Ο Γεράσιμος Γεωργάτος, πρώην στέλεχος της ΔΗΜΑΡ και του Ποταμιού, μας αφηγείται πώς είναι να μεγαλώνει ένα παιδί με μια μητέρα ψυχικά ασθενή και συγκλονίζει με την οικογενειακή του τραγωδία.
Σε ποια περιοχή μεγάλωσες;
Μεγάλωσα στην πολύβουη και πολύχρωμη Κυψέλη. Μια κατεξοχήν αστική συνοικία, με πάρα πολλές διασημότητες, πολλά στέκια, ζωντανή συνοικία. Πέρασα ευχάριστη και ενδιαφέρουσα εφηβεία που αντιστάθμιζε κάπως τα οικογενειακά προβλήματα. Το εξωτερικό περιβάλλον ήταν πάρα πολύ καλό σε αντίθεση με το εσωτερικό.
Από ποια μέλη αποτελούνταν η οικογένειά σου;
Στο ίδιο σπίτι ζούσαμε ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδελφός μου κι εγώ. Εγώ ήμουν ο μικρότερος, ο αδελφός μου είναι μεγαλύτερος κατά 5 χρόνια. Οι γονείς μου με έκαναν σε μεγάλη ηλικία. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε στα 48 του, με τη μητέρα μου είχαν 18 χρόνια διαφορά.
Θα έλεγες ότι ήσασταν μια συνηθισμένη οικογένεια;
Τον τόνο τον έδινε κυρίως η μητέρα μου, αυτή ήταν ο χαρακτήρας που κυριαρχούσε στο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν η ήρεμη δύναμη, αλλά όταν είσαι μικρός σε εντυπωσιάζει περισσότερο αυτό που φαίνεται παρά αυτό που είναι επί της ουσίας.
Η ασθένεια της μητέρας σου ήταν διαγνωσμένη;
Οι συγγενείς ήξεραν ότι από μικρή είχε κάποια ζητήματα, αλλά μετά τον γάμο της με τον πατέρα μου διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια. Κάποια στιγμή είδα το βιβλιάριο υγείας της, αφότου πια είχε πεθάνει, και, πράγματι, ένας ψυχίατρος της έγραφε φάρμακα ήδη από το 1960, στα 33 της.
Ήσουν ενημερωμένος ως παιδί για την κατάσταση;
Όχι. Ο πατέρας μου το μόνο που έλεγε ήταν «ό,τι και να κάνει η μάνα σας να την αγαπάτε, γιατί είναι μητέρα σας». Οι συγγενείς κρατούσαν διακριτική στάση, δεν έλεγαν πολλά.
Πόσο συχνά πάθαινε κρίσεις;
Δύο – τρείς φορές την εβδομάδα σίγουρα. Κάποιες φορές ήταν μόνη, όταν εμείς ήμασταν στο σχολείο και ο πατέρας στη δουλειά. Έβγαινε πανικόβλητη στη γειτονιά και φώναζε. Γυρνούσα από το σχολείο, την έβρισκα έξω να φωνάζει και τη μάζευα. Τεράστια ντροπή.
Πώς ήταν η καθημερινότητα με μια μητέρα σχιζοφρενή;
Όταν ήμουν μικρός καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά με τη μητέρα μου. Ήταν μια μόνιμη πηγή ταραχής μέσα στο σπίτι. Όσο ήμουν στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο μου προκαλούσε μεγάλο άγχος, δεν ήξερα ποτέ τί με περιμένει στο σπίτι. Αυτή ήταν μια διαρκής αγωνία. Ήμουν πάντα σε ένταση. Δεν ήξερα πώς θα τη βρω, σε τί κατάσταση θα είναι. Αυτό που μου έχει μείνει από τότε είναι το εξής: έλεγε, για παράδειγμα, πάνω στην κρίση της ότι ο φούρναρης μιλάει άσχημα για εκείνη. «Δεν τον ακούς;», μου έλεγε. Ο φούρνος εν τω μεταξύ ήταν 3 χιλιόμετρα μακριά, δεν υπήρχε περίπτωση να συνέβαινε πραγματικά αυτό. Αλλά σε εκείνη τη μικρή ηλικία, όταν είσαι παιδί και η μάνα σου λέει κάτι τέτοιο σου μένει μια αμφιβολία, γιατί μάνα σου είναι. Λες, μήπως πράγματι τα λέει ο φούρναρης και δεν τα ακούω εγώ; Έκτοτε μου έχει μείνει μια αμφιβολία για τα πάντα.
Φοβόσουν για τη σωματική ακεραιότητα τη δική σου ή του αδελφού σου;
Περιέργως δε φοβόμουν για κανέναν της οικογένειας, παρά μόνο για εκείνη. Αν θα είναι καλά, αν θα έχει τα νεύρα της, αν θα είναι ήρεμη, αν θα φωνάζει, αν θα έχει τσακωθεί με τους γείτονες. Δεν είχα συναισθήματα φόβου, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν το άγχος. Παρόλα αυτά, αυτό δε με έκανε να μη θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Ήθελα να γυρίσω κυρίως γιατί την είχα έγνοια, για να δω την κατάσταση. Από την άλλη δεν μας έλειψε ποτέ τίποτε. Ήταν φοβερά φροντιστική. Μπορούσες να βασιστείς πάνω της. Παρόλα αυτά, μια φορά πάνω σε κρίση μου πέταξε μια κατσαρόλα, αλλά ευτυχώς αντέδρασα αμέσως και δεν με πέτυχε. Αλλά μόνο μια φορά.
Τί επίπτωση είχε αυτή η κατάσταση σε σένα, ως παιδί;
Ντρεπόμουν. Ως παιδί ντρεπόμουν επειδή τσακωνόταν με τη γειτονιά. Δεν ήθελα να την βρίζουν, να την κουτσομπολεύουν. Σε εκείνη την ηλικία δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο σχιζοφρενής βλέπει μορφές και ακούει φωνές που τις θεωρεί πραγματικότητα. Το δικό μου καταφύγιο ήταν το διάβασμα. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ακόμα και στα μεγάλα νεύρα και στις κρίσεις της δεν θα με διέκοπτε αν διάβαζα. Το σεβόταν. Μπορούσα να κάθομαι στο δωμάτιό μου και να διαβάζω ώρες για να γλυτώσω από εκείνη την κατάσταση. Βγήκε και κάτι θετικό από όλο αυτό.
Κλήθηκες να αναλάβεις ρόλους που δεν θα αναλογούσαν σε ένα παιδί;
Ναι, μόνος μου έπαιρνα την πρωτοβουλία να την ηρεμώ. Όταν ήμασταν στο σπίτι προσπαθούσα πάντα να πιάνω μαζί της κουβέντες που θα την καθησύχαζαν. Ή που θα την ενδιέφεραν. Η μητέρα μου, όπως και ο πατέρας μου, έμαθε να διαβάζει και να γράφει μόνη της. Την ενδιέφερε πολύ η εξέλιξη του σύμπαντος, πόσα χρόνια θα ζήσει ο ήλιος, τί θα γίνει αν εκραγεί, τα θέματα της φύσης. Αναρωτιόταν για την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους. Είχε φιλοσοφικές ανησυχίες και συζητούσαμε για όλα αυτά. Με το παιδικό μου μυαλό σκεφτόμουν ότι αν της πιάνω κουβέντα δε θα ακούει τις άλλες φωνές και δε θα βλέπει περίεργα πλάσματα. Νόμιζα ότι έτσι θα της απασχολώ το μυαλό. Κάποιες φορές είχε αποτέλεσμα, αλλά όχι πάντα. Αν δεν είχε πάρει τα χάπια της όλα αυτά μπορεί να γίνονταν εμμονή. Να έχει, για παράδειγμα, φοβερό άγχος επειδή μετά από κάποια δισεκατομμύρια χρόνια ο ήλιος δε θα υπήρχε.
Τί συνέβη το 2006;
Το 2006 με πήρε τηλέφωνο ο αδελφός μου και μου είπε να ανέβω στο πατρικό γιατί μάλλον η μάνα μας σκότωσε τον πατέρα. Δεν το πολυπίστεψα. Ήταν 4 το πρωί και πράγματι πήγα, η μητέρα μου ήταν αναστατωμένη, ο αδελφός μου και η αστυνομία εκεί και ο πατέρας μου καθισμένος σε μια καρέκλα, πνιγμένος.
Πώς ακριβώς έγινε το έγκλημα;
Απ’ ότι κατάλαβα ο πατέρας μου είχε αϋπνίες, σηκώθηκε, κάθισε σε μια καρέκλα και τότε η μητέρα μου πλησίασε και τον έπνιξε με μια γραβάτα. Έπειτα πήγε μόνη της στον οικογενειακό γιατρό μας και του ζήτησε να πάει στο σπίτι να βεβαιώσει τον θάνατο του άντρα της. Ο γιατρός προφανώς κατάλαβε και κάλεσε την αστυνομία. Εκ τω υστέρων μάθαμε ότι η μητέρα μου τεχνηέντως, παρά την παρουσία της αστυνομίας και των γιατρών, κατάφερε να πετάξει τα πειστήρια του εγκλήματος, τη γραβάτα δηλαδή.
Σου μίλησε μετά; Σου εξήγησε;
Αυτό που μου έλεγε ήταν «κοίτα τί μου έκανε». Σαν να την ανάγκασε να το κάνει, ότι εκείνος το προκάλεσε, επειδή μεγάλωνε και δε θα μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί λόγω της ηλικίας του. Εγώ νομίζω ότι ήταν και κάτι άλλο. Πίστευε ότι ο πατέρας μου φλερτάρει με κάποιες κυρίες, εξίσου μεγάλης ηλικίας, και φοβόταν ότι θα τις παντρευτεί και θα του πάρουν τη σύνταξη. Ο πατέρας μου, εν τω μεταξύ, ήταν 96 χρονών. Δεν ξέρω αν μέσα στην κρίση της τον είδε εκείνη τη στιγμή ως κάποιο κίνδυνο. Το βέβαιο είναι ότι γενικά διέκοπτε τα χάπια της και δεν υπήρχε κάποιος να την παρακολουθεί.
Τί έγινε μετά;
Συνελήφθη με την κατηγορία της δολοφονίας. Μέχρι να γίνει η δίκη την συνόδευα κάθε 2 μήνες στο αστυνομικό τμήμα για να παρουσιάζεται -λες και θα μπορούσε να φύγει στο εξωτερικό. Έμενε μόνη της. Ο εισαγγελέας τελικά έδωσε εντολή να κλειστεί στο Δρομοκαΐτειο για κάποιους μήνες και έπειτα την βάλαμε σε ένα καλό γηροκομείο, όπου κατέληξε μετά από ένα χρόνο. Δεν σχολίασε ποτέ το περιστατικό.
Πώς σας επηρέασε όλο αυτό;
Εγώ τη μητέρα μου συνεχίζω να τη θαυμάζω, ο αδερφός μου τη μισεί.
Ποια ήταν η αντιμετώπιση των συγγενών, του κοινωνικού περίγυρου;
Δεν αντιμετωπίστηκε αρνητικά από κανέναν. Όλοι καταλάβαιναν πως ό,τι έγινε ήταν παρά τη θέλησή της. Πιστεύω πως έπαιξε ρόλο και η ηλικία του πατέρα μου, ότι δεν σκότωσε έναν νέο άνθρωπο. Δεν επηρέασε καν την σχέση των δύο οικογενειών, της μητέρας και του πατέρα μου. Λες και όλοι ήξεραν…
Ποια εικόνα σου έχει μείνει χαραγμένη από εκείνα τα χρόνια;
Θυμάμαι μια φορά που ήρθε στο δωμάτιο που ήμασταν με τον αδελφό μου και μας έλεγε «κοιτάξτε, πάνω στα κρεβάτια σας είναι δύο φίδια». Αυτή η εικόνα με έχει σημαδέψει γιατί ενστικτωδώς σκέφτηκα ότι μπορεί να εννοεί εμάς. Εμείς είμαστε τα φίδια; Ο αδελφός μου κι εγώ;
Έχεις πει σε μια συνέντευξη ότι αυτό για το οποίο μετανιώνεις περισσότερο είναι που δεν έκανες παρέα με τον πατέρα σου. Γιατί;
Ο πατέρας μου είχε περάσει μια πολύ ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη ζωή για την οποία δε μιλούσε ποτέ. Ό,τι ξέρω για εκείνον το ξέρω από άλλους. Μία φορά μόνο μου ζήτησε να πάω να πάρω ψωμί και όταν απάντησα ότι βαριέμαι, γύρισε και μου είπε «εγώ μετά τον πόλεμο γύρισα από το Πόγραδετς με τα πόδια κι εσύ βαριέσαι να πας ως την άλλη γωνία;». Το διαρκές άγχος που είχα, όμως, για τη μητέρα μου εμπόδιζε την επικοινωνία μου με άλλους, είτε εντός είτε εκτός οικογένειας.
Υπάρχει κάτι από όλα αυτά που σε επηρεάζει ακόμα και σήμερα;
Το μικρόβιο της αμφιβολίας έχει εδραιωθεί και νομίζω πως ο λόγος είναι ότι ως παιδί έλεγα «μήπως έχει δίκιο η μητέρα μου;». Η μητέρα μου, λόγω της πάθησης, αμφέβαλε για όλα. Αυτό από τη μία με ωφέλησε. Με έκανε, ως ενήλικα πια, να προσπαθώ να δω τα πράγματα από εναλλακτικές οπτικές, από διάφορες πλευρές. Όπως λέμε στα μαθηματικά, ψευδές και ψευδές μπορεί να σου δώσει αληθές. Βέβαια, στα πρακτικά ζητήματα μου δημιούργησε πρόβλημα. Πάντα αμφέβαλα αν μια επιλογή μου ήταν σωστή, δεν ολοκλήρωνα ποτέ κάτι που ξεκινούσα, κι αυτό είχε αρνητική επίδραση στην εξέλιξή μου, ειδικά επαγγελματικά. Ενώ ήξερα ότι μπορούσα να κάνω κάτι πιο δυναμικά και εμφατικά δεν το προχωρούσα γιατί αναρωτιόμουν μήπως η επιλογή μου ήταν εξαρχής λάθος.
Επηρεάστηκαν οι σχέσεις σου με τις γυναίκες;
Επέλεγα πάντα γυναίκες που μου προκαλούν άγχος, ανησυχία, για το τί θα χρειάζονται, τί κατάσταση θα βρω στο σπίτι. Γυναίκες που χρειάζονταν να τις ηρεμώ, όπως έκανα με τη μητέρα μου. Ενδόμυχα ίσως ακόμα φοβάμαι ότι μπορεί μια μέρα να με σκοτώσει μια γυναίκα. Αισθάνομαι τη γυναίκα ως κάτι απειλητικό.
Φοβήθηκες ότι μπορεί να κληρονόμησες την ψυχική ασθένεια;
Όχι. Έβλεπα ότι καλά τα πάω. Μετά τα 50, αρκετά μεγάλος πια, πήγα σε ψυχολόγο, μάλιστα λίγο πριν τη δολοφονία. Για τα παιδιά μου φοβήθηκα. Είχα πάντα την έγνοια να τα παρατηρώ, να δω μήπως κάπως παρεκκλίνουν και χρειαστεί να το φροντίσουμε. Παρόλα αυτά δεν ένιωθα την ανάγκη να τους μιλάω για να τους κρατάω ήρεμους, όπως είχα μάθει να κάνω με τη μητέρα μου. Μάλλον επειδή ήταν αγόρια.
Πώς ασχολήθηκες με την πολιτική;
Με τη μητέρα μου συζητούσαμε πολύ για την κοινωνία, την πολιτική, κάναμε φιλοσοφικές συζητήσεις. Διάβαζε εφημερίδες, έβλεπε όλα τα δελτία και σχολίαζε την επικαιρότητα. Σε αντίθεση με τον πατέρα μου που με προέτρεπε να αποφεύγω την πολιτική, καθώς είχε έντονα βιώματα από τον Εμφύλιο, η μητέρα μου ενδιαφερόταν πολύ. Εγώ άκουσα τη μητέρα μου.
Οι τομείς με τους οποίους ασχολήθηκες στην πολιτική δεν είχαν ποτέ να κάνουν με την ψυχική υγεία. Πώς και δεν προέκυψε κάτι τέτοιο;
Μου φαίνεται πολύ δύσκολο. Εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα που δεν ένιωθα ότι μπορούσα να προσφέρω, να τα καταφέρω. Ενδόμυχα μπορεί και να το αποφεύγω. Προσανατολίστηκα περισσότερο στα Ευρωπαϊκά και τα Διεθνή και νομίζω ότι οφείλεται στο ότι η μητέρα μου σκεφτόταν συνολικά και όταν συζητούσαμε σχολίαζε ό,τι συνέβαινε στον κόσμο.
Σε σημάδεψε, τελικά, περισσότερο η συμβίωση με μια σχιζοφρενή μητέρα ή η δολοφονία;
Η συμβίωση. Η δολοφονία ήταν ένα σοκ για το σημείο που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος που υποφέρει από ψυχικά νοσήματα. Επηρέασε την οπτική μου για τα ψυχικά νοσήματα. Πλέον είμαι υπέρ της νοσηλείας και πιστεύω πως δεν πρέπει οι ψυχικά ασθενείς να ζουν με τις οικογένειες. Παλιότερα ήμουν επηρεασμένος από τα κινήματα που πίστευε η γενιά μας, όπως την αντιψυχιατρική. Τώρα πια έχω αλλάξει. Ακόμα και σήμερα η ελληνική κοινωνία ντρέπεται να πει ότι έχει στο σπίτι ένα άτομο ψυχικά ασθενές. Στη δική μας περίπτωση θα έπρεπε να παρέμβει ο πατέρας μου, ώστε με εισαγγελική εντολή να πάρουν τη μητέρα μας και να μη ζει μαζί μας. Και, ίσως, έτσι να είχαμε ως παιδιά μια άλλη ζωή.
Αν ένα παιδί που ζει σε ένα τέτοιο περιβάλλον σε ρωτούσε πώς να το αντιμετωπίσει, τί θα του έλεγες;
Πολύ διάβασμα και ψυχολόγο.