Πεύκα που απλώνουν ρίζες γύρω από στοές ξεχασμένων ορυχείων, βελανιδιές πάνω σε μισοθαμμένα αρχαία εργαστήρια και τάφους.

Ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου, μια περιοχή σημαντική όχι μόνο για τη βιοποικιλότητα αλλά και για την γεωλογική και πολιτιστική αξία της, επιλέχθηκε για μια επιχείρηση πρότυπης αναδάσωσης του WWF, μια επιχείρηση που προσπαθεί να αποφύγει τα λάθη προηγούμενων αναδασώσεων.

Στην πρώτη φάση της αποκατάστασης, η οποία ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες, περίπου 15.000 δέντρα και θάμνοι φυτεύτηκαν σε έκταση 200 στρεμμάτων κοντά στο χωριό του Αγίου Κωνσταντίνου, μια περιοχή που κάηκε δύο φορές σε δέκα χρόνια (2012 και 2021).

H φυσική αναγέννηση θα ήταν αδύνατη μετά το διπλό χτύπημα, καθώς τα δέντρα που πρόλαβαν να φυτρώσουν μετά την πρώτη πυρκαγιά δεν είχαν ακόμα παραγάγει σπόρους.

Σήμερα μοιάζει κρανίου τόπος, αύριο θα ξαναγίνει δάσος. Η πρώτη φάση της αναδάσωσης κάλυψε 200 στρέμματα (Χρήστος Γιαννακόπουλος/ WWF Ελλάς)

Βιοποικιλότητα

Σε αντίθεση με προηγούμενα προγράμματα αποκατάστασης δασών, τα οποία βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στα πεύκα, το πρόγραμμα της WWF χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό 14 πλατύφυλλων δέντρων, κωνοφόρων και θάμνων.

Είδη που επιλέχθηκαν όχι μόνο για να μεγιστοποιήσουν τη βιοποικιλότητα της περιοχής σε ζώα και φυτά αλλά και για να προσφέρουν υψηλότερη αντοχή στις πυρκαγιές.

H κουτσουπιά (Cercis siliquastrum) είναι από τα ωραιότερα μεσογειακά δέντρα. Τα άνθη εμφανίζονται στα τέλη του χειμώνα πριν από τα φύλλα (Zeynel Cebeci / CC BY-SA 4.0)

«Σήμερα, που η κλιματική κρίση οδηγεί σε συχνότερες και μεγαλύτερης έντασης πυρκαγιές, η προσέγγιση για την αποκατάσταση δασικών οικοσυστημάτων, όταν αυτή κρίνεται απαραίτητη, θα πρέπει να ακολουθεί ένα σχέδιο φυτεύσεων με δραστική μίξη ειδών» δήλωσε ο Νίκος Γεωργιάδης, υπεύθυνος δράσεων δασικής διαχείρισης στο WWF Ελλάς.

Ο κ. Γεωργιάδης ανέλαβε το δύσκολο έργο της συνεννόησης με τους αρμόδιους φορείς, το Δασαρχείο Λαυρίου, τη Διεύθυνση Δασικών Έργων του ΥΠΕΝ και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.

Εξασφάλισε επίσης τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής ώστε να προστατευτούν τα αρχαία ευρήματα, ορισμένα από τις οποία ήρθαν στο φως μόνο μετά την τελευταία πυρκαγιά.

«Σημασία έχει να υπάρχει διάθεση για συνεργασία» λέει χωρίς πικρία ο κ. Γεωργιάδης.

Η εξέλιξη ενός δάσους

Τα πευκοδάση αναγεννώνται σχετικά γρήγορα έπειτα από πυρκαγιές, αναφέρει ο Γιώργος Καρέτσος του το Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.

Αν όμως το πευκοδάσος δεν καεί, ο χαρακτήρας του δάσους σταδιακά αλλάζει: τα πεύκα πεθαίνουν έπειτα από μερικές δεκαετίες και δίνουν τη θέση τους σε είδη που περίμεναν υπομονετικά στη σκιά μέχρι να βρουν μια θέση στον ήλιο.

Τα διάφορα είδη βελανιδιάς, κάποτε διαδεδομένα στην Αττική, είναι συχνά τα δέντρα που τελικά επικρατούν.

Η ήμερη βελανιδιά ζει περισσότερο από τα πεύκα και μπορεί να αποκτήσει μεγάλο ύψος (Wikimedia Commons / CC BY-SA 3.0)

Για την περίπτωση του Σουνίου, τα κατάλληλα είδη φυτών επιλέχθηκαν με μελέτη που εκπόνησε το WWF σε συνεργασία με το Δασαρχείο και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.

Μόνο το 30% των δενδρυλλίων ήταν πεύκα και κυπαρίσσια, ενώ το 70% αντιστοιχεί σε ντόπια πλατύφυλλα δέντρα και θάμνους όπως η ήμερη βελανιδιά (Quercus macrolepis), η χνοώδης βελανιδιά (Quercus pubescens), το πουρνάρι (Quercus coccifera) η χαρουπιά (Ceratonia siliqua), η κουτσουπιά (Cercis siliquastrum), η δάφνη (laurus nobilis), o σχίνος (Pistacia lentiscus), το σπάρτο (Spartium junceum) και η λιγότερο γνωστή μελικουκιά (Celtis australis).

Τα λάθη στις αναδασώσεις

Εκατοντάδες εθελοντές του WWF συμμετείχαν στην προσπάθεια και φύτεψαν περίπου το ένα δέκατο των δενδρυλλίων της πρώτης φάσης της αναδάσωσης.

Το σημαντικό είναι ότι εκπαιδεύτηκαν πριν πιάσουν την τσάπα, τονίζει ο κ. Γεωργιάδης.

Σε προηγούμενες αναδασώσεις, εξηγεί, εθελοντές που δεν είχαν λάβει καμία ενημέρωση για τις ορθές πρακτικές έμπαιναν στις καμένες και πατούσαν τα φυτά που μόλις είχαν φυτρώσει. Με άλλα λόγια, για κάθε δέντρο που φύτευαν κατέστρεφαν πολύ περισσότερα.

Ένα άλλο πάγιο πρόβλημα είναι ότι τα κονδύλια για αναδασώσεις εγκρίνονται με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα η φύτευση να γίνεται την άνοιξη.

Οι εθελοντές της WWF εκπαιδεύτηκαν στο πώς πρέπει να γίνεται η φύτευση (Χρήστος Γιαννακόπουλος/ WWF Ελλάς))

Τα φρεσκοφυτεμένα δέντρα χρειάζονται τις χειμερινές βροχές για να αναπτύξουν τις ρίζες τους πριν έρθει το ζεστό καλοκαίρι, εξηγεί ο κ. Καρέτσος.

Επισημαίνει επίσης ότι τα δενδρύλλια πρέπει να φυτευτούν εγκαίρως, σε ένα με δύο χρόνια μετά τη σπορά, καθώς με τον καιρό χάνουν την ικανότητα να ξεπερνούν το σοκ της μεταφύτευσης και να προσαρμόζονται στις συνθήκες του ανοιχτού πεδίου.

Στην περίπτωση του Σουνίου, ο σχεδιασμός ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες και η αναδάσωση πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο.

Οι χειμερινές βροχές, όμως, δεν είναι αρκετές.

Για την άνοιξη το WWF προγραμματίζει νέες εξορμήσεις για ξεχορτάριασμα και πότισμα από υδροφόρες.

Στο μεταξύ, οι ερευνητές της οργάνωσης και των συνεργαζόμενων φορέων θα συνεχίσουν τις μετρήσεις σε μικρές εκτάσεις όπου δοκιμάστηκαν πειραματικά διάφορες προσεγγίσεις φύτευσης αλλά και απευθείας σποράς.