Η επιμελήτρια ανηλίκων Πάρη Ζαγούρα παρατηρεί ότι τα αγόρια υπερεκπροσωπούνται και ότι «τα παιδιά που κατ’ επανάληψη παραβαίνουν τον νόμο έχουν ζητήματα με τη σχολική ζωή ή έχουν εγκαταλείψει το σχολείο. Η περιστασιακή παραβατικότητα, που είναι η συνηθέστερη, δεν συνδέεται με αυτά. Είναι παιδιά στην εφηβεία, σε αναζήτηση περιπέτειας και ρίσκου». Τονίζει ότι για ένα παιδί που έχει εγκαταλείψει το σχολείο και έχει εμπλακεί σε ήπιες μορφές παραβατικότητας, δεν υπάρχει κάποιο κέντρο ημέρας για να αξιοποιηθεί σε μια μεταβατική κατάσταση, ώστε να επανενταχθεί στο σχολείο, ούτε κάποια κέντρα δραστηριοτήτων ή δημιουργικής απασχόλησης.
Στη σημασία της εκπαίδευσης για την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη των νεαρών παραβατών του νόμου στέκεται η Δήμητρα Φίλιου, διευθύντρια του Εσπερινού Γυμνασίου Αγίου Δημητρίου. Το 2018, στο πλαίσιο της επικαιροποίησης της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, είχε προβλεφθεί ότι προϋπόθεση για την εγγραφή και μετεγγραφή μαθητών στα εσπερινά σχολεία ήταν η πιστοποιημένη εργασία τους. Αυτό δεν επέτρεπε να φοιτούν σε αυτά οι ανήλικοι παραβάτες που μέχρι τότε προωθούνταν στα εσπερινά γυμνάσια και λύκεια. Επειτα από παρέμβαση του Συνδέσμου Επιμελητών Ανηλίκων αναθεωρήθηκε η ρύθμιση και έχουν δικαίωμα να φοιτούν στα εσπερινά και ανήλικοι που απασχολούν τις δικαστικές και εισαγγελικές Αρχές.
Το ψυχικό τραύμα
Στο σχολείο του Αγίου Δημητρίου φοιτούν 15 παιδιά με εισαγγελική παραγγελία, αριθμός αυξημένος σε σχέση με προηγούμενα χρόνια. «Οταν ένα παιδί βρίσκεται εκτός σχολείου, είναι εύκολο να μπλέξει, να μπει σε ομάδες εφήβων και να αρχίσει την παραβατική συμπεριφορά. Το θέμα είναι πώς θα ενταχθεί στο σχολικό περιβάλλον. Φέτος για πρώτη φορά επεξεργαζόμαστε το θέμα του ψυχολογικού τραύματος. Δεν βλέπουμε τα παιδιά με βάση την παραβατική τους ταυτότητα και προσπαθούμε να χτίσουμε σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους» σημειώνει η διευθύντρια του σχολείου. Μάλιστα, έχει δημιουργηθεί μια ομάδα εφήβων με την ψυχολόγο του σχολείου, όπου μέσα από συναντήσεις επιδιώκεται μια πιο συναισθηματική σχέση με τους εκπαιδευτικούς.
«Πρόκειται για σκληρά παιδιά, που δεν έχουν όρια και που δεν τους ενδιαφέρουν οι απουσίες. Μόνο αν προσπαθήσουμε να μαλακώσουμε την ψυχή και την καρδιά τους θα πετύχουμε κάτι» εξηγεί και διευκρινίζει ότι κάθε παιδί έχει τη δική του προσωπικότητα, παρότι έχουν και κάτι κοινό: «Είναι κυρίως αγόρια, με μέσο όρο ηλικίας τα 16 έτη και οι γονείς είναι διαζευγμένοι. Οι μισοί περίπου είναι Ελληνες και οι υπόλοιποι αλλοδαποί».
Η επάνοδος των τέως ανήλικων κρατουμένων στην κοινωνία είναι μια δύσκολη διαδικασία. «Οταν μιλάμε για επανένταξη μιλάμε για προγράμματα, δράσεις και πρωτοβουλίες που ξεκινούν από την ημέρα που κρατείται ένας ανήλικος μέχρι και την αποφυλάκισή του αλλά και τον χρόνο μετά» λέει η διδάκτορας Νομικής και εγκληματολόγος Φωτεινή Μηλιώνη. «Πολλοί από τους νεαρούς δεν έχουν κοινωνικές δεξιότητες και είναι σημαντικό να παρακολουθούν προγράμματα, ενώ, όταν πρόκειται για αλλοδαπούς νεαρούς, να μαθαίνουν τη γλώσσα» προσθέτει.
Τι δείχνουν οι έρευνες
Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ υπήρξε τις περασμένες δεκαετίες τάση προς αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης των ανήλικων παραβατών. Στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη μια «προνοιακή» αντιμετώπισή τους. Για την αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Ολγα Θεμελή, «οι έρευνες διεθνώς υπογραμμίζουν ότι ο εγκλεισμός στη πρώιμη ηλικία επιδρά καταλυτικά και καταστροφικά, οδηγώντας σε συντριβή τον ανήλικο και οδηγώντας τον με βεβαιότητα στην υποτροπή. Πώς θα συγκροτήσουν τη νέα τους ταυτότητα; Ποιοι ήταν και ποιοι θα γίνουν; Η συντριπτική πλειοψηφία θα επιστρέψει στη φυλακή για ειδεχθέστερες πράξεις».
Σύμφωνα με τη Φωτεινή Μηλιώνη, περίπου το 75%-80% των ανηλίκων επιστρέφει στη φυλακή, γεγονός που αποδεικνύει «ότι αφού έχουμε μεγάλα ποσοστά υποτροπής είναι καλύτερο να εξετάσουμε κάποια εξωιδρυματικά μέτρα, έτσι ώστε να έχουμε αποτελεσματικότερη κοινωνική επανένταξη». Για τη Μηλιώνη, «η αυστηροποίηση των ποινών είναι η εύκολη απάντηση σε εγκληματικές συμπεριφορές που σοκάρουν και προκαλούν. Ομως πρέπει να εστιάσουμε στα μέτρα πρόληψης έτσι ώστε τελικά ο νεαρός να μην μπλέκεται στο ποινικό σύστημα».
Ομως, δεν αρκεί η αποφυγή της ποινικής αυστηροποίησης και του εγκλεισμού. «Σε ποιο πλαίσιο κοινωνικής, πολιτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής υλοποιείται η προνοιακή προσέγγιση της ανήλικης παραβατικότητας; Φτάνει ότι δεν βάζουμε κατά κανόνα τα παιδιά στη φυλακή; Οι οικογένειες πώς προστατεύονται, πώς ενισχύονται, πώς υποστηρίζονται; Οταν είναι στα σχολεία, πώς αυτά λειτουργούν; Εχουν το περιθώριο για διαπαιδαγωγική προσέγγιση;» αναρωτιέται η Πάρη Ζαγούρα.