Μιλάμε στα μωρά μας «μπεμπεκίστικα», για να τους δείξουμε την αγάπη μας, αλλά και για να τα μάθουμε τη γλώσσα, ώστε με το πέρασμα του χρόνου να μπορούμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας. Η «μωρουδιακή» … διάλεκτος συναντάται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και τα μωρά την προτιμούν από οποιονδήποτε άλλο ήχο, καθώς διεγείρει την προσοχή τους, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τη συναισθηματική δέσμευση και αλληλεπίδραση και βοηθά στην εκμάθηση της γλώσσας.
Τώρα οι ερευνητές διαπιστώνουν άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτής της τρυφερής γλώσσας επικοινωνίας με τα μωρά: Τα «μπεμπεκίστικα» είναι ασφαλής δείκτης για τη διάγνωση διαταραχών του αυτιστικού φάσματος.
Τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα στο μικροσκόπιο
Από καιρό γνωρίζουμε ότι τα παιδιά με διαταραχές του αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ) εμφανίζουν ασυνήθιστες αντιδράσεις, ενώ μερικές φορές δεν αντιδρούν καν σε ήχους στο περιβάλλον τους. Για παράδειγμα, δεν αντιδρούν στο κάλεσμα με το όνομά τους ή δεν καταλαβαίνουν την έννοια των λέξεων. Σε νευρολογικό επίπεδο, οι μελέτες συνήθως αναφέρουν σημαντικά μειωμένη λειτουργική εγκεφαλική δραστηριότητα ή καθυστερημένη αντίδραση σε ήχους ομιλίας. Χρησιμοποιώντας τεχνικές συμπεριφοράς όπως η στροφή του κεφαλιού προς τους ήχους που βγαίνουν από ένα μαγνητόφωνο, ο Kuhl και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι το 70% των νεογνών με ΔΑΦ προτιμούσε να ακούει ήχους από υπολογιστή, αντί των «μπεμπεκίστικων». Μάλιστα, το ίδιο εύρημα έχει καταγραφεί και από άλλες μελέτες. Ωστόσο, η μειωμένη ανταπόκριση στα «μπεμπεκίστικα» δεν αναφέρεται συχνά σε παιδιά με άλλες καθυστερήσεις που δεν σχετίζονται με αυτισμό, μετατρέποντας αυτή την τρυφερή ομιλία προς το μωρό, ως πιθανό εξειδικευμένο διαγνωστικό δείκτη για ΔΑΦ.
Για την ακρίβεια, σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε το JAMA, από ερευνητές του Κέντρου Αυτισμού του Πανεπιστήμιου της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο με 653 νήπια ηλικίας 12 έως 48 μηνών, διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα προσήλωσης στα «μπεμπεκίστικα» ήταν υψηλά σε νήπια χωρίς αυτισμό, ενώ ήταν μειωμένα σε νήπια με αυτισμό. Εάν ένα νήπιο προσηλωνόταν στη μητρική ομιλία σε ποσοστό 30% ή λιγότερο, η πιθανότητα το νήπιο να διαγνωστεί με διαταραχή του αυτιστικού φάσματος ήταν 94% και επίσης σήμαινε συσχέτιση με μειωμένες κοινωνικές και γλωσσικές ικανότητες.
Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2018 έως τον Απρίλιο του 2021 και αναλύθηκαν από τον Απρίλιο του 2021 έως τον Μάρτιο του 2022.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν την κινητικότητα των ματιών των μωρών, στη διάρκεια προβολής διαφόρων βίντεο ενός λεπτού με στόχο να διαπιστώσουν πού εστιάζουν τα νήπια και για πόσο χρόνο.
Τα βίντεο είχαν ήχους που προκαλούσαν σύγκριση της μητρικής ομιλίας με τους ήχους της κίνησης στο δρόμο ή με μουσική techno. Τα νήπια αξιολογήθηκαν επίσης διαγνωστικά και ψυχομετρικά από ψυχολόγους. Υπολογίστηκαν τα επίπεδα προσήλωσης σε βίντεο με ή χωρίς μητρική ομιλία, καθώς και ο μέσος αριθμός σακκαδικών κινήσεων των ματιών ανά δευτερόλεπτο (είναι οι γρήγορες κινήσεις των ματιών για την εστίαση στο επόμενο σημείο ενδιαφέροντος).
Τα νήπια αξιολογήθηκαν επίσης για το χρόνο προσήλωσής τους σε κάθε ερέθισμα, αλλά και για τις κοινωνικές ικανότητες και τις γνώσεις της γλώσσας. Το ενδιαφέρον τους στρωματοποιήθηκε σε χαμηλά, μεσαία και υψηλά επίπεδα.
Από τα 653 νήπια μέσης ηλικίας 26,45 μηνών, τα 480 ή το 73,51% ήταν αγόρια.
Τα νήπια χωρίς διαταραχή αυτισμού παρακολουθούσαν σχεδόν ομοιόμορφα τη μητρική ομιλία με μέσο επίπεδο 82,25% και 80,75% στις 2 δοκιμές, ενώ στα νήπια με διαταραχή αυτισμού υπήρχε ένα ευρύ φάσμα, από 0% έως 100%.
Η διάγνωση από τα βίντεο της κυκλοφοριακής κίνησης και της techno μουσικής προκάλεσαν ασφαλή ταξινόμηση.
Τα νήπια με διαταραχή αυτισμού που έδειξαν τα χαμηλότερα επίπεδα προσοχής στη μητρική ομιλία είχαν ασθενέστερες κοινωνικές και γλωσσικές ικανότητες.