ΄ όλα αυτά, όμως, οι αναλυτές θεωρούν πως η Μελόνι φροντίζει να συμμορφώνεται με τους εταίρους στην οικονομική ατζέντα, όσον αφορά όμως κοινωνικά και άλλα θέματα ακολουθεί τον δικό της ακραία συντηρητικό δρόμο.
Οι επιτυχίες
Παρά το γεγονός ότι υπάρχει εδώ και μόνο δέκα εβδομάδες, θεωρείται σε γενικές γραμμές ότι η κυβέρνηση Μελόνι διαμόρφωσε με επιτυχία και πέρασε από το κοινοβούλιο τον προϋπολογισμό του 2023. Το οικονομικό επιτελείο ισχυρίζεται ότι έχει εκπληρώσει τους όρους για την πληρωμή τις επόμενες εβδομάδες μιας τρίτης δόσης επιχορηγήσεων και ευνοϊκών δανείων, ύψους 19 δισ. ευρώ, από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ μετά την πανδημία. Μία ακόμα επιτυχία ήταν η επίσκεψη το Σάββατο της ιταλίδας πρωθυπουργού στη Λιβύη, στη διάρκεια της οποίας οι πετρελαϊκές εταιρείες των δύο χωρών υπέγραψαν συμφωνία για το φυσικό αέριο, ύψους 8 δισ. δολαρίων – τη μεγαλύτερη μεμονωμένη επένδυση στον ενεργειακό τομέα της Λιβύης εδώ και δύο δεκαετίες. Επίσης υπογράφηκε και συμφωνία για το Μεταναστευτικό. Με όλα αυτά, το κόμμα της Μελόνι, οι ακροδεξιοί Αδελφοί της Ιταλίας, έχει αναπάντεχα κερδίσει σε δημοτικότητα – από 26% στις γενικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, σχεδόν 30% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η υποστήριξη για το κύριο αντιπολιτευόμενο Δημοκρατικό Κόμμα έχει μειωθεί την ίδια περίοδο από 19% σε 16%.
Πώς αντέδρασαν οι αγορές
Οπως παρατηρεί το «Economist», παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, οι αγορές ελάχιστα τρόμαξαν μπροστά στην έλευση μιας κυβέρνησης με επικεφαλής ένα κόμμα που έλκει την καταγωγή του από τον νεοφασισμό και κάποτε ήταν απροκάλυπτα ευρωσκεπτικιστικό. Η διαφορά μεταξύ ιταλικών και γερμανικών δεκαετών κρατικών ομολόγων, βασικός δείκτης της ανησυχίας για την ικανότητα της Ιταλίας να εξυπηρετεί τα χρέη της, έχει μειωθεί. Από την ορκωμοσία του νέου υπουργικού συμβουλίου, έχει συρρικνωθεί από 2,33 ποσοστιαίες μονάδες σε περίπου 1,8 μονάδες.
Η μεταβολή αντανακλά την αντίληψη ότι η ιταλική κυβέρνηση έχει δύο ισχυρούς λόγους για να επιμείνει στον δρόμο της σύνεσης. Ο πρώτος είναι το γιγαντιαίο δημόσιο χρέος της Ιταλίας. Στο τέλος του περασμένου έτους, το ακαθάριστο χρέος ανερχόταν περίπου στο 145% του ΑΕΠ. Ενας δεύτερος λόγος πηγάζει από το Ταμείο Ανάκαμψης μετά την πανδημία καθώς η Ιταλία πρόκειται να λάβει το μεγαλύτερο μερίδιο, σχεδόν 200 δισ. ευρώ. Είναι λοιπόν προς το συμφέρον της κυβέρνησης να αποφύγει τις διαμάχες με τις Βρυξέλλες ή τους εταίρους της στην ΕΕ.
Η Μελόνι προσπάθησε αρχικά να εμποδίσει τα πλοία που έφερναν διασωθέντες μετανάστες στα ιταλικά λιμάνια. Αλλά όταν η Γαλλία επεσήμανε ότι η κίνηση αυτή αντιβαίνει στις συμβατικές δεσμεύσεις της Ιταλίας, υποχώρησε.