Η αποχώρηση του Κώστα Καραμανλή από τον κοινοβουλευτικό βίο είναι ένα τέλος εποχής για τη ΝΔ. Είναι όμως κι ένα σημείο αναφοράς για την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης: δύο πολιτικές οικογένειες που την σημάδεψαν, οι Καραμανλήδες και οι Παπανδρέου, παίρνουν πια διαφορετικούς ρόλους μέσα στα κόμματά τους. Το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα; Η μοίρα των δύο πρώην πρωθυπουργών ήταν ασυνήθιστα κοινή, μια προαναγγελία της στιγμής που θα ηγηθούν των πολιτικών τους παρατάξεων, όμως ο καθένας επέλεξε να την διαχειριστεί με άλλον τρόπο.
Ο Παπανδρέου αναδείχθηκε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μετά από διαδοχικές υπουργικές θητείες, παίζοντας τον ρόλο του στα εσωκομματικά πράγματα το 1996, όταν η δική του παρέμβαση έδειξε τον δρόμο για την ανάδειξη του Κώστα Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Ο Καραμανλής εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1989 και πρόεδρος της ΝΔ το 1997, ως η μόνη απάντηση απέναντι στην επανάκαμψη του μεγάλου πολιτικού αντιπάλου στην εξουσία, αλλά και στον πράσινο εκσυγχρονιστικό μετασχηματισμό. Η επικράτησή τους έμοιαζε με φυσικό επόμενο, σε μια χώρα που στην ουσία της είχε διαμορφωθεί από τους συγγενείς τους.
Ομοιότητες και διαφορές
Δεν έμοιαζαν σχεδόν σε τίποτα: ο Παπανδρέου δεν ήταν φυσικός ρήτορας, οι συνήθειές του δεν ταίριαζαν με την ελληνική νοοτροπία και ασχολιόταν με ζητήματα που μπορεί μεν σήμερα να μοιάζουν αυτονόητα, όμως την περίοδο που ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ έμοιαζαν «πράσινα άλογα». Ο Καραμανλής, από την άλλη, μιλούσε στις κάμερες λες και βρισκόταν στο τραπέζι με τους φίλους του. Ηταν ελληνικά κανονικός, ανθρώπινος, λες και η βαρύτητα του επωνύμου του δεν τον άγγιζε καθόλου. Κέρδισε τον Γιώργο Παπανδρέου δύο φορές, όπως ακριβώς είχε κάνει ο θείος του τον Ανδρέα. Την τρίτη φορά, η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ ήταν τόσο καθαρή, που έφερε την παραίτησή του την ίδια νύχτα.
Κάπου εδώ τα μοιραία συναπαντήματα τελειώνουν: η απόσυρση του Καραμανλή από την ηγεσία της ΝΔ συνοδεύτηκε από μια μακρά περίοδο σιωπής, η οποία μπορεί να αφήνει ακόμα ανοιχτά ερωτήματα για τον ρόλο που έπαιξε ο ίδιος και η παράταξή του στην οικονομική καταστροφή της χώρας, όμως διέσωσε το κόμμα του από την καταστροφή. Δεν πήρε τον λόγο στην Βουλή όταν συζητιούνταν τα μνημονιακά μέτρα, δεν τοποθετήθηκε για θέματα της επικαιρότητας από το βήμα της Βουλής. Αυτό επέτρεψε στη ΝΔ να γυρίσει σελίδα, να μην «χρεωθεί» το βάρος της οικονομικής κατάρρευσης. Σε αντίθεση με τον Παπανδρέου, που επωμίστηκε το βάρος της διαχείρισης της κρίσης χρέους και της εφαρμογής της λιτότητας –και με τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που ψήφισαν αρχικά μόνοι τους επώδυνα οικονομικά μέτρα και έγιναν αποδέκτες της οργής από τις πλατείες των Αγανακτισμένων.
Η μάχη της υστεροφημίας
Ο ένας πόλος του μεταπολιτευτικού δικομματισμού ανέλαβε μια εθνική ευθύνη, ο άλλος διαφύλαξε την θέση του. Η υστεροφημία του Καραμανλή, ακόμα και σήμερα που οι ευθύνες της διακυβέρνησής του συζητιούνται ευρύτερα, δεν έχει υποστεί πλήγμα ανάλογο με το παπανδρεϊκό. Το ζήτημα της υστεροφημίας έχει σημασία και για τον πρώην πρωθυπουργό του ΠΑΣΟΚ, που ενεπλάκη και στην πιο δύσκολη εσωκομματική διαμάχη του κόμματος, που οδήγησε στην διάσπασή του το 2015. Η ήττα του το 2021 στην διαδικασία ανάδειξης νέας ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ του υπέδειξε τον συμβουλευτικό ρόλο που ζητάει από εκείνον η παράταξή του –και αυτόν φαίνεται πως υπηρετεί σε αυτήν την προεκλογική περίοδο, απαντώντας δημόσια στην φημολογία που προκλήθηκε τις τελευταίες ημέρες: «Θέλουν να καλλιεργούν την εντύπωση ότι ψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ ψηφίζετε ένα άλλο κόμμα. Ότι ψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ ψηφίζετε είτε ΝΔ είτε ΣΥΡΙΖΑ. Όχι, σύντροφοι και συντρόφισσες. Ψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ, δεν ψηφίζετε άλλο κόμμα. Ψηφίζετε ΠΑΣΟΚ», είπε το βράδυ της Τετάρτης σε εκδήλωση στο Αίγιο. Ο Καραμανλής, από την άλλη, επέλεξε στρατηγικά την στιγμή της αποχώρησής του, σε μια στιγμή που κανείς δεν θα μπορούσε να του καταλογίσει πως δημιουργεί πρόβλημα στην γαλάζια παράταξη –με την γνώση ωστόσο πως η διαφοροποίησή του για το ζήτημα των υποκλοπών, σε μια σπάνια δημόσια παρέμβασή του, έχει δημιουργήσει αποστάσεις στην σχέση του με την ηγεσία του κόμματός του.
Οι δυο τους θα παραμείνουν σημεία αναφοράς για τα κόμματά τους μέχρι το τέλος –από αυτόν τον ρόλο δεν μπορούν να ξεφύγουν, ακόμα κι αν θα ήθελαν. Πράγμα που σημαίνει πως, ακόμα κι αν δεν είναι πια πρωταγωνιστές, θα είναι παρόντες.