Η Τουρκία έχει ήδη μπει σε μια νέα εποχή. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, όταν αυτές γίνουν, μια νέα συνθήκη διαμορφώνεται. Αντιφάσεις και δυναμικές που προϋπήρχαν τώρα έρχονται στο προσκήνιο και δεν μπορούν παρά να έχουν τα αποτελέσματά τους.
Ο ίδιος ο σεισμός είναι η μεγαλύτερη φυσική καταστροφή που έχει αντιμετωπίσει η Τουρκία εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες και η μεγαλύτερη φυσική καταστροφή που έχει αντιμετωπίσει η Ευρώπη εδώ και έναν αιώνα.
Ο «πονόψυχος» Σουλτάνος και οι ρωγμές της αντιπολίτευσης
Το κόστος του σεισμού είναι τεράστιο. Η εταιρεία Verisk, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες δημιουργίας μοντέλων κινδύνου, εκτιμά ότι η συνολική οικονομική ζημιά στην Τουρκία από τους σεισμούς θα ξεπεράσει το 20 δισεκατομμύρια δολάρια.
Από αυτές τις ζημιές η ασφαλιστική κάλυψη αφορά μόνο περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Αυτό παραπέμπει σε ένα κόστος τουλάχιστον 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα πρέπει να καλυφθεί από την κυβέρνηση.
Η προσπάθεια του Ερντογάν να διαχειριστεί την οργή εναντίον του
Ο Ερντογάν έχει βρεθεί στο στόχαστρο εκτεταμένης κριτικής σε βάρος του, όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και από μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Δύο είναι οι βασικές αιχμές της κριτικής που δέχεται. Η πρώτη αφορά τα μεγάλα προβλήματα που υπήρξαν στην έγκαιρη κινητοποίηση των μηχανισμών πολιτικής προστασίας. Γιατί μπορεί η τουρκική κυβέρνηση να είχε επενδύσει στη διαμόρφωση ενός ενιαίου φορέα πολιτικής προστασίας, εντούτοις την κρίσιμη στιγμή φάνηκε ότι δεν μπορούσε έγκαιρα να κινητοποιήσει όλο το δυναμικό και τον εξοπλισμό που ήταν διαθέσιμος και να μπορέσει έγκαιρα να αποστείλει συνεργεία διάσωσης όπου αυτά ήταν αναγκαία.
Η δεύτερη αφορούσε τα προβλήματα με τις κατασκευές των κτιρίων. Σε αυτό έχει συντελέσει πολύ το γεγονός ότι στις πληγείσες περιοχές κατέρρευσαν και πολλά κτίρια χτισμένα πρόσφατα, μετά δηλαδή από τις επάλληλες αλλαγές στους αντισεισμικούς κανονισμούς που έφερε ο σεισμός του 1999, κτίρια που αρκετά από αυτά είχαν διαφημιστεί στους υποψήφιους αγοραστές ακριβώς στη βάση των υποτίθεται αντισεισμικών ιδιοτήτων τους.
Ο Ερντογάν έχει αναγνωρίσει τις καθυστερήσεις στις αποστολές διάσωσης και έχει προσπαθήσει να μεταφέρει την ευθύνη για τις κακοτεχνίες των κτιρίων στους ίδιους τους κατασκευαστές και τους εργολάβους.
Όμως, φαίνεται ότι δεν είναι δεδομένο ότι αυτό το αφήγημα «περνάει» προς τα κάτω. Και αυτό γιατί ο Ερντογάν έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης αρκετά χρόνια ώστε να έχει και την πολιτική ευθύνη για τα προβλήματα που εμφανίζονται. Το σε ποιο βαθμό η Τουρκική κοινωνία τον θεωρεί συνυπεύθυνο για την τραγωδία είναι ένα από τα ζητήματα που θα παίξουν ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Ούτως ή άλλως, είναι σαφές ότι ο σεισμός θα κρίνει πολλά για το πώς η τουρκική κοινωνία αντιλαμβάνεται τη σχέση της με το κράτος, εάν δηλαδή θα είναι τα προβλήματα που προέκυψαν η μεγάλη στιγμή απονομιμοποίησης ενός ολόκληρου μοντέλου κρατικής συγκρότησης, ενός «ηγεμονικού προτάγματος» ουσιαστικά που σφράγισε την εποχή Ερντογάν.
Και αυτό γιατί μια μεγάλη φυσική καταστροφή είναι μια στιγμή ευαλωτότητας για μια κοινωνία. Αυτό γκρεμίζει αφηγήματα και δοκιμάζει την ικανότητα του κράτους να προσφέρει αίσθημα ασφάλειας. Μπορεί να ανανεώσει την εμπιστοσύνη στο ηγετικό πολιτικό προσωπικό, μπορεί να αποτελέσει και το «τέλος εποχής» για τον Ερντογάν.
Από πού θα έρθει η βοήθεια και πώς θα επηρεάσει το διεθνή προσανατολισμό της Τουρκίας
Ταυτόχρονα, ο σεισμός θα παίξει ρόλο στο πώς θα κινηθεί η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Αυτό περιλαμβάνει καταρχάς περιπτώσεις «διπλωματίας των σεισμών», δηλαδή αξιοποίησης της αλληλεγγύης που προσφέρεται για να εξομάλυνση διμερών σχέσεων. Αυτό είναι χαρακτηριστικό και στην αντιμετώπιση της βοήθειας από την Ελλάδα, αλλά και περιπτώσεων όπως η βοήθεια από την Αρμενία, και ως ένα βαθμό και η βοήθεια από το Ισραήλ. Να σημειώσουμε εδώ ότι η Τουρκία είναι μια χώρα που συγκριτικά η ίδια προσφέρει βοήθεια στο εξωτερικό και αυτό είναι μια πλευρά της διπλωματίας της.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι από μόνη της η προσφορά βοήθειας και η ευγνωμοσύνη γι’ αυτή σηματοδοτεί και αλλαγή πολιτικής. Με αυτή την έννοια, είναι ανοιχτό το ερώτημα εάν θα έχουμε μια νέα «διπλωματία των σεισμών» κατά τα πρότυπα του 1999 στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ακόμη είναι νωρίς, πάντως όλα δείχνουν ότι οι τόνοι θα πέσουν, όμως δεν φαίνεται να υπάρχει μια ανάλογη δυναμική επαναπροσέγγισης. Και αυτό γιατί η στιγμή της «διπλωματίας των σεισμών» του 1999 συνέπεσε με μια διάθεση αμοιβαίων παραχωρήσεων και ένα κλίμα αναζήτησης συμβιβασμών και από τις δύο χώρες που κράτησε μέχρι το 2004 και στη συνέχεια σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Δηλαδή, μια νέα «διπλωματία των σεισμών» απαιτεί και από Ελλάδα και από Τουρκία να μετατοπιστούν από θέσεις που είναι πάγιες εδώ και χρόνια.
Ως προς τον διεθνή προσανατολισμό της Τουρκίας , το ζήτημα είναι ποιες χώρες θα θελήσουν να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της Τουρκίας, πέραν των αποστολών ανθρωπιστικής βοήθειας, παρότι και σε αυτές υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία όπως η ενισχυμένη παρουσία τόσο της Σαουδικής Αραβίας όσο και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πέραν παραδοσιακών συμμάχων του Ερντογάν όπως το Κατάρ.
Φαινομενικά τουλάχιστον είναι μια μεγάλη ευκαιρία για τη Δύση να «κερδίσει» ξανά την Τουρκία και ως ένα βαθμό αυτό έχει διατυπωθεί ως ανάγκη. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι η Δύση, δηλαδή οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν έχουν τόσο αναπτυγμένους μηχανισμούς βοήθειας για να προσφέρουν την κλίμακα της βοήθειας που χρειάζεται. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που αντιμετώπισαν, άλλωστε, στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στη στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος» της Κίνας. Μπορούν να συμβάλουν στο επίπεδο «συνόδου δωρητών», ή σε αυτό της στάσης των «αγορων», αλλά όχι με άμεσα δικά τους προγράμματα.
Αυτό γεννά ένα περιθώριο για χώρες που ούτως ή άλλως θα ήθελαν να επενδύσουν σε αυτή την διαδικασία ανοικοδόμησης, όπως είναι καταρχάς οι χώρες του Περσικού. Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Κατάρ έχουν πόρους αλλά και διάθεση να τους επενδύσουν. Υπάρχει βέβαια πάντα η Κίνα, που έχει και τον δανειακό μηχανισμό να συνεισφέρει. Από την άλλη, είναι σαφές ότι σε όλα αυτά η Τουρκία θα θελήσει να κρατήσει και ισορροπίες, μια που τέτοιες μορφές «αλληλεγγύης» πάντα έχουν και ένα στοιχείο διαμόρφωσης εξαρτήσεων.
Πάντως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι γύρω από τη βοήθεια στην ανοικοδόμηση θα υπάρξει ένας ευρύτερος ανταγωνισμός που ως επίδικο θα έχει και τον αυριανό γεωπολιτικό προσανατολισμό της Τουρκίας.
Τα ερωτήματα για την τουρκική οικονομία και το ΔΝΤ που καραδοκεί
Όλα αυτά θα κριθούν και από την κατάσταση της ίδιας της τουρκικής οικονομίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με υψηλό πληθωρισμό, υποχώρηση της ισοτιμίας του νομίσματος (που μόνο εσχάτως σταμάτησε κυρίως γιατί η διολίσθηση της ισοτιμίας ήταν μικρότερη του πληθωρισμού), υψηλή ανεργία και βεβαίως όλες τις στρεβλώσεις που εκτός των άλλων οδήγησαν και στις καταστροφές τόσων κτιρίων, τα οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χτίστηκαν εντός μιας λογικής που ήθελε τον κατασκευαστικό κλάδο ατμομηχανή της ανάπτυξης.
Ο ίδιος σεισμός δημιουργεί ένα άμεσο πλήγμα καθώς τα προβλήματα σε μια τόσο μεγάλη περιοχή θα οδηγήσουν σε υποχώρηση του ΑΕΠ. Από την άλλη, γοργή ρυθμοί ανοικοδόμησης μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο αναπτυξιακής δυναμικής, με το τελικό ισοζύγιο να έχει να κάνει με το δυναμισμό της διαδικασίας.
Όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η διαδικασία ανοικοδόμησης απαιτεί μια αύξηση της δημόσιας δαπάνης που θα μεταφραστεί και σε διεύρυνση των ελλειμμάτων και αύξηση του δημοσίου χρέους. Παρότι η Τουρκία δεν έχει ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος (αν και έχει σημαντικό ιδιωτικό χρέος), εντούτοις ένας συνδυασμός μεγαλύτερου χρέους και υψηλότερων ελλειμμάτων θα μπορούσε να διαμορφώσει μια συνθήκη που σε σχετικά μικρό βάθος χρόνου να επαναφέρει ακόμη και το ερώτημα της επιστροφής του ΔΝΤ στην Τουρκία. Και τότε, βέβαια θα έχει κλείσει ένας ιδιότυπος ιστορικός κύκλος, εάν αναλογιστούμε ότι ο Ερντογάν υπερηφανευόταν ότι ήταν ο πολιτικός που έδιωξε το ΔΝΤ από την Τουρκία…